Ο εργάτης γίνεται επαναστάτης όχι όταν γίνεται περισσότερο εργάτης, αλλά όταν καταστρέφει την ‘‘εργατοσύνη’’ του. Και σ’ αυτό δεν είναι μόνος του· το ίδιο ισχύει και για το γεωργό, το φοιτητή, τον υπάλληλο, το στρατιώτη, το γραφειοκράτη, τον επαγγελματία και το μαρξιστή. Ο εργάτης δεν είναι λιγότερο «αστός» από το γεωργό, το φοιτητή, τον υπάλληλο, το στρατιώτη, το γραφειοκράτη, τον επαγγελματία και το μαρξιστή.
Η ‘‘εργατοσύνη’’ του είναι η αρρώστεια από την οποία υποφέρει, η κοινωνική επιδημία σμικρυμένη σε ατομικές διαστάσεις. Ο Λένιν το αντιλήφθηκε αυτό στο Τι να κάνουμε, αλλά πέρασε λαθραία την παλιά ιεραρχία κάτω από μια κόκκινη σημαία και αρκετή φλυαρία περί επανάστασης.
Ο εργάτης αρχίζει να γίνεται επαναστάτης όταν καταστρέφει την εργατοσύνη του, όταν φτάνει στο σημείο να απεχθάνεται την ταξική του θέση εδώ και τώρα, όταν αρχίζει να ξεφορτώνεται εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά για τα οποία οι μαρξιστές τον εξυμνούν περισσότερο: την ηθική της δουλειάς, τη δομή του χαρακτήρα που προέρχεται από τη βιομηχανική πειθαρχία, το σεβασμό για την ιεραρχία, την υπακοή σε αρχηγούς, τον καταναλωτισμό, τα στοιχεία πουριτανισμού.
Με αυτή την έννοια, ο εργάτης γίνεται επαναστάτης στο βαθμό που αρνείται την ταξική του θέση και πετυχαίνει μια αταξική συνείδηση. Εκφυλίζεται –και εκφυλίζεται υπέροχα. Αυτό που αρνείται είναι ακριβώς εκείνες οι ταξικές δεσμεύσεις που τον δένουν σε όλα τα συστήματα κυριαρχίας. Παρατάει εκείνα τα ταξικά συμφέροντα που τον σκλαβώνουν στον καταναλωτισμό, την τάση να ζεις σε προάστια και μία μπακάλικη αντίληψη της ζωής.
Η πιο ενθαρρυντική εξέλιξη στα εργοστάσια σήμερα είναι η εμφάνιση νέων εργατών που καπνίζουν μαριχουάνα, χαβαλεδιάζουν στις δουλειές τους, αλλάζουν συχνά δουλειές, αφήνουν μακρύ ή αρκετά μακρύ μαλλί, απαιτούν περισσότερο ελεύθερο χρόνο αντί για μεγαλύτερο μισθό, παρενοχλούν όλες τις μορφές εξουσίας, απεργούν χωρίς την έγκριση του σωματείου και βοηθούν στη συνειδητοποίηση των συναδέλφων τους. […]
Από την αποσυντιθέμενη παραδοσιακή ταξική δομή ένας νέος τύπος ανθρώπου δημιουργείται: ο επαναστάτης. Αυτός ο επαναστάτης αρχίζει να αμφισβητεί όχι μόνο τις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις της ιεραρχικής κοινωνίας, αλλά την ιεραρχία καθαυτή. Εγείρει όχι μόνο την ανάγκη για κοινωνική επανάσταση, αλλά επίσης προσπαθεί να ζήσει με έναν επαναστατικό τρόπο στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό στην υπάρχουσα κοινωνία. Όχι μόνο επιτίθεται ενάντια στις μορφές που δημιούργησε το κληροδότημα της κυριαρχίας, αλλά επίσης αυτοσχεδιάζει νέες μορφές απελευθέρωσης που εμπνέονται την ποίησή τους απ’ το μέλλον. […]
Ουσία [αυτού του επαναστατικού τρόπου ζωής] είναι η αψήφιση και μία προσωπική «προπαγάνδα της πράξης», που διαβρώνει όλα τα ήθη, τους θεσμούς και τα ιερά σύμβολα της κυριαρχίας. Καθώς η κοινωνία προσεγγίζει το κατώφλι της επαναστατικής περιόδου, τα εργοστάσια, τα σχολεία, οι γειτονιές, γίνονται ο στίβος του επαναστατικού «παιχνιδιού» ―ένα παιχνίδι με πολύ σοβαρό πυρήνα. Οι απεργίες γίνονται μια χρόνια κατάσταση και οργανώνονται χάριν της απεργίας, ώστε να… θρυμματίσουν την αστική κανονικότητα… να την αψηφίσουν σε ωριαία σχεδόν βάση.
Η πιο συνειδητή έκφραση αυτής της διάθεσης είναι το αίτημα για αυτοδιεύθυνση. Ο εργάτης αρνείται να είναι ένα διευθυνόμενο ον, ένα ταξικό ον. Αυτή η διαδικασία έγινε ολοφάνερη στην Ισπανία, στις παραμονές της επανάστασης του 1936, όταν οι εργάτες σε κάθε πόλη καλούσαν σε απεργία ‘‘για πλάκα’’―για να εκφράσουν την ανεξαρτησία τους, την αίσθησή τους του ξυπνήματος, τη διάσπασή τους από την κοινωνική τάξη πραγμάτων και από τις αστικές συνθήκες ζωής. Ήταν επίσης ουσιαστικό χαρακτηριστικό της γενικής απεργίας του 1968 στη Γαλλία.