Ήμουνα, που λέτε, στην παράγκα και με κυνηγούσαν οι κατσαρίδες.
Ναι, καλά ακούτε. Θέριεψαν, πλήθυναν, αγρίεψαν από την πείνα οι κατσαρίδες και αντί να τις κυνηγάμε εμείς… μας κυνηγούν αυτές.
Κάποια στιγμή είχαν πέσει πάνω μου καμιά κατοσταριά και θα με ρίχναν χάμω, οπότε πετάχτηκα έξω να γλιτώσω. Και να που πέφτω πάνω στον τσανακογλείφτη τον Χατζατζάρη.
«Πρόσεχε, βρε», μου λέει αυτός, «θα με σκοτώσεις.» «Άσε, Χατζατζάρη, αφού τη γλίτωσα και σήμερα… Α, παπα, χειρότερες κι απ’ την εφορία είναι αυτές.»
Παρατηρώ το Χατζατζάρη σημαιοστολισμένο και παρφουμαρισμένο.
«Πού πας εσύ έτσι, ρε Χατζατζάρη; Γίνεται καμιά κηδεία να έρθω κι εγώ να φάω κόλλυβα;» «Άσε αυτά τα μαύρα, ρε αθεόφοβε.» «Μαύρη είναι η μοίρα μου, διαολόφοβε… Για λέγε, για πού;» «Μας κάλεσε ο Πασάς, στο σαράι, να μας μιλήσει.»
«Τι να μας πει ο Πατσάς;» «Για το καλό μας.» «Θα φάμε και τίποτα ή μόνο στα λόγια θα μείνουμε πάλι;» «Ε, όλο και κάτι θα τσιμπήσουμε.» «Αν είναι να τσιμπήσουμε να έρθω κι εγώ, ρε Χατζατζάρη… Άντε, πάμε.»
Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω.
«Έτσι θα έρθεις;» «Τι θες; Να του πάω και πεσκέσι;» «Όχι, βρε, για τα ρούχα σου λέω. Δεν έχεις να φορέσεις κάτι καλύτερο;» «Περιμένω τις εκπτώσεις, Χατζατζάρη. Άντε, προχώρα τώρα, μην αρχίσουν οι πτώσεις μετεωριτών στο σβέρκο σου.»
Πάμε, που λέτε, και μόλις φτάνουμε έξω από το σαράι βλέπω κόσμο μαζεμένο, τον Πατσά και δίπλα του το μουστακαλή, τον Δερβεναγά.
«Ωχ, ωχ, ωχ», κάνω, γιατί όταν βλέπω το Δερβεναγά με πονάει το κεφάλι μου, προκαταβολικά.
«Τι έπαθες και βογκάς;» με ρωτάει ο Χατζατζάρης. «Πονάω.» «Μήπως έφαγες κάτι και σε πείραξε;»
Του ρίχνω μια φάπα για να σταματήσει τα μαύρα.
«Τι βαράς, ρε;» «Αστεία είναι αυτά που κάνεις, ρε τζαναμπέτη; Αφού ξέρεις ότι εγώ τρώω σαν την απόδοση ΦΠΑ». «Δηλαδή;» «Μια φορά το δίμηνο και αν.» «Καλά, σταμάτα τώρα τις ανοησίες, γιατί ετοιμάζεται να μιλήσει ο Πασάς.» «Να φύγω εγώ και να κρατήσεις σημειώσεις να μου πεις μετά τι είπε;» «Βρε κάτσε, τώρα που ήρθες.» «Κατάλαβα. Τώρα που μπήκα στο χορό θα χορέψω.»
«Αγαπητοί μου συμπολίτες», ξεκινάει να λέει ο Πατσάς και μένα ξεκινάει να με τρώει ο σβέρκος μου. Κακό σημάδι αυτό, προβλέπεται καταιγίδα. «Σας φώναξα εδώ για να σας μιλήσω για το καλό της πατρίδας.»
«Ρε Χατζατζάρη, για το δικό μας καλό είπες ότι ήρθαμε, όχι για το καλό της πατρίδας.» «Το ίδιο είναι, Καραγκιόζη.» «Τι το ίδιο, ρε Χατζατζάρη, τι το ίδιο; Όποτε αρχίζει ο Πατσάς να μιλάει για την πατρίδα ξέρω ότι θα φάω ξύλο… Ή θα πληρώσω φόρους… Ή και τα δύο μαζί.»
Αγριεύει τότε ο Δερβεναγάς που μιλούσα και κάνει να μου χιμήξει για να με επαναφέρει στην τάξη.
«Βάι, βάι, βάι, Καραγκιόστραγια, πάλι φασαριάζεις εσύ, σκύλε!»
Ετοιμάζομαι να δεχτώ τις νουθεσίες του, αλλά τον προλαβαίνει ο Πατσάς.
«Βεληγκέκα, μην κακοποιείς τα αδέσποτα.» «Βάι, βάι, εφέντη μ’, αυτό δεν είναι αδέσποτο, το πονηρό το Καραγκιόστραγια είναι.» «Άνθρωπος είναι αυτό; Για φερ’τον να τον δω… Άνθρωπος είσαι ‘συ;» «Έτσι μου λένε, Πατσά μου, αλλά δεν παίρνω κι όρκο.» «Και πώς κατέντησες… έτσι;» «Από την καλοπέραση, Πατσά μου. Όλο αστακούς και χαβιάρια, παραμορφώθηκα.» «Είσαι και χιουμορίστας βλέπω.» «Δε μου ‘μεινε και τίποτα άλλο.» «Έλα, λοιπόν, εσύ πιο κοντά.»
«Γιατί;» λέω τρομαγμένος. Όποτε μου λένε να πάω κοντά αρχίζει το ξύλο.
«Έλα να μιλήσουμε για την πατρίδα.» «Ε, δεν παίρνεις το Χατζατζάρη; Αυτός είναι πιο ομιλητικός. Και πιο βολικός. Σε ό,τι του λες, ναι λέει.» «Όχι, εσένα θέλω, γιατί είσαι το καλύτερο παράδειγμα.»
Πλησιάζω, τι να κάνω, ενώ ξέρω ότι πρόκειται να φάω περισσότερο ξύλο από ποτέ… Για παραδειγματισμό.
«Λοιπόν», κάνει ο Πατσάς, «θα μιλήσουμε για τις θυσίες που πρέπει να κάνουμε για την πατρίδα.» «Ωχ, αμάν!» «Τι έπαθες;» «Τίποτα… Θυμήθηκα την κακομοίρα τη μάνα μου.»
«Ε, τι; Πατρίδα τη λένε;» «Όχι. Ελευθερία τη λέγανε, την κηδέψαμε τις προάλλες.» «Ζωή σε λόγου μας.» «Ναι, ναι, και στα δικά σας.»
«Λοιπόν… Σας κάλεσα εδώ, να σας ομιλήσω δια την ιεράν υποχρέωσιν που έχομεν όλοι να υπερασπίζομεν την πατρίδα μας με κάθε κόστος και να θυσιάζομεν ακόμη και τη ζωή μας δια τη σωτηρία, την προκοπή και το μεγαλείο της.» «Τι ωραία που τα λες, Πατσά μου, πρωθυπουργός έπρεπε να γίνεις.»
«Εσύ… Έχεις ιδέα τι είναι η πατρίς;» «Εγώ δεν έχω;» «Τι είναι; Εξήγησε μας…» «Πατρίς είναι…» «Μπράβο, καλά ξεκίνησες, συνέχισε.» «Πατρίς είναι…» «Συνέχισε είπα.» «… Το ‘ξερα, αλλά το ξέχασα από την πείνα.» «Κάτσε να σε βοηθήσω.»
«Να κάτσω εδώ κατάχαμα ή θα μπούμε μέσα να τσιμπήσουμε και κάτι;» «Όχι, σήκω, μην κάθεσαι.» «Ωραία, αρχίσαμε τα κάτσε-σήκω.»
«Ας υποθέσωμεν πως εγώ έρχομαι να σε πετάξω έξω από το σπίτι που κάθεσαι για να καθήσω εγώ. Τι θα κάμεις;» «Χι,χι,χι… Να καθήσεις εσύ, ο Πατσάς, στην παράγκα τη δικιά μου;» «Ναι. Πες μου τι θα κάμεις για να υπερασπιστείς το σπίτι σου.» «Να ‘ρθεις εσύ να μείνεις στην παράγκα μου;» «Ακριβώς.» «Κι εγώ να πάω στο σαράι;» «Όχι! Εσύ να μείνεις χωρίς σπίτι, στο δρόμο.» «Και στο δικό μου σπίτι ποιος θα κάθεται;» «Εγώ.» «Αμδέ.» «Έτσι σε θέλω: Αμδέ.»
«Δε θ’ άντεχες ούτε λεπτό στην παράγκα μου, εσύ Πατσά. Θα ‘πεφταν πάνω σου οι κατσαρίδες, οι ψύλλοι και τα ποντίκια και θα ‘φευγες τρέχοντας.»
«Δε με κατάλαβες. Υποθετικά μιλάω.» «Ναι, ξέρω… Όλο υποθετικά και οθωμανικά μας τη φέρνετε. Στοματικά τίποτα.»
«Υπέθεσε, βρε, ότι έρχεται κάποιος άλλος να σου πάρει το σπίτι.» «Μα καλά, κι αυτός στραβός είναι; Τόσα σπίτια υπάρχουν, το δικό το ετοιμόρροπο θα έρθει να πάρει;» «Λοιπόν, περίμενε, γιατί δεν καταλαβαίνεις.» «Εγώ καταλαβαίνω, καταλαβαίνω…»
«Έστω, λέω έστω, ότι είμαι εγώ στο σαράι μου και στην καλοπέραση μου κι έρχεται ο άλλος, να μου κάνει πόλεμο και να με βγάλει εμένα. Να με αιχμαλωτίσει, να με σκοτώσει και να πάρει την περιουσία μου και τις γυναίκες μου και τη δόξα μου… Ε, δεν πρέπει να αντισταθώ, να πολεμήσω, για να διαφεντέψω το δίκιο μου;» «Άκου λέει.» «Ε, αυτό είναι πατρίς.» «Ποιο;» «Να, ο τόπος εδώ και όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;»
«Πως, πως…» «Τι κατάλαβες;» «Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, οι γυναίκες σου, η δόξα σου, τα λεφτά σου, η καλοπέραση σου…» «Όχι μόνο η δική μου, βρε ζώο. Και η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.» «Μαζί είμαστε, χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.»
«Α, εσύ δεν είσαι ηλίθιος, είσαι ανθέλληνας… Βεληγκέκα!» «Πωγια, προστάζει εφέντη μ’.» «Πάρ’τον αυτόν τον προδότη και να του μάθεις τι εστί πατρίς.» «Πωγιά, εφέντη… Γκελ μπουρντά, πεζεβέγκ!»
Κι αρχίζει ο Δερβεναγάς να κοπανάει και με πάει δέρνοντας ως την παράγκα.
Οπότε φωνάζω κι εγώ: «Έμαθα, έμαθα… Πατρίς είναι η φτώχια, το ξύλο και ο Παρθενώνας, ωχ αμάν, μανούλα μου Ελευθερία.»
Τέλος μετά μουσικής και ξύλου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Αυτό το κείμενο είναι ελεύθερη διασκευή από τα «Καραγκιόζικα» του Βασίλη Ρώτα.
Ο Ρώτας τα έγραψε μετά την Απελευθέρωση, όταν ο «Τρώμεν» με το σχέδιο «Μάσσα» ανοικοδομούσε την Ελλάδα προς όφελος των Πατσάδων.
Άλλοι τότε οι Πατσάδες, άλλοι και οι Δερβεναγάδες. Αλλά ο Καραγκιόζης πάντα ο ίδιος.
Αβάντι μανέστρο ένα καλαματιανό να χορέψουμε.)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι φιγούρες είναι από το θέατρο σκιών “Σκιάς Όναρ”.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~