”Μα ή όλοι μαζί θα νικήσουμε, ή όλοι μαζί θα ηττηθούμε.”
Επιμέλεια: Θωμάς Γιούργας
Η τελευταία ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 3 Απριλίου του 1968 στο Μέμφις των Η.Π.Α., μία μέρα πριν δολοφονηθεί. ”I have been to the Mountaintop”, ‘Βρέθηκα στην κορυφή του όρους” ο τίτλος της περίφημης ομιλίας.
Δείτε απόσπασμα της ομιλίας και παρακάτω μπορείτε να την διαβάσετε ολόκληρη.
”Αν μπορούσα να βρεθώ στις απαρχές του χρόνου και να έχω μια πανοραμική άποψη ολόκληρης της ιστορίας του ανθρώπου κι ο Παντοδύναμος μού έλεγε: «Μάρτιν Λούθερ Κινγκ» «σε ποια εποχή θέλεις να βρεθείς;» Θα πήγαινα νοερά στην Αίγυπτο για να δω τα παιδιά του Θεού στη μεγαλειώδη φυγή τους από τα μπουντρούμια της Αιγύπτου πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα και μέσα στις ερημιές, προς τη Γη της Επαγγελίας. Παρά το μεγαλείο της, δεν θα σταματούσα εκεί.
Θα πήγαινα στην Ελλάδα στον Όλυμπο. Και θα έβλεπα τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη τον Σωκράτη, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, κάτω απ’ τον Παρθενώνα. Θα τους έβλεπα εκεί κάτω να συζητάνε τα μεγάλα και αιώνια προβλήματα της πραγματικότητας. Μα δεν θα ‘μενα εκεί. Θα προχωρούσα στην ακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και θα έβλεπα τις εξελίξεις στην εποχή διαφόρων αυτοκρατόρων και ηγετών. Μα δεν θα σταματούσα.
Θα ερχόμουν και στις μέρες της Αναγέννησης και θα έβλεπα ό,τι προσέφερε η Αναγέννηση στον πολιτισμό και στην αισθητική του ανθρώπου. Μα δεν θα ‘μενα ούτε εκεί. Θα πήγαινα ακόμα να δω το μέρος όπου ζούσε εκείνος που πήρα το όνομά του. Θα έβλεπα τον Μαρτίνο Λούθηρο όταν θυροκολλούσε τις 95 θέσεις του στον ναό της Βιτεμβέργης. Και δεν θα ‘μενα ούτε εκεί. Θα ερχόμουν και στο 1863 όταν ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν νομιμοποίησε διστακτικά την απελευθέρωση των σκλάβων. Και δεν θα ‘μενα εκεί. Θα ερχόμουν και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και θα έβλεπα τον Ρούζβελτ να παλεύει με την ύφεση και να καταλήγει στο λαμπρό συμπέρασμα ότι «το μόνο που έχουμε να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος». Και δεν θα ‘μενα ούτε εκεί. Παραδόξως, θα στρεφόμουν στον Παντοδύναμο και θα έλεγα: «Αν με αφήσεις να ζήσω λίγα χρόνια» «στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, θα είμαι ευτυχισμένος».
Παράξενο πράγμα αυτό, αφού ο κόσμος μας είναι άνω-κάτω. Η χώρα μας ασθενεί. Παντού επικρατούν ταραχές και σύγχυση. Παράξενο να πει κανείς κάτι τέτοιο. Όμως, με κάποιον τρόπο, ξέρω ότι μόνο στο βαθύ σκοτάδι μπορείς να δεις τα άστρα. Και βλέπω ότι στα χρόνια μας ο Θεός εργάζεται με έναν τρόπο στον οποίο οι άνθρωποι, παραδόξως, ανταποκρίνονται. Κάτι κινείται στον κόσμο μας. Οι μάζες εξεγείρονται. Κι όπου κι αν βρίσκονται σήμερα στο Γιοχάνεσμπουργκ, στο Ναϊρόμπι της Κένυας… στην Άκρα της Γκάνας, στη Ν. Υόρκη, στην Ατλάντα της Τζόρτζια στο Τζάκσον του Μισισιπή ή στο Μέμφις του Τενεσί το αίτημα είναι παντού το ίδιο: «Θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι!» Άλλος ένας λόγος που χαίρομαι επειδή ζω τώρα, είναι ότι έχουμε φτάσει αναγκαστικά σε ένα σημείο όπου πρέπει να αντιμετωπίσουμε προβλήματα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος εδώ και πολλά χρόνια μα δεν το έκανε διότι δεν στάθηκε απολύτως αναγκαίο. Η επιβίωσή μας απαιτεί να καταπιαστούμε με αυτά. Χρόνια τώρα γίνεται συζήτηση για τον πόλεμο και την ειρήνη. Όμως τώρα δεν μπορούν να μείνουν στη συζήτηση. Η επιλογή δεν είναι «βία ή η μη βία». Είναι «μη βία ή εξαφάνιση». Εδώ φτάσαμε σήμερα.
Επίσης, στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα αν δεν συμβεί κάτι αρκετά γρήγορα για να λυτρωθούν οι έγχρωμοι από τη μακρόχρονη φτώχεια τους την κακομεταχείριση και την παραμέληση ο κόσμος μας είναι καταδικασμένος. Χαίρομαι που ο Θεός μου επιτρέπει σήμερα να ζω σ’ αυτή την εποχή και να βλέπω τις εξελίξεις. Και χαίρομαι που μου επέτρεψε να είμαι στο Μέμφις. Θυμάμαι… Θυμάμαι που κάποτε οι νέγροι, όπως είπε και ο Ραλφ θεωρούνταν χειρότεροι κι από υποζύγια. Όμως αυτές οι μέρες πέρασαν πια. Τώρα έχουμε σοβαρές απαιτήσεις κι είμαστε αποφασισμένοι να κερδίσουμε τη θέση που δικαιούμαστε στον κόσμο του Θεού. Τελικά, αυτό είναι όλο. Δεν είμαστε μπλεγμένοι σε αρνητικές διαμαρτυρίες ούτε σε αρνητικές συζητήσεις με οποιονδήποτε. Απαιτούμε να είμαστε άνθρωποι. Είμαστε αποφασισμένοι γι’ αυτό. Δηλώνουμε… Δηλώνουμε ότι είμαστε παιδιά του Θεού. Κι ως παιδιά του Θεού, δεν πρέπει να ζούμε όπως μας αναγκάζουν.
Τι σημαίνουν, λοιπόν, όλα αυτά στη σύγχρονη ιστορία μας; Σημαίνουν ότι πρέπει να μείνουμε ενωμένοι. Πρέπει να διατηρήσουμε την ενότητά μας. Όποτε ο Φαραώ ήθελε να παρατείνει την περίοδο της σκλαβιάς στην Αίγυπτο χρησιμοποιούσε ένα αγαπημένο του τέχνασμα. Ποιο ήταν αυτό; Διατηρούσε τους σκλάβους σε σύγκρουση μεταξύ τους. Μα όταν οι σκλάβοι ενώνονται, η αυλή του Φαραώ κάτι παθαίνει και δεν μπορεί να κρατήσει τους σκλάβους στη σκλαβιά. Η ένωση των σκλάβων είναι η αρχή της λύτρωσης από τη σκλαβιά.
Δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας σταματήσει. Στο μη βίαιο κίνημά μας, γίναμε δεξιοτέχνες στον αφοπλισμό της αστυνομίας. Δεν ξέρουν τι να μας κάνουν. Τους έχω δει πολλές φορές. Θυμάμαι, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα όταν κάναμε εκείνον τον μεγαλειώδη αγώνα βγαίναμε κάθε μέρα στην εκκλησία των Βαπτιστών της 16ης Οδού. Βγαίναμε κατά εκατοντάδες. Ο Μπουλ Κόνορ έδινε εντολή να φέρουν σκύλους. Έτσι κι έκαναν. Κι εμείς στεκόμασταν μπροστά στους σκύλους τραγουδώντας. Μετά, ο Κόνορ έλεγε να ανοίξουν τις μάνικες, μα ήταν ανίδεος. Γνώριζε ένα μόνο είδος φυσικής άσχετο με την «υπερβατική» φυσική που γνωρίζαμε εμείς ότι, δηλαδή, υπάρχει μια φωτιά που το νερό δεν μπορεί να σβήσει! Και μπαίναμε μπροστά στις μάνικες. Το γνωρίζαμε το νερό. Οι Βαπτιστές και κάποια άλλα δόγματα βυθίζονται σ’ αυτό. Οι Μεθοδιστές και κάποιοι άλλοι ραντίζονται μ’ αυτό. Δεν θα μας αναχαίτιζε το νερό! Στεκόμασταν μπροστά στους σκύλους και τους κοιτάζαμε. Στεκόμασταν μπροστά στις μάνικες και τις κοιτάζαμε. Και τραγουδούσαμε τον ύμνο «Νιώθω αέρα λευτεριάς». Μετά, μας πετούσαν στις κλούβες, στριμωγμένους σαν σαρδέλες. Ο Μπουλ Κόνορ έλεγε, «πάρ’ τε τους» κι η κλούβα έφευγε. Κι εμείς τραγουδούσαμε τον ύμνο «Θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες».
Κάθε τόσο μπαίναμε στη φυλακή, κι οι δεσμοφύλακες μας κοίταζαν απ’ το παράθυρο, συγκινημένοι απ’ τις προσευχές μας από τα λόγια και τους ύμνους μας. Ο Μπουλ Κόνορ δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σ’ αυτή τη δύναμη κι έτσι τον εξουδετερώσαμε και κερδίσαμε τον αγώνα στο Μπέρμιγχαμ. Τώρα, καθώς προχωρώ προς το τέλος, θέλω να σας πω ότι πρέπει να αφοσιωθούμε ολόψυχα σ’ αυτό τον αγώνα. Το πιο τραγικό απ’ όλα θα ήταν να σταματήσουμε εδώ, στο Μέμφις. Πρέπει να ολοκληρώσουμε τον αγώνα. Κι όταν κάνουμε την πορεία μας πρέπει να είστε εκεί, κι ας λείψετε απ’ τη δουλειά ή το σχολείο σας. Να νοιάζεστε τα αδέρφια σας. Εσείς μπορεί να μην απεργείτε. Μα ή όλοι μαζί θα νικήσουμε, ή όλοι μαζί θα ηττηθούμε. Ας αναπτύξουμε ένα είδος επικίνδυνης ανιδιοτέλειας.
Μια μέρα, κάποιος ήρθε στον Ιησού κι ήθελε να θέσει ερωτήματα για σημαντικά θέματα στη ζωή. Σε μερικά σημεία, ήθελε να ξεγελάσει τον Ιησού και να του δείξει ότι ήξερε περισσότερα. Ειδικά μία ερώτηση, εύκολα θα γινόταν αφορμή για θεολογική αντιπαράθεση. Μα ο Ιησούς αμέσως εξουδετέρωσε τον αφηρημένο χαρακτήρα της και τη μετέφερε στον επικίνδυνο δρόμο από Ιερουσαλήμ προς Ιεριχώ. Μίλησε για κάποιον που έπεσε θύμα ληστείας. Θυμάστε ότι ένας Λευίτης κι ένας ιερέας τον προσπέρασαν από μακριά. Δεν σταμάτησαν να τον βοηθήσουν. Τελικά ήρθε ένας από άλλη φυλή. Ξεπέζεψε από το ζώο του αποφασισμένος να μην προσφέρει ευσπλαχνία δια αντιπροσώπου. Του έδωσε τις πρώτες βοήθειες και τον φρόντισε. Ο Ιησούς είπε ότι αυτός ήταν καλός και μεγαλόψυχος άνθρωπος διότι μπόρεσε να προβάλει το «εγώ» στο «εσύ» και να ενδιαφερθεί για τον συνάνθρωπό του. Φανταζόμαστε διάφορα για να εξηγήσουμε γιατί δεν σταμάτησαν ο ιερέας και ο Λευίτης. Άλλοτε λέμε ότι πήγαιναν σε κάποια εκκλησιαστική συνάθροιση κι έπρεπε να φτάσουν εγκαίρως στην Ιερουσαλήμ. Άλλοτε εικάζουμε ότι υπήρχε ένας θεολογικός κανόνας, ότι οι συμμετέχοντες σε θρησκευτική τελετή απαγορευόταν να αγγίξουν άνθρωπο 24 ώρες πριν την τελετή. Και κάθε τόσο αναρωτιόμαστε μήπως πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ ή μάλλον στην Ιεριχώ, σε σύσκεψη για τη βελτίωση της εθνικής οδού. Ίσως να ήταν κι έτσι. Πιθανόν να θεωρούσαν καλύτερη μια ριζική κι όχι μια πρόχειρη λύση στο πρόβλημα. Όμως ακούστε τι μου λέει η δική μου φαντασία. Ο Λευίτης κι ο ιερέας μάλλον φοβήθηκαν. Ο δρόμος για την Ιεριχώ είναι επικίνδυνος, βλέπετε.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στην Ιερουσαλήμ με τη σύζυγό μου. Πήραμε τον δρόμο προς Ιεριχώ κι αμέσως είπα στη γυναίκα μου: «Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Ιησούς τοποθέτησε εδώ την παραβολή του». Είναι δρόμος γεμάτος στροφές, ιδανικός για ενέδρες. Ξεκινάς στην Ιερουσαλήμ, που έχει υψόμετρο περίπου 360μ. Και, 15-20 λεπτά αργότερα, όταν φτάσεις στην Ιεριχώ είσαι 670μ κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι επικίνδυνη οδός. Την εποχή του Ιησού, την έλεγαν «το ματωμένο πέρασμα». Ακόμα, είναι πιθανόν ότι ο ιερέας και ο Λευίτης είδαν το θύμα και σκέφτηκαν πως οι ληστές είναι κάπου εκεί κοντά. Ή ίσως σκέφτηκαν ότι ο πεσμένος άνθρωπος υποκρινόταν και παρίστανε ότι ήταν τραυματίας και θύμα ληστείας για να τους παρασύρει κοντά του και να τους ληστέψει. Έτσι, το πρώτο που αναρωτήθηκαν ο ιερέας και ο Λευίτης ήταν: «Αν βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο, τι θα απογίνω εγώ;» Όμως τότε ήρθε ο καλός Σαμαρείτης κι αντέστρεψε το ερώτημα: «Αν δεν βοηθήσω αυτό τον άνθρωπο, τι θα απογίνει εκείνος;» Αυτό να σκεφτείτε κι εσείς απόψε. ‘Οχι, «τι θα απογίνει η δουλειά μου αν βοηθήσω τους εργάτες καθαριότητας». Ούτε, «αν βοηθήσω τους εργάτες καθαριότητας, τι θα απογίνει η δουλειά μου ως πάστορας κι όλες οι ώρες που τρώω στο γραφείο». Το ερώτημα δεν είναι, «τι θα απογίνω αν βοηθήσω αυτόν που έχει ανάγκη». Το ερώτημα είναι: «Αν δεν βοηθήσω τους εργάτες καθαριότητας» «τι θα απογίνουν εκείνοι;» Να ποιο είναι το ερώτημα!
Πριν από πολλά χρόνια, ήμουν στη Νέα Υόρκη και υπέγραφα αντίτυπα του πρώτου μου βιβλίου. Εκεί που υπέγραφα, ήρθε μια παράφρων μαύρη γυναίκα. Με ρώτησε μόνο: «Είσαι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ;» «Ναι», της είπα, υπογράφοντας. Αμέσως ένιωσα κάτι να με χτυπά στον θώρακα. Εκείνη η παράφρων με είχε μαχαιρώσει. Με πήγαν στο νοσοκομείο του Χάρλεμ. Ήταν ένα σκοτεινό απόγευμα Σαββάτου. Η λεπίδα με διαπέρασε κι οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι η αιχμή της είχε φτάσει μέχρι την αορτή μου. Αν τρυπήσει η αορτή, πνίγεσαι στο αίμα σου και τελειώνεις. Το άλλο πρωί, στη New York Times, έγραψαν ότι αν είχα φταρνιστεί, θα πέθαινα. Τέσσερις μέρες μετά, αφού με εγχείρισαν και μου άνοιξαν τον θώρακα για να βγάλουν τη λεπίδα με άφησαν να τριγυρίζω με το αναπηρικό καρότσι. Με άφησαν να διαβάσω γράμματα που ήρθαν από τις ΗΠΑ και αλλού. Ήταν γράμματα συμπαράστασης. Διάβασα αρκετά, μα ένα θα μου μείνει αξέχαστο. Έχω ξεχάσει τι έλεγαν τα γράμματα του προέδρου και του αντιπροέδρου των ΗΠΑ. Έχω ξεχάσει τι είπε και τι έγραψε ο κυβερνήτης της Ν. Υόρκης. Μα ήταν κι ένα γράμμα που το έστειλε ένα κοριτσάκι μια κοπελίτσα που φοιτούσε στο γυμνάσιο του Γουάιτ Πλέινς. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έλεγε απλούστατα: «Αγαπητέ Δρα Κινγκ, είμαι μαθήτρια της Γ’ γυμνασίου» «στο γυμνάσιο Γουάιτ Πλέινς». «Μολονότι δεν έχει σημασία, σας αναφέρω ότι είμαι λευκή». «Διάβασα στην εφημερίδα για το ατυχές συμβάν». «Διάβασα ότι, αν φταρνιζόσασταν, θα πεθαίνατε». «Ειλικρινά, χάρηκα πάρα πολύ που δεν φταρνιστήκατε».
Απόψε θέλω… Απόψε θέλω να σας πω ότι κι εγώ χαίρομαι που δεν φταρνίστηκα διότι δεν θα ήμουν παρών το 1960 όταν οι φοιτητές στο Νότο έκαναν διαμαρτυρίες στα εστιατόρια. Με την καθιστική τους διαμαρτυρία, όρθωναν το ανάστημά τους υπέρ του Αμερικανικού Ονείρου. Και ξαναγύριζαν όλο το έθνος στην πηγή της δημοκρατίας, την οποία έκαναν να αναβλύσει οι ιδρυτές του, με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και το Σύνταγμα. Αν φταρνιζόμουν, δεν θα ήμουν παρών το 1961 όταν αποφασίσαμε το «ταξίδι της λευτεριάς» και τερματίσαμε τις φυλετικές διακρίσεις στα μέσα συγκοινωνίας. Αν φταρνιζόμουν, δεν θα ήμουν εδώ το 1962 όταν οι νέγροι στο Όλμπανι της Τζόρζια σήκωσαν το ανάστημά τους. Κι όταν οι άνθρωποι σηκώνουν ανάστημα, πάντα κάτι καταφέρνουν διότι, όταν είσαι όρθιος, ο άλλος δεν μπορεί να σε καβαλήσει! Αν φταρνιζόμουν δεν θα ήμουν εδώ το 1963 όταν οι μαύροι στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα αφύπνισαν το έθνος και πέτυχαν ψήφιση νόμου κατά των φυλετικών διακρίσεων. Αν φταρνιζόμουν, δεν θα μπορούσα τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς να διηγηθώ στην Αμερική τι ονειρεύομαι. Αν φταρνιζόμουν… δεν θα ήξερα το υπέροχο κίνημα στη Σέλμα της Αλαμπάμα. Δεν θα βρισκόμουν στο Μέμφις, για να δω μια ολόκληρη κοινότητα να συμπαραστέκεται στα αδέρφια μας που υποφέρουν. Πόσο χαίρομαι που δεν φταρνίστηκα!
Και μου έλεγαν ότι… Δεν έχει σημασία τώρα, δεν έχει καμία σημασία. Το πρωί, μπήκαμε στο αεροπλάνο έξι, για να έρθουμε από την Ατλάντα. Ο πιλότος είπε από το μεγάφωνο: «Συγγνώμη για την καθυστέρηση. Μαζί μας ταξιδεύει ο Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Για να εξασφαλίσουμε τον έλεγχο όλων των αποσκευών και την ομαλή διεξαγωγή της πτήσης, έπρεπε να εξετάσουμε τα πάντα και το αεροπλάνο μας φρουρούνταν όλη τη νύχτα». Έπειτα έφτασα στο Μέμφις. Κάποιοι ανέφεραν ότι έγιναν απειλές κατά της ζωής μου δηλαδή τι θα μου έκαναν κάποιοι άρρωστοι λευκοί αδερφοί μας. Δεν ξέρω τι θα συμβεί τώρα. Έχουμε δύσκολο δρόμο μπροστά μας.
Όμως δεν έχει καμία σημασία διότι έφτασα στην κορυφή του όρους. Και δεν με νοιάζει! Όπως όλοι μας, θα ήθελα να ζήσω πολύ. Καλή η μακροβιότητα, μα δεν με απασχολεί τώρα. Θέλω να κάνω το θέλημά Του. Με άφησε να ανεβώ στο όρος. Κοίταξα πέρα και είδα τη Γη της Επαγγελίας. Ίσως να μη φτάσω εκεί μαζί σας, μα απόψε θέλω να σας πω ότι όλοι εμείς, ως λαός, θα φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας! Γι’ αυτό, απόψε είμαι χαρούμενος. Δεν ανησυχώ και δεν φοβάμαι τίποτα! Τα μάτια μου έχουν δει τη δοξασμένη έλευση του Κυρίου!
Μετάφραση από τη Ζωή Σιάπαντα