Σε έναν ”άκαρδο κόσμο” οι άνθρωποι συχνά αναζητούν παρηγοριά στον επέκεινα κόσμο.
Επιμέλεια: Θωμάς Γιούργας
Στο κείμενο που δημοσίευσε στα Γερμανογαλλικά Χρονικά του 1844 ο Μαρξ διατυπώνει την περίφημη φράση ότι ”..η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”.
Τι εννοεί ακριβώς με αυτή την φράση;
Σύμφωνα με τον Μαρξ:
”Ο άνθρωπος κάνει την θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου που δεν έχει βρει ακόμα τον εαυτό του ή τον έχει ξαναχάσει. Η θρησκεία είναι η φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, αφού η ανθρώπινη ουσία δεν έχει αληθινή πραγμάτωση.”
Ο αγώνας ενάντια στη θρησκεία, για τον Μαρξ, είναι αγώνας ενάντια στις αυταπάτες. Είναι η προσπάθεια αποδόμησης ενός κόσμου με κυρίαρχο πνευματικό άρωμα την θρησκεία ως πίστη λύτρωσης από τα πάνω.
”Η θρησκευτική οδύνη είναι έκφραση της πραγματικής οδύνης και συνάμα διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική οδύνη. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή άψυχων συνθηκών. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει αξίωση της πραγματικής του ευτυχίας. Η αξίωση να εγκαταλειφθούν οι αυταπάτες γα την υπάρχουσα κατάστασή του σημαίνει αξίωση να εγκαταλειφθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη τις αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εμβρυωδώς η κριτική της κοιλάδας των δακρύων που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία” [1].
Ο Μαρξ βλέπει την θρησκεία ως κάτι το οποίο γεννιέται από τον ίδιο τον άνθρωπο και άρα συνιστά φυσικό φαινόμενο που εκδηλώνεται στις ανθρώπινες κοινωνίες και δεν συνιστά, όπως πιθανόν πιστεύουν οι ίδιοι οι θρησκευόμενοι, άνοιγμα σε έναν κόσμο πέραν και υπεράνω της φύσης. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο της θρησκευτικής πίστης δεν είναι οντολογικά ανεξάρτητο από το μυαλό και τα συναισθήματα του θρησκευόμενου.
Σε μία πιο δομική προσέγγιση, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η ανθρώπινη κοινωνία συγκροτείται με τέτοιο τρόπο ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι να ζουν στην ανέχεια. Έτσι, πολύ συχνά η ανθρώπινη φύση διακατέχεται από απελπισία δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση να επιτύχει ότι θα μπορούσε να πετύχει. Κι έτσι νιώθει αδύναμη μπροστά σε ένα κοινωνικό status quo όπου δεν μπορεί να πραγματώσει την φύση ή ουσία της.
Εφόσον οι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους ή να ξεπεράσουν τις απογοητεύσεις τους από την υπάρχουσα κοινωνία, την ”κοιλάδα των δακρύων”, όπως την χαρακτηρίζει ο Μαρξ, φαντάζονται έναν άλλο κόσμο, πέραν του κόσμου τούτου, όπου όλες τους οι επιθυμίες ικανοποιούνται.
Έναν κόσμο που κυβερνάται από ένα Ον στο πρόσωπο του οποίου πραγματώνονται οι μέγιστες δυνατότητες του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο βρίσκουν παρηγοριά για την παρούσα δυστυχία τους και μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαιώνισή της.
Το ψυχολογικό πόρισμα του Μαρξ είναι ότι σε έναν ”άκαρδο κόσμο” οι άνθρωποι δεν μπορούν παρά να αναζητήσουν παρηγοριά στον επέκεινα κόσμο. Κάτω από τον ζυγό της καταπίεσης και δίχως να βλέπουν τρόπο να τον αποτινάξουν, οι άνθρωποι στενάζουν εκφράζοντας τη λαχτάρα τους να απελευθερωθούν, και ο στεναγμός τους αυτός είναι η θρησκεία.
Η θρησκεία, όμως, προσφέρει προσωρινή ανακούφιση, όπως και το όπιο…
Επομένως, όπως είναι καλύτερο και πιο ωφέλιμο να αντιμετωπίζει κανείς τον κόσμο και την πραγματικότητα αντί να δραπετεύει στον ονειρώδη κόσμο του οπίου, έτσι είναι καλύτερο να προσπαθεί να αλλάξει την κοινωνία από το να αναζητά καταφύγιο σε ένα φανταστικό υπερφυσικό βασίλειο.
Όπως θα έλεγε και ο Φόιερμπαχ: Ας κάνουμε την πολιτική θρησκεία μας…
Βιβλιογραφία:
- Χάρι Μπάροουζ Άκτον, Τι είπε στ’αλήθεια ο Μαρξ, Μεταίχμιο, 2011