Από τον Διογένη τον Σκύλο.
Σήμερα σκοτώθηκε ο πατέρας του μαθητή μου Kevin.
Είχα προετοιμάσει διαγώνισμα με θέμα τον νόμο των ημίτονων και τον νόμο των συνημίτονων.
Μετά το lunch break, πηγαίνοντας προς την αίθουσα, βρήκα έναν συμμαθητή και την κοπέλα του Kevin, να κλαίνε μιλώντας στο κινητό. Παρά το ψιλόβροχο, γύρω τους, βουρκωμένοι συμμαθητές κάνανε άσκοπες διαδρομές.
Συναντούσαν άλλους μαθητές που πλησίαζαν με απορία και τους μίλαγαν στο αυτί. Έπειτα, έφευγαν κι αυτοί σιωπηλοί και βιαστικοί, μάλλον για να διαδώσουν τα τραγικά νέα στην κοινότητα των μαθητών του σχολείου. Από την άλλη, ίσως έτρεχαν απλώς επειδή έβρεχε.
Ένιωσα παρείσακτος. Έμεινα πέντε-έξι λεπτά αμήχανος μέχρι να ρωτήσω τί συνέβη. Η μαθήτρια που ρώτησα, έκανε νόημα στην κοπέλα του Kevin, αν μπορεί να μου πει. Η κοπέλα του αποφάσισε να μου πει η ίδια. Κλαίγοντας μου είπε πως θα περάσει η μητέρα του Kevin να την πάρει από το σχολείο για να πάνε στο νοσοκομείο. Θα πάει να αποχαιρετήσει τον πατέρα του αγοριού της. Τον έβαλαν στο χειρουργείο μετά από αυτοκινητιστικό, αλλά θα τον αποσυνδέσουν από τη μηχανική υποστήριξη. Είναι κλινικά νεκρός.
Πάω αμέσως και βρίσκω τον διευθυντή και την υποδιευθύντρια και τους ανακοινώνω πως δεν μπορώ να τους βάλω διαγώνισμα, ούτε και να κάνω μάθημα, φυσικά. Δεν γνώριζαν τίποτα. Μου λένε να κάτσω με τους μαθητές στην τάξη μέχρι να μάθουν τί ακριβώς έχει συμβεί.
Γυρίζω με γρήγορο βήμα, λόγω της βροχής, και μόλις με βλέπουν να επιστρέφω, οι μαθητές με αργά βήματα και το βλέμμα στο έδαφος μπαίνουν ένας-ένας στην αίθουσα. Αυτό με κάνει κι εμένα να περπατήσω πιο αργά. Μπαίνω μέσα. Όλοι κάθονται στις θέσεις τους αμίλητοι.
Τι πρέπει να κάνω; Ποιό είναι το procedure; Σε μια αμερικάνικη ταινία, αυτή είναι η στιγμή της δραματικής κορύφωσης, όπου ο καθηγητής πρότυπο κάνει μια αυθόρμητη, καλοδουλεμένη και motivational ομιλία, τα παιδιά με δάκρυα χαράς αυτή τη φορά, όρθια, καταχειροκροτούν, η δραματική μουσική φτάνει σε κρεσέντο, ενώ αργότερα ο Kevin, καθώς και όλοι αυτοί οι μαθητές θα περάσουν στο Harvard και στο MIT.
Επιλέγω να μην πω τίποτα. Ή μήπως απλώς είμαι ανίκανος να πω κάτι; Ό,τι σκέφτομαι να πω, μου φαίνεται τρομερά γελοίο. Μπορώ να τους αποδείξω τον νόμο των συνημίτονων τριγωνομετρικά, αλλά και εναλλακτικά χρησιμοποιώντας τον τύπο της απόστασης σημείων στο επίπεδο, αλλά να μιλήσω για τον θάνατο;
Κάθομαι πάνω σε ένα θρανίο οκλαδόν και παίρνω το ρόλο του παρατηρητή της ανθρώπινης κατάστασης. Οι έφηβοι παραμένουν αμίλητοι. Φαντάζομαι πως η Jenny, που συνήθως πρέπει να της υπενθυμίσω αρκετές φορές ότι το να φωνάζει είναι ενοχλητικό για τους συμμαθητές της, είναι απλώς σοκαρισμένη, και γι αυτό κοιτάει το πάτωμα. Ο Amit κρατάει το κεφάλι του και δεν προσπαθεί σήμερα να πει αστεία να γελάσουμε. Ο Takumi είναι σιωπηλός όπως πάντα, αλλά τον φαντάζομαι, αυτή τη στιγμή, να σκέφτεται τον ενδεχόμενο θάνατο του πατέρα του ή της μητέρας του. Ο Hector και η Wang Fang ψιθυρίζουν τόσο σιγά που αναρωτιέμαι αν το φαντάζομαι ή αν όντως ψιθυρίζουν.
Μαθητές από όλα τα μέρη του κόσμου, Περού, Κούβα, Βενεζουέλα, Ηνωμένες Πολιτείες, Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, καθώς κι εγώ, ο Έλληνας καθηγητής μαθηματικών, καθόμαστε αμίλητοι. Ανεξαρτήτως φυλής, εθνικότητας, καταγωγής, φύλλου, οικογενειακής ή οικονομικής κατάστασης, ιδεολογίας ή πίστης, όλοι μοιραζόμαστε αυτή τη σιωπή απέναντι στο θάνατο. Αφουγκραζόμαστε την κοινή μας “μοίρα”.
Η Jenny σηκώνεται από τη θέση της, με πλησιάζει και μου ζητάει ψιθυριστά μαρκαδόρο. Της δίνω, νομίζοντας πως θα ζωγραφίσει στον πίνακα, ή θα γράψει κάτι σχετικό με τον θάνατο του πατέρα του Kevin. Η Jenny σχεδιάζει ένα τρίγωνο, φέρει δύο ύψη, και αρχίζει να αποδεικνύει τον νόμο των ημιτόνων για οξυγώνια τρίγωνα. Αμέσως, η Mia και ο Sebastian, έρχονται και μου ζητάνε και αυτοί μαρκαδόρο. Άλλα δύο παιδιά σηκώνονται στον πίνακα, ενώ δύο άλλοι έρχονται σε εμένα να τους βοηθήσω να λύσουν απορίες τους σχετικά με τον νόμο των ημίτονων και των συνημίτονων.
Τι συμβαίνει; Τι άλλαξε και τα παιδιά φαίνονται να βρίσκουν ανακούφιση στην τριγωνομετρία;
Ίσως επειδή τα ερωτήματα περί θνητότητας είναι αναπάντητα, οι μαθητές στράφηκαν στα μαθηματικά. Οι ορισμοί στα μαθηματικά είναι σαφείς. Οι μαθηματικές αποδείξεις είναι σίγουρες. Οι μαθηματικές απαντήσεις είναι δεδομένες, απαράλλακτες, άχρονες.
Σε παλαιότερες εποχές ίσως οι προλήψεις, οι μυθολογίες, οι θρησκείες να αποτελούσαν μια παρηγοριά. Αφηγήσεις για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα. Μια αφήγηση του κόσμου, όμως, για να έχει νόημα, πρέπει να έχει συνέπεια. Μετά τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ξεγυμνώθηκαν όλες οι μεγάλες αφηγήσεις ως ασυνεπείς και γελοίες. Ο φασισμός συμμάχησε με τον Θάνατο. Ο φασισμός δόξασε τον Θάνατο, και οι άνθρωποι έμειναν μετέωροι. Κι αφού όλες οι παλιές μεγάλες αφηγήσεις ναυάγησαν, ο σημερινός Δυτικός Πολιτισμός είδε την τεχνολογία και την επιστήμη, κατά συνέπεια τα μαθηματικά, ως το μόνο αποκούμπι.
Η Ανάλυση, η βασίλισσα των μαθηματικών, είναι η μαθηματική μελέτη της αλλαγής, της συνέχειας, και του απείρου. Calculus τη λένε διεθνώς, και στα Λατινικά “calculus” σημαίνει “χαλίκι”, προς ανάμνηση του Πυθαγόρα που χρησιμοποιούσε χαλίκια για να αναπαριστά τους αριθμούς. Η μαθηματική μελέτη της αλλαγής, της συνέχειας και του απείρου. Πόσο ωραίο ακούγεται να μπορεί ο άνθρωπος να κατανοεί το άπειρο. Πόσο ανακουφιστικό. Πόσο παρήγορο.
Οι μηχανικές ερμηνείες του κόσμου, ο εγκέφαλος ως ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο άνθρωπος ως ρομπότ, είναι οι σύγχρονες παρηγοριές. Ένας κόσμος με μαθηματική αρχιτεκτονική από πίσω του, ένα σύμπαν που υπακούει σε μαθηματικές αναγκαιότητες και νόμους, είναι ένας κόσμος κατανοητός. Μία αφήγηση με τρομακτική συνέπεια.
Η ιδέα του “αιώνιου” είναι στα χέρια της μαθηματικής κβαντομηχανικής, που προσπαθεί να ανακαλύψει μαύρες τρύπες και σκουληκότρυπες, κβαντισμένους χρόνους και παράλληλα σύμπαντα, ταξίδια στο χρόνο, και ταχύτητες που καταργούν τον χρόνο. Ακόμα και η αθανασία ως αίτημα, σήμερα είναι στα χέρια των προγραμματιστών και των μαθηματικών που οραματίζονται μια “αποκωδικοποίηση” του εγκεφάλου, ώστε να “ψηφιοποιηθεί” η συνείδηση και να ζήσει για πάντα.
Τα μαθηματικά ως η Φιλοσοφική Λίθος του Δυτικού Πολιτισμού.
Ίσως γι αυτό ο Samuel Beckett βάζει τον ήρωά του, στην τριλογία που κλείνει με τον “Ακατονόμαστο”, να μετράει χαλίκια, στην προσπάθειά του να υπερνικήσει το υπαρξιακό του άγχος.
Ίσως γι αυτό και ο Jorge Luis Borges, βρίσκει παρηγοριά στα μαθηματικά παράδοξα και τα μετατρέπει σε παράδοξα διηγήματα. Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος στο κείμενό του “Μια νέα διάψευση του χρόνου” (1946):
“[…] Κι όμως, κι όμως… Το να αρνείσαι το πέρασμα του χρόνου, να αρνείσαι τον εαυτό, να αρνείσαι το σύμπαν, είναι προφανείς απελπισίες και μυστικές παρηγοριές. Το πεπρωμένο δεν είναι τρομερό επειδή είναι εξωπραγματικό, είναι τρομερό επειδή είναι αμετάκλητο και αμείλικτο. Ο χρόνος είναι η ουσία από την οποία είμαι φτιαγμένος. Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με παρασύρει, αλλά το ποτάμι είμαι εγώ, είναι μια τίγρη που με κατασπαράζει, αλλά είμαι η τίγρη, είναι μια φωτιά που με καίει, αλλά είμαι η φωτιά. Ο κόσμος, δυστυχώς, είναι πραγματικός κι εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Borges”.