Συνέντευξη στους Χάρις Γεωργίου και Χρήστο Διαμάντη
Επιμέλεια κειμένου: Χάρις Γεωργίου | Φωτογραφίες: Χρήστος Διαμάντης
Η Ματούλα Ζαμάνη είναι από τους καλλιτέχνες εκείνους που σε κερδίζει αμέσως με την ενέργεια και την αυθεντικότητά της. Αντισυμβατικό παιδί, ονειροπόλο, ερμηνεύτρια με πάθος και ψυχή. Από το Μέτσοβο στην Αθήνα, από το Μουσικό Λύκειο στη Φιλοσοφική και έπειτα μια γεμάτη μουσική πορεία, στην οποία την έχουμε αγαπήσει μέσα από τις ζωντανές της εμφανίσεις, τα τραγούδια της και όλες τις στιγμές που έχουμε ζήσει ακούγοντάς τα.
Τετάρτη βράδυ, για ακόμα μία φορά στης Γωγώς, το αγαπημένο μας στέκι δίπλα στο Σταυρό του Νότου, κι εμείς έχουμε καταφθάσει και περιμένουμε τη Ματούλα Ζαμάνη, λίγο πριν τις πρόβες της, για τη μεγάλη πρεμιέρα της Παρασκευής.
Τι θα δούμε εδώ; Τι θα ακούσουμε;
Τραγούδια δικά μου από την απέραντη δισκογραφία που έχω, την πριχού, τραγούδια από τον δίσκο που ετοιμάζω, τραγούδια από το δίσκο που βγήκε με το Θανάση «πέντε χειμώνες, έξι καλοκαίρια» και τραγούδια που μου αρέσουν – και ίσως χορό.
Γενικά, κάτι έχει γίνει φέτος και νιώθω πολύ ωραία. Πολλή δουλειά, αλλά πολύ ωραία!
Πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Δεν είσαι από Αθήνα…
Είμαι από Παναγία Τρικάλων και λίγο Μέτσοβο. Χωριό μέχρι εννιά χρονών. Αθήνα, μετά. Μουσικό Γυμνάσιο, μουσικό Λύκειο. Καλοκαίρια άπειρα, χωριό πάλι, μουσικές και τέτοια, αλλά το σχολείο έπαιξε σημαντικό ρόλο, γιατί είχαμε ποικίλες προσλαμβάνουσες. Ας πούμε, στο σχολείο βλέπαμε όργανα που δεν είχαμε ξαναδει, όπως το ούτι, ψάχναμε μετά να δούμε τι είναι αυτό. Οπότε, ήταν μία σημαντική επιρροή για μένα. Έπειτα, εξίσου σημαντική εμπειρία ήταν και τα νησιά που ξεκίνησα να παίζω σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, η Φολέγανδρος και η Αμοργός.
Υπάρχουν αρκετοί που με ρωτάνε πως αισθάνομαι, που έκανα το «μπάμ» μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, θεωρώντας ότι η μουσική πορεία κάποιου ξεκινάει, όταν βγει στη σκηνή. Εγώ θεωρώ ότι όλο αυτό ξεκινάει από τους ανθρώπους, με τους οποίους ξεκινάς να παίζεις. Για μένα σημαντικό είναι να γουστάρουμε. Οπότε δε κατάλαβα κάποια μετάβαση. Αλλάζει ο κόσμος και οι χώροι, αλλά το γιατί παραμένει το ίδιο.
Έπαιζες σε μαγαζιά τότε;
Και στο δρόμο. Έχω και δυνατή φωνή, οπότε ο δρόμος για μας ήταν το ιδανικό! Ήταν ωραία, γιατί ήμασταν τρία άτομα, παίζαμε για τέσσερις ώρες και ερχόντουσαν και άλλοι μουσικοί. Έχω καιρό, όμως, να παίξω έτσι χαλαρά μουσική στο δρόμο.
Στα νησιά;
Στα νησιά παίζω φουλ, αλλά σε συναυλίες. Δεν έχω την ίδια πολυτέλεια. Ήταν άλλη φάση. Όταν έπαιζα με το Θανάση, ήθελα να παίζω και με τα παιδιά, οπότε έπαιζα Αμοργό, έφευγα από εκεί στις 6 το πρωί, έφτανα στις 3 Αθήνα, έπαιζα με το Θανάση, έφευγα μετά το live και ξαναέπαιρνα το απογευματινό πλοίο για Αμοργό. Με είχαν μάθει όλοι στο πλοίο!
Παιδικές αναμνήσεις; Άκουγες μουσική;
Πολύ. Άκουγα πολλά κλαρίνα, πωγωνίσια, βαριά, όπως Πετρολούκα Χαλκιά, Καψάλη και μετσοβίτικα, τον Μπάο, μετά ο μπαμπάς είχε πολλά δισκάκια των Beatles, η αδερφή της μάνας μου τρελαμένη με Μοσχολιού, Θεωδωράκη, δακρυσμένα μάτια. Έπαιζαν όλα στο σπίτι. Εγώ είχα μια απίστευτη λατρεία στο Michael Jackson.
Μεγαλώνοντας;
Άρχισα να ακούω και κλασική μουσική, που δε την είχα στο ρεπερτόριο, λόγω ενός φίλου μου. Καθόμασταν μία μέρα σε μία ταράστα στη Φολέγανδρο, αράζαμε και βλέπαμε τους κεραυνούς – αυτός ήταν 80 χρονών, τώρα έχει συγχωρεθεί – και μου έλεγε, ας πούμε, τώρα βρέχει στο Βόλο, ενώ ακούγαμε Shostakovich και κάπως έτσι, ξεκίνησα να ψάχνω και αυτά. Ρεμπέτικα και παραδοσιακά παλιά πολλά. Το κόλλημα μου είναι Florence and the Machine, o Bonnie Vere, The XX, γι’ αυτό και θα πάω και Primavera να τους δω που παίζουνε φέτος, έπειτα από τρία χρόνια.
Η εφηβεία πως ήταν;
Τέλεια! Φυτό ήμουν. Διάβαζα, πολύ. Και φιλοσοφική διάβαζα. Με σχεδόν άριστα το πήρα το πτυχίο.
Έχεις τελειώσει φιλοσοφική;
Το πρόγραμμα ψυχολογίας. Ασχολήθηκα, έκανα μεταπτυχιακό στην ειδική αγωγή, αλλά εδώ ήταν η φάση μου. Οι γονείς μου φρίκαραν λίγο, αλλά μετά το συνήθισαν.
Πότε κατάλαβες ότι δε σου κάνει αυτό;
Κοίτα, εγώ το ήθελα που σπούδασα. Συνειδητά πέρασα εκεί. Απλά το έκανα για επιπλέον δική μου μόρφωση. Ήξερα ότι θα παίζω μουσική. Ήθελα να παίζω μουσική, αλλά αυστηρά με ανθρώπους που νιώθω όμορφα.
Πώς έγινε η μετάβαση στη σκηνή;
Έπαιζα κάπου, ερχόταν κάποιος και με άκουγε, μου έλεγε ότι θέλει να συνεργαστούμε, αν μου άρεσε πήγαινα, αν δε μου άρεσε δε πήγαινα. Ήθελα να γουστάρω πολύ, να είναι καθαρό το πράγμα και να μπορώ να δώσω αυτό που πραγματικά είμαι. Δεν ήθελα ποτέ να πάω για τα φράγκα ή επειδή θα γίνει μια τυπικά καλή συνεργασία. Ήθελα να υπάρχει πάντα ένα πιο ουσιαστικό δέσιμο. Πάνω από όλα το να νιώθεις ωραία με τον άλλο, να ξέρεις ότι επικοινωνείς, ότι ξεκινάς ένα πράγμα που δε ξέρεις που θα σε βγάλει. Έχει διαφορά μία τυπική συνεργασία από μία ουσιαστική σχέση. Προτιμώ κάποιον που θα έρθει να μου πει έχω κάποια κομμάτια, σ’ αρέσουν; Επίσης, εκτιμώ πολύ την ευγένεια σε έναν άνθρωπο. Τα αστέρια, η συνθήκη που συναντάς, τα μάτια του άλλου, εκεί παίζεται το παιχνίδι. Δε μου αρέσει ας πούμε να ακούω παπάτζες, ούτε να γίνουμε φίλοι. Μου αρέσει οι άνθρωποι να έχουν ωραία πρόθεση και ανοιχτωσιά στο να δημιουργήσουν κάτι.
Κάποιοι από τους πρώτους συνεργάτες που ξεχωρίζεις;
Γούσταρα πολύ το Βαγγέλη το Μουτσάτσο˙ ένας μπουζουξής, ο οποίος μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα – παίζαμε στην Αμοργό μαζί. Ας πούμε, την «τσιγγάνα» την έμαθα από αυτόν˙ μου έμαθε φοβερά τραγούδια. Επίσης, παίζαμε μαζί στην Αίγινα, μου έβαζε βινύλια. Ο Βαγγέλης είναι τρομερός, παίζει στην Καπνικαρέα. Γενικά, είναι πολύ beside φάση. Απίστευτος μουσικός. Με επηρέασε πάρα πολύ. Πολύ σπουδαίο άτομο, πολύ σπουδαία ψυχή, πολύ φευγάτο άτομο. Εννοείται πως υπήρξαν αλληλοεπηρεασμοί με φίλους, επίσης, πολύ σπουδαίο κομμάτι ήταν οι Burger Project που παίζαμε μαζί, που είδα και πολλά πράγματα, γιατί δοκιμάζαμε συνεχώς καινούριες ιδέες. Με τους Burger, δε κάναμε πρόβα για να βγει ένα κομμάτι, ούτε παίζαμε συμβατικά. Παίζαμε και δημιουργούσαμε μουσική από το τίποτα, όπως το πρώτο κομμάτι του δίσκου, πέρα από «το τι και το ε», το ΠΚΕ.
Διαβάζεις ποίηση γενικά;
Ναι, φουλ. Τώρα διαβάζω Cummings.
Διαβάζεις, παίζεις μπάσκετ…
Πίνγκ πόνγκ πιο πολύ. Πίνγκ πόνγκ όπως και μπάσκετ έπαιζα χρόνια. Μετά ζορίστηκα πάρα πολύ με τους αγώνες και με όλα αυτά, γιατί τραγουδούσα τα βράδια και μετά στους αγώνες και σερνόμουνα.
Μπάσκετ έπαιζα για δέκα χρόνια. Ξεκίνησα από τον Αστέρα Εξαρχείων, μετά με πήραν μεταγραφή Ταύρο και μετά στον Παναθηναϊκό, αλλά συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν για το αγωνιστικό κομμάτι, γιατί έπαιζαν τρέλες.
Μετά ασχολήθηκα με το πίνγκ πόνγκ. Ήμουν στον Πανελλήνιο, όπου πάλι κι εκεί αναγκάστηκα να σταματήσω, γιατί έχανα τους πρωινούς αγώνες.
Γενικά, παίζω ακόμα και μπάσκετ και πίνγκ πόνγκ. Πίνγκ πόνγκ περισσότερο, βέβαια.
Κυκλοφορείς, ταξιδεύεις… τι βλέπεις;
Φέυγει το μυαλό μου. Πιο πολύ κυκλάδες πάω και πάνω στο χωριό. Μπορεί να βλέπω ένα σύννεφο να περνάει απέναντι και τη θάλασσα. Είμαι με τα σκυλιά μου, τη Χάιδω και το Χιόνη, περπατάω, κολυμπάω αρκετά, ή χαζεύω αρκετά. Ή κάνω άλλη ζωή. Ας πούμε στη Φολέγανδρο πάω και βάφω ντάμες, τώρα που θα πάω αυτά κάνουμε. Άλλη κατάσταση γενικά. Δε παίζω μουσική, δεν ακούω μουσική. Πηγαίνω στην απάνω μεριά που έχει μία φίλη μου την Μπούκλα ένα καφενείο, κάθομαι και ακούω ιστορίες από τους παππούδες, ακούω που παίζουν παλιά Φολεγανδρίτικα, παλιά Αμοργιανά.
Πώς προέκυψε αυτό το δέσιμο με το νησί;
Η αλήθεια είναι πως προέκυψε μέσα από μία σχέση που είχα. Και είχα μείνει και δύο χρόνια εκεί. Αλλά έμεινα και στη συνέχεια, γιατί πλέον εκεί ήταν η ψυχή μου. Η Αμοργός προέυψε για live και παρότι περάσαμε δύσκολα, το φέραμε. Νοίκιαζα σπίτι Θωλάρια, Λαγκάδα και έμενα στο χωριό πάνω. Αυτό το ότι βλέπεις αυτή την αγριάδα, το βράχο που σκίζει τη θάλασσα, είναι τα πάντα. Ισορροπεί το μυαλό και η ψυχή σου, χωρίς να το θέλεις και χωρίς να το περιμένεις. Ήμουν τώρα το Δεκέμβρη εκεί.
Εμένα μου είχε κάνει εντύπωση, ότι όταν είχα πάει – Πάσχα ήταν – δεν είχε πολλούς κατοίκους…
Δεν εμφανίζονται οι κάτοικοι. Έχει κόσμο, αλλά δεν βγαίνουν. Εμφανίζονται το καλοκαίρι για δουλειά. Τον Οκτώβρη που ήμουν εκεί, ήταν λες και ήμουν στο Κουφονήσι. Μετά τις πέντε το απόγευμα, δε κυκλοφορεί τίποτα. Τέσσερις, πέντε άνθρωποι.
Χειμώνας πώς είναι εκεί;
Μαγικά, τέλεια. Περιπάτους, μονοπάτια, διάβασμα, ηρεμία. Απόλυτη ηρεμία. Γενικά, γεμίζω μπαταρίες. Έχω πολλούς φίλους εκεί και όποτε έχω χρόνο φεύγω. Εμένα μου αρέσουν γενικά τα άκρα. Η πολλή ένταση και η πολλή ηρεμία. Αλλά επειδή όταν είσαι εκεί είναι σαν να σταματάει ο χρόνος, θεωρώ πως είναι δύσκολο για να μείνεις μόνιμα, γιατί δεν υπάρχει αυτή η εναλλαγή παραστάσεων που έχεις στην πόλη. Εκτός αν βρεις κάτι δημιουργικό να ασχοληθείς, να ψαρέψεις, να ζωγραφίσεις, να διαβάσεις, εκεί κυλλάει αλλιώς ο χρόνος.
Αθήνα κυκλοφορείς;
Σχεδόν καθόλου. Καλλιδρομίου λίγο και Εμμανουήλ Μπενάκη για κάποιο καφέ, θέατρο και σινεμά. Κάνα βράδυ σε κάνα καμμένο μαγαζί με φίλους, αράζουμε χαλαρά, για κουβέντα, αυτό.
Σε έχει απογοητεύσει η πόλη;
Κοίταξε, η πόλη δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου χαρτί, γιατί είμαι από χωριό. Θεωρώ ότι η Αθήνα είναι από τις πιο όμορφες πόλεις που υπάρχουν, ειδικά μετά τις τέσσερις – πέντε. Τώρα που είναι όλα πιεσμένα, ο καθένας είναι στην τσίτα, φουλ βρίσιμο, φουλ ασχήμια και με επηρεάζει. Και τέλεια να είμαι, αν βγω και δω κάποιον να ψάχνει στα σκουπίδια, και φαγητό να δώσω, δε θα νιώσω καλύτερα. Αναρωτιέσαι «γιατί»; Και πας Νορβηγία και γυρίζεις εδώ και τρέχει το δάκρυ. Μόνο καταφέρνουμε να κάνουμε πράγματα, επειδή γουστάρουμε, ονειρευόμαστε και είμαστε αλληλέγγυοι με κάποιους.
Η πολιτική σε επηρεάζει;
Καθόλου. Σκέφτομαι. Υπάρχει πολιτική σκέψη, αλλά είναι πολύ μακριά από αυτό που συμβαίνει. Δεν ασχολούμαι με την πολιτική, γιατί δεν πιστεύω τίποτα, γιατί δεν πίστευα ποτέ τίποτα. Πιστεύω σε μία ισότητα που δεν έχει υπάρξει και δε θα υπάρξει ποτέ. Ίσως θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή. Τώρα δεν υπάρχει.
Διεθνή παρακολουθείς;
Ναι. Και διεθνώς δε πετάμε. Και φέτος έκανα ταξίδι στο Ντουμπάι και φρίκαρα κι άλλο. Λεφτά, πλούτη και παλάτια και φτώχεια επίσης. Η φάση είναι εννιά λεπτά Ντουμπάι – Άμπου Ντάμπι με μία κάψουλα. Οι γυναίκες τρώνε με τη Μπούργκα, κι ας φοράνε από κάτω Μανόλο Μπλάνικ. Φρίκη.
Παρόλα αυτά και στον υπόλοιπο κόσμο, τώρα με τον Τραμπ η θέση της γυναίκας δέχεται πλήγματα…
Έχει γίνει τόσο έντονη η καφρίλα, που τώρα πια και να κάτσεις να απαντήσεις, θα απαντήσεις και δε θα πράξεις. Δεν υπάρχει μια ισχυρή απάντηση, μαζική. Μας έχουν απενεργοποιήσει όλες τις αισθητήριες δικλείδες που θα μπορούσαν να αντιδράσουν με κάποιο τρόπο. Αν λόγου χάριν εμείς δεν έχουμε λεφτά να πιούμε καφέ, δε θα ασχοληθούμε με τον Τραμπ. Η εξαθλίωση και η φτώχεια είναι βία. Και εμείς πια δε μπορούμε να αντιδράσουμε. Επικρατεί το «διαίρει και βασίλευε», ενώ όλοι αυτοί μέσα σε αυτή την αθλιότητα είναι ενωμένοι. Οπότε αυτό δε μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Θα ήθελα απλά κάποια στιγμή οι άνθρωποι να βγούμε στο δρόμο. Όλοι. Ανεξάρτητα από ταμπέλες, θρησκείες, φύλα, πεποιθήσεις. Όλοι. Να γίνει κάτι και να βγει ο καθένας μέσα από το δικό του μικρόκοσμο και να πει όχι, θα γίνει κάτι.
Αυτό που λες με παραπέμπει στους αγανακτισμένους, που η αλήθεια είναι μου είχαν προκαλέσει κατά κάποιο τρόπο μία συμπάθεια…
Ναι κι εμένα, αλλά το δηλητηρίασαν και αυτό. Και έτσι ξεφούσκωσαν. Ας πούμε, όταν γίνονταν λαϊκές συνελεύσεις, ο ένας προσπαθούσε να επιβληθεί στους άλλους. Ήταν ωραία φάση, αλλά πέταξαν πέντε άτομα μέσα και τα διαλύσαν όλα.
Εγώ πιστεύω ότι μπορεί τελικά και να διαλύθηκαν επειδή δεν είχαν κοινή βάση…
Εγώ θα σου πω το άλλο, που είναι κάτι, το οποίο με προβληματίζει αυτές τις μέρες. Αντέχει κάποιος να είναι ευτυχισμένος, να δημιουργείς αυτές τις προϋποθέσεις; Αυτό αναρωτιέμαι. Είναι πιο βολικό, να σου πω πως έχω κατάθλιψη. Θα με λυπηθείς, θα λυτρωθώ μέσα από τη λύπησή σου, αλλά αντέχουμε να είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι; Η μόνη αντίσταση σε αυτό που συμβαίνει είναι η δημιουργία και το όνειρο, οι φίλοι μας, οι άνθρωποι που αγαπάμε, οι άνθρωποι που κάνουμε έρωτα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Ωστόσο, έχει νομιμοποιηθεί η αγένεια με όλο αυτό που συμβαίνει. Και δε λέω να έχουμε το Σουηδικό μοντέλο του να ρωτάμε «τι κάνεις;» ανέκφραστα. Όμως, ας πούμε, θα μπορούσαμε να έχουμε υιοθετήσει το Σουηδικό μοντέλο στο να καίμε τα σκουπίδια και να παράγουμε ενέργεια, ας πούμε. Κι εμείς έχουμε ενέργεια εδώ, κι αντί να τη χρησιμοποιήσουμε θέλουμε αυτούς τους μύλους που σκοτώνουν πουλιά και ρουφάνε θάλασσες, για να στέλνουμε ενέργεια στη Μοζαμβίκη.
Εδώ έχουμε ακόμα το εργοστάσιο του λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα…
Έχω φίλους που παίρνουν καλά λεφτά εκεί, όμως η αλήθεια είναι πως το προσδόκιμο ζωής είναι περίπου στα 49 χρόνια.
Ακριβό το τίμημα. Εν τέλει, ως φαίνεται έχουμε πάρει τα αρνητικά και των ανατολικών και των δυτικών;
Ξέρεις τι; Δε μπορώ να κατηγορήσω ένα παιδάκι που μένει, ας πούμε, σε κάποιο απομονωμένο νησί και δεν έχει δει τίποτα. Ότι βλέπει το παιδί, αυτό αναπαράγει. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με την άκρατη μόρφωση, την παράνοια και τον πολύ Ταρκόφσκι, όπου φτάνουμε σε άλλα επίπεδα ανωμαλίας. Η αγένεια και από τις δύο πλευρές είναι η ίδια. Έχει τον ίδιο παρονομαστή, την έλλειψη παιδείας.
Θα ήθελες να μας πεις κάτι για το νέο δίσκο που μας ανέφερες στην αρχή;
Ετοιμάζεται με πολύ αργούς ρυθμούς και ελπίζω να γραφτεί στο καινούριο στούντιο του Θανάση, στο Μεγαλόβρυσο. Τώρα εγώ έχω φάει σκάλωμα με την Βάλια Κάλντα, που μου έχει τρυπήσει τον εγκέφαλο φέτος.
Και κάτι για το τι θα δούμε την Παρασκευή;
Κωδικός Φλαμίνγκο!
Info: Την Ματούλα Ζαμάνη με την μπάντα της, θα έχουμε την ευκαιρία να τη δούμε στο Σταυρό του Νότου, τις Παρασκευές 24 και 31 Μαρτίου, καθώς και 7 Απριλίου.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 24.3.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.