Στο Μαουτχάουζεν βρήκαν φρικιαστικό θάνατο πάνω από 100.000 άτομα
Κώστας Κουσαρίδας
Στις 5 Μαΐου του 1945 ένα αμερικανικό άρμα της 11ης Θωρακισμένης Μεραρχίας (3η Στρατιά) όρμησε μέσα στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας, Μαουτχάουζεν – Γκούζεν, σπάζοντας την κεντρική πύλη.
66.124 κρατούμενοι και 15.000 εβραίοι από το παράρτημα Γκουνσκίρχεν βρισκόντουσαν ακόμα μέσα στο στρατόπεδο σε άθλια κατάσταση περιμένοντας την σωτηρία από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Από τον χειμώνα του 1944 που οι συμμαχικές δυνάμεις προέλαυναν, μέχρι και την απελευθέρωση, στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, εξοντώθηκαν 45.000 κρατούμενοι. Από την δημιουργία του στρατοπέδου το 1938, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ’ Ράιχ, μέχρι το 1945, βρήκαν φρικιαστικό θάνατο πάνω από 100.000 άτομα.
Το στρατόπεδο βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη κωμόπολη Μαουτχάουζενκαι Γκούζεν στην βορειανατολική Αυστρία. Εκεί κατά την διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου, “μη κοινωνικοποιημένα” άτομα γερμανικής και αυστριακής καταγωγής, Εβραίοι, Σοβιετικοί, Πολωνοί, Τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι και όποια άλλη κοινωνική ομάδα προσπάθησαν οι ναζιστές να εξολοθρεύσουν.
Το Μαουτχάουζεν ξεπέρασε, συγκριτικά, σε παραγωγή και τα πέντε άλλα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, αποφέροντας στην SS μεγάλα κέρδη (οι κρατούμενοι μισθώνονταν από την SS στις εταιρείες που τους χρησιμοποιούσαν και οι “μισθοί” δεν κατέληγαν, ασφαλώς, στους κρατούμενους αλλά στα ταμεία της SS). Χαρακτηριστικά αποτιμάται ότι, μόνο το 1944, η παραγωγή από το σύμπλεγμα του Μαουτχάουζεν ανήλθε στο ποσόν των 11 εκατομ. γερμανικών μάρκων. Κρατούμενοι χρησιμοποιήθηκαν τόσο από εθνικές και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες όσο και από μικρότερες και τοπικές.
Συνολικά 45 ιδιωτικές εταιρείες χρησιμοποίησαν κρατούμενους στις εργασίες τους. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται εταιρείες όπως η Accumulatoren-Fabrik AFA (ο βασικός προμηθευτής συσσωρευτών για τα υποβρύχια (U-Boote), Bayer (ο κύριος προμηθευτής φαρμακευτικού υλικού στην Γερμανία), Deutsche Bergwerks- und Hüttenbau, Eisenwerke Oberdonau (εταιρεία με έδρα το Λιντς, από τους μεγαλύτερους προμηθευτές χάλυβα για την κατασκευή θωρακισμένων), όπως επίσης και στην εξόρυξη λιγνίτη από τα ορυχεία που βρισκόντουσαν στην ευρύτερη περιοχή.
Περιοδικά, όλοι οι κρατούμενοι του συστήματος στρατοπέδων περνούσαν από “διαλογή” για να κριθεί η καταλληλότητά τους για εργασία. Όσοι κρίνονταν ακατάλληλοι θανατώνονταν είτε στις εγκαταστάσεις του Στρατοπέδου είτε μεταφέρονταν, για τον ίδιο λόγο, στο σχετικά παραπλήσιο Σλος Χάρτχαϊμ, το οποίο αποτελούσε κέντρο ευθανασίας. Στο ιατρείο του στρατοπέδου διεξάγονταν, επίσης, ψευδοϊατρικά πειράματα με χορήγηση τεστοστερόνης, επιμολύνσεις με βακίλους φυματίωσης, φθείρες και διάφορες χειρουργικές διαδικασίες.
Μετά τα μέσα του 1944 οι κρατούμενοι στο Μαουτχάουζεν άρχισαν να πληθαίνουν, καθώς μεταφέρονταν σε αυτό κρατούμενοι από άλλα στρατόπεδα.
Χιλιάδες κρατούμενοι, οι περισσότεροι ασθενείς ή τελείως εξαντλημένοι, έφθαναν στο στρατόπεδο, προκαλώντας κυριολεκτικά χάος, το οποίο κορυφώθηκε τον Απρίλιο του 1945 με το κλείσιμο των παραρτημάτων της Νότιας Αυστρίας και τις πορείες θανάτου προς το κεντρικό στρατόπεδο, το Γκούζεν και το παράρτημα Έμπενζεε.
Με διαταγή του τότε διοικητή του στρατοπέδου Φραντς Τσίραϊς όσοι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν εκτελέσθηκαν είτε με πυροβόλα όπλα είτε με δηλητηριώδεις ενέσεις “ώστε κανείς κρατούμενος να μη πέσει στα χέρια του εχθρού“. Αυτές οι πορείες από τα παραρτήματα προς το κεντρικό στρατόπεδο διαρκούσαν – ανάλογα με την απόσταση και τις συνθήκες – από 8 έως 12 ημέρες.
Στο τέλος της κάθε φάλαγγας βρισκόταν ένα απόσπασμα ανδρών της SS, οι οποίοι εκτελούσαν όποιους κρατουμένους δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Το χάος συνεχιζόταν και οι 15.000 κρατούμενοι του παραρτήματος Γκουνσκίρχεν πέθαιναν από την πείνα, καθώς τελείωσαν τα τρόφιμα εκεί και δεν απεστάλησαν άλλα.
Η θνησιμότητα των κρατουμένων έφθασε στο ζενίθ: Υπολογίζεται ότι κάθε ημέρα πέθαιναν από διάφορες αιτίες περίπου 200 άτομα.
Κατά τις τελευταίες εβδομάδες της λειτουργίας του στρατοπέδου οι άνδρες της SS έκαναν όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να καλύψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους. Την περίοδο αυτή χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ο θάλαμος αερίων (χωρητικότητας 120 ατόμων), στον οποίο θανατώθηκαν 650 άτομα στην προσπάθεια να “ελαφρώσει” το νοσοκομείο. Στις 2 Μαΐου θανατώθηκαν όσοι υπηρετούσαν στον θάλαμο αερίων και στο αποτεφρωτήριο. Οι SS μετά το τελευταίο προσκλητήριο στις 3 Μαΐου εγκατέλειψαν το στρατόπεδο.
Μερικές ημέρες ύστερα από την απελευθέρωσή του το Στρατόπεδο παραδόθηκε στις Σοβιετικές δυνάμεις. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας για τον Κόκκινο Στρατό. Οι υπόγειες εγκαταστάσεις αποσυναρμολογήθηκαν και στάλθηκαν στην ΕΣΣΔ ως λάφυρο πολέμου. Το 1947 οι Σοβιετικοί ανατίναξαν τις περισσότερες σήραγγες και αποσύρθηκαν από την περιοχή, παραδίδοντάς την στις Αυστριακές αρχές.
Το 1949 η περιοχή ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο και το 1970 ο Αυστριακός Καγκελάριος Μπρούνο Κράισκι εγκαινίασε επίσημα το Μουσείο του Μαουτχάουζεν στην περιοχή του κεντρικού στρατοπέδου. Οι περιοχές των Γκούζεν Ι, ΙΙ και ΙΙΙ σήμερα είναι κατοικημένες.
Σε αυτό το στρατόπεδο κρατήθηκε και ο Έλληνας θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο πολωνοεβραίος αρχιτέκτονας και διασημότερος διώκτης των ναζί μεταπολεμικά, Σιμόν Βιζενταλ.
Η πύλη του στρατόπεδου Μαουτχάουζεν
Επιζήσαντες από το Μάουτχάουζεν
Ο κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός, Ιάκωβος Καμπανέλλης, συνελήφθη το 1943 από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Μάουτχάουζεν μέχρι το 1945, όπου και απελευθερώθηκε σαν σήμερα το 1945