ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Γράφει για το Νόστιμον Ήμαρ, ο Νίκος Αραπάκης*
Όσο πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αυτός που θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση, τόσο και αυξάνονται οι συζητήσεις γύρω από το πώς θα πρέπει να κυβερνήσει, αν θα πρέπει να θέσει προτεραιότητες ή να προσπαθήσει να εφαρμόσει άμεσα και ατόφιο το πρόγραμμά του.
Καταρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ όλη αυτή τη διαδικασία γόνιμη και χρήσιμη. Είναι λογικό, όταν ένα κόμμα που μέχρι λίγα χρόνια πριν αγωνιούσε για το αν θα μπει ή όχι στη βουλή καλείται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, να υπάρχουν συζητήσεις, προβληματισμοί, ακόμη και εντάσεις. Και είναι λογικό διότι, για να καταφέρει να εκτοξεύσει το ποσοστό του, στις τάξεις του κόμματος θα ενσωματωθούν άνθρωποι οι οποίοι ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Μπορεί κάποιοι να θέλουν να πιστεύουν ότι όλοι όσοι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ είδαν το φως το αληθινό και έγιναν αριστεροί ή ριζοσπαστικοποιήθηκαν αλλά, δυστυχώς, και λέω δυστυχώς διότι θα ήταν ευχής έργο αυτό να συνέβαινε, δεν είναι έτσι. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Μεγάλο μέρος των ανθρώπων που έχουν αποφασίσει να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, θα το κάνουν διότι δεν βλέπουν άλλη λύση. Κοινώς, παρακάμπτουν τις όποιες διαφωνίες τους αναφορικά με το συνολικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τον στηρίζουν ως λύση ανάγκης. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Οι μεγάλες πλειοψηφίες, και ιδίως αυτές που χτίζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι πολύ δύσκολο να είναι απόλυτα ομοιογενείς. Αυτούς τους ανθρώπους ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να τους ενσωματώσει ήπια, να σεβαστεί τις ιδιαιτερότητές τους, όσο κι αν αυτές, στα μάτια ορισμένων μελών του, μοιάζουν αποκρουστικές, να ανοίξει μαζί τους διάλογο και να προσπαθήσει να τους πείσει για το δίκαιο των απόψεών του.
Το να απαξιώνεις όλους όσοι δεν ασπάζονται πλήρως τις θέσεις σου είναι εύκολο μεν, ατελέσφορο δε. Διότι κι αν ακόμη δεν τους αναγκάσεις να ψάξουν για άλλες λύσεις άμεσα, είναι απολύτως βέβαιο πως θα το κάνουν στο μέλλον. Κανείς, όσο απελπισμένος κι αν είναι, δεν θέλει να νιώθει παρείσακτος.
Το νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφυλόφιλων, και το αν θα πρέπει να ψηφιστεί άμεσα ή όχι από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ήταν κάτι που προκάλεσε πλήθος συζητήσεων. Κάποιοι επιμένουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει άμεσα και χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, όταν, και αν, βεβαίως κληθεί να κυβερνήσει, να φέρει προς ψήφιση το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Κι αυτό διότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να μπαίνουν στη «ζυγαριά» ούτε να αποτελούν μέρος μικροπολιτικών παιχνιδιών.
Εάν κάποιος είναι υπέρ της ψήφισης του νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης, δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει με αυτή τη θέση. Διότι, όντως, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να γίνονται μέρος συμβιβασμών ή μικροπολιτικών παιχνιδιών. Και εν πάση περιπτώσει, είναι άδικο κάτι που δικαιούνται όλοι οι ετεροφυλόφιλοι, να μην ισχύει για τους ομοφυλόφιλους.
Αλλά κάπου εδώ οφείλουμε να εξετάσουμε την πραγματικότητα. Και τι λέει αυτή η πραγματικότητα; Ότι η περίοδος που διανύουμε δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Δεν είναι μια νορμάλ περίοδος κατά την οποία ένα κόμμα παίρνει τη σκυτάλη από κάποιο άλλο και καλείται να εφαρμόσει απρόσκοπτα το πρόγραμμά του. Ζούμε σε μια εποχή που, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων, επικρατεί το χάος. Η καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2008, στις ΗΠΑ, ακόμη ταλανίζει ολόκληρο τον πλανήτη. Πόλεμοι, συγκρούσεις, εξαθλίωση, επανάκαμψη σκοταδιστικών απόψεων και ιδεολογιών που –υποτίθεται– είχαν εξαφανιστεί από το χάρτη βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Με λίγα λόγια, θέλω να πω ότι δεν μπορούμε σε μια περίοδο που η όποια κανονικότητα ζήσαμε στο παρελθόν δεν υφίσταται, να συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα. Οι ειδικές συνθήκες απαιτούν ειδική αντιμετώπιση.
Αυτό που ξεχνούν κάποιοι, είτε από αφέλεια είτε εκ του πονηρού, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να εφαρμόσει το οικονομικό του πρόγραμμα, θα αντιμετωπίσει θεούς και δαίμονες. Οι οποίοι θεοί και δαίμονες δεν θα είναι μόνο εγχώριας εσοδείας. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, απέναντί του δεν θα βρει μόνο τους κλασικούς πολιτικούς του αντιπάλους, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα, αλλά και τους διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, οι οποίοι ελέγχουν σχεδόν απόλυτα τα μεγάλα ΜΜΕ, την πανίσχυρη Γερμανία, κατ’ επέκταση και την Ε.Ε., το ΔΝΤ και αρκετούς ακόμη. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, εάν βεβαίως ενδιαφέρεται για να κερδίσει τη μάχη και όχι για να εισπράξει ένα βαρύγδουπο αλλά παντελώς άχρηστο «ηρωικώς πεσών», να επικεντρωθεί στη «μεγάλη μάχη». Κι αυτή θα δοθεί στο οικονομικό πεδίο. Εάν τα καταφέρει εκεί, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν πολύ πιο εύκολα.
Όπερ σημαίνει, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θέσει προτεραιότητες. Και η πρώτη προτεραιότητα δεν μπορεί να είναι άλλη από την οικονομία. Δεν έχει λόγο, την ώρα που θα διαπραγματεύεται και θα κρίνεται η τύχη της χώρας (ίσως και ολόκληρης της Ευρώπης), να ανοίξει και άλλα μέτωπα. Διότι είναι απολύτως βέβαιο πως οι πολιτικοί του αντίπαλοι θα πιαστούν από οτιδήποτε τους δίνει αυτή τη δυνατότητα και θα τον χτυπήσουν αλύπητα. Και μην αυταπατάστε ότι θα υπάρξουν κάποιοι αντίπαλοι που θα τον υποστηρίξουν, διότι είναι ευαίσθητοι σε αυτού του είδους τα θέματα.
Κι αν δεν με πιστεύετε, θυμηθείτε ποια ήταν η στάση όλων αυτών των «ευαίσθητων» στον κατ’ επανάληψη εξευτελισμό της βουλής, τι έλεγαν κάθε φορά που νομοσχέδια χιλιάδων σελίδων ψηφίζονταν μέσα σε μια ώρα, χωρίς κανείς να προλάβει να ενημερωθεί ούτε για τα στοιχειώδη, ή ποια ήταν η στάση τους αναφορικά με την καταστολή των διαδηλώσεων, τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους μετανάστες κλπ.
Για να μην κοροϊδευόμαστε, η ταύτιση κεντροαριστερών και δεξιών είναι και θα συνεχίσει να είναι απόλυτη. Γιατί; Διότι αυτό που προσπαθούν τώρα να κατανοήσουν τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το μεγάλο διακύβευμα της περιόδου είναι η οικονομία, αυτοί το έχουν καταλάβει από την πρώτη κιόλας στιγμή. Γι’ αυτό και δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να ξεπεράσουν τις –όποιες– διαφορές τους και να συνεργαστούν.
Κάποιοι, βέβαια, θα ισχυριστούν ότι δεν πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει τον ξεδιάντροπο τυχοδιωκτισμό των αντιπάλων του. Στο επίπεδο της ηθικής δεν μπορώ να διαφωνήσω. Στο επίπεδο όμως της πραγματικής ζωής, είμαι υποχρεωμένος να το κάνω. Έχω πει κι άλλες φορές, ότι τον αντίπαλό σου οφείλεις να τον πολεμήσεις με τα όπλα του. Ίσως να ακούγεται υπερβολικά κυνικό, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν μπορεί, την ώρα που ο εχθρός σου, που και υπεράριθμος είναι και καλύτερα εξοπλισμένος και αδίστακτος, χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα εσύ να περιμένεις να τον κερδίσεις με σφεντόνες.
Και εν πάση περιπτώσει, η ιστορία της αριστεράς βρίθει από ηρωικές ήττες. Έχω την αίσθηση ότι δεν μας χρειάζονται περισσότερες. Ας είναι νικηφόρα η μάχη που θα δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ας καταφέρει να ανακουφίσει το λαό και τη χώρα, κι ας μην έχει η νίκη του την αίγλη που θα της προσέδιδε η ατόφια ιδεολογική καθαρότητα.
Προς επίρρωση των όσων ανέφερα παραπάνω θα ήθελα να κάνω μια υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που διαπραγματεύεται με τους δανειστές μας, ψηφίζει το νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης. Ας υποθέσουμε επίσης, ότι αυτή του η πρωτοβουλία, ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων και ανοίγει ένα δεύτερο μέτωπο εντός των συνόρων, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση, που υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, να καταρρεύσει. Θα αξίζει τον κόπο να καταδικάσουμε εκατομμύρια συμπολιτών μας στην ανέχεια και την εξαθλίωση διότι κάποιοι είχαν τη φαεινή ιδέα να ανοίξουν, ταυτόχρονα, πολλά μέτωπα;
Είναι δίκαιο, προσπαθώντας να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα μιας ομάδας συμπολιτών μας, να καταδικάσουμε εκατομμύρια άλλους; Έχουμε το δικαίωμα να παίξουμε κορώνα-γράμματα το δικαίωμα εκατομμυρίων πολιτών στην εργασία, στη στέγαση, στην αξιοπρεπή διαβίωση; Δεν είναι πιο λογικό να ασχοληθούμε με το ζήτημα του συμφώνου συμβίωσης σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα και αφού έχουμε βάλει σε μια τάξη το ζήτημα της οικονομίας;
Ξέρω, πολύ θα πουν ότι κινδυνολογώ και ότι δεν υπάρχει περίπτωση αυτό να συμβεί. Μακάρι να είναι έτσι. Όμως, στην πολιτική πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη κι αυτά που σου φαίνονται μακρινά ή απίθανα.
Και ειδικά στην συγκεκριμένη περίπτωση, που το διακύβευμα είναι τεράστιο, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας τα πάντα. Άλλωστε, κανείς δεν ξέρει ποιες συνθήκες θα επικρατούν τη συγκεκριμένη στιγμή. Δηλαδή, μπορεί η διαπραγμάτευση να πηγαίνει μια χαρά και όλα να δείχνουν ειδυλλιακά, μπορεί όμως να συμβαίνει και το εντελώς αντίθετο. Στην περίπτωση που συμβεί το δεύτερο, ένα ζήτημα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ασήμαντο, μπορεί να είναι αυτό που θα βάλει τη φωτιά και θα κάψει ολόκληρο το οικοδόμημα.
Εδώ θα ήθελα να υπενθυμίσω, ότι λίγους μήνες πριν, στο Παρίσι, έγινε μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις των τελευταίων ετών, που συγκέντρωσε μισό εκατομμύριο ανθρώπους. Τι ζητούσαν οι διαδηλωτές; Να μην περάσει το σύμφωνο συμβίωσης για τους ομοφυλόφιλους. Άρα, όσο κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι το ζήτημα της ψήφισης του συμφώνου συμβίωσης θα περάσει «αναίμακτα», το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό. Όταν στην προοδευμένη Γαλλία ξεσηκώθηκαν τόσο έντονες αντιδράσεις, ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα, που είναι γενικώς αποδεκτό ότι η κοινωνία της είναι πιο συντηρητική;
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το ζήτημα του συμφώνου συμβίωσης των ομοφυλόφιλων θα πρέπει να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Το εντελώς αντίθετο. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, ως κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, που αγωνίζεται χρόνια ολόκληρα για τα δικαιώματα των διαφόρων μειονοτήτων, να αντιμετωπίσει και αυτό, αλλά και άλλα παρόμοια ζητήματα, σύντομα και αποτελεσματικά. Το αν αυτό θα γίνει άμεσα, σε έξι μήνες ή σε ένα χρόνο μικρή σημασία έχει. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, η ζωή των ομοφυλόφιλων και των μεταναστών θα καλυτερεύσει άμεσα.
Κι αυτό μόνο ασήμαντο δεν είναι. Και θα καλυτερεύσει άμεσα διότι η αστυνομία θα σταματήσει να λειτουργεί ως το μακρύ χέρι της χρυσής αυγής. Οι επιθέσεις των διαφόρων φασιστών εναντίον τους θα περιοριστούν αυτομάτως. Ή, κι αν ακόμη δεν περιοριστούν, θα αντιμετωπιστούν και οι υπαίτιοι θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη –το εντελώς αντίθετο απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα. Διότι είναι λάθος να περιορίζουμε τα προβλήματα των ομοφυλόφιλων στο σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο είναι ένα σημαντικό πρόβλημα μεν, αλλά δεν είναι το μοναδικό δε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επιθέσεις εναντίον των ομοφυλόφιλων έχουν πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό.
Και έχουν πολλαπλασιαστεί διότι οι σκοταδιστικές απόψεις, σαν κι αυτή που εξέφρασε ο βουλευτής της ΝΔ, Νεράντζης, που έβαλε στο ίδιο καλάθι ομοφυλόφιλους, παιδεραστές και κτηνοβάτες, τείνουν να γίνουν η επίσημη θέση του κράτους. Ε, αυτές οι απόψεις, που είναι απολύτως βέβαιο ότι εκφράζουν και άλλους και όχι μόνο τον Νεράντζη, ασχέτως αν λόγω πονηρίας ή δειλίας αρνούνται να το ομολογήσουν δημόσια, θα μπουν ξανά εκεί που ανήκουν, στο βόθρο της ιστορίας.
Πέρα όμως από το αν η άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης εξυπηρετεί ή όχι τους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει και μια άλλη διάσταση, εξίσου σημαντική: η ανάγκη διαφοροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ από τους προκατόχους του. Κι αυτό μπορεί να γίνει με τον εξής απλό τρόπο: το διάλογο. Διότι το να επιβάλλεις είναι εύκολο. Μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε διαθέτει την κυβερνητική πλειοψηφία. Το δύσκολο, το πραγματικά δύσκολο, είναι να πείσεις την κοινωνία για το δίκαιο του νομοσχεδίου.
Αυτός θα ήταν, κατά την εκτίμησή μου, ο ενδεδειγμένος τρόπος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Να δηλώσει ότι θα διαβουλευτεί με την κοινωνία, να ανοίξει διάλογο με τις οργανώσεις των ομοφυλόφιλων, με τους διάφορους φορείς, με τις επιστημονικές κοινότητες (σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται βεβαίως οι διάφοροι σκοταδιστές τύπου Σεραφείμ Πειραιώς). Κοντολογίς, να κάνει μια μεγάλη καμπάνια, χρησιμοποιώντας τα κρατικά ΜΜΕ και όποια άλλα μέσα μπορεί να επηρεάσει, να ενημερώσει την κοινωνία για πράγματα τα οποία είμαι απολύτως σίγουρος ότι αγνοεί.
Παραδείγματος χάρη, να ενημερώσει την κοινή γνώμη ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι ψυχική ασθένεια ή ανωμαλία, ότι εδώ και δεκάδες χρόνια όλες οι ενώσεις ψυχιάτρων έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένα φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό, ότι συναντάται σε όλο σχεδόν το ζωικό βασίλειο, ότι ο ομοφυλόφιλος δεν επιλέγει την ομοφυλοφιλία επειδή είναι ανώμαλος ή επειδή του αρέσει ο έκλυτος βίος, αλλά ότι η φύση επιλέγει ποιος θα γίνει ομοφυλόφιλος και ποιος όχι.
Να τον ενημερώσει επίσης, ότι η ομοφυλοφιλία δεν προσθέτει αλλά ούτε και αφαιρεί στην ποιότητα του ανθρώπου, ή ότι αρκετά χριστιανικά δόγματα έχουν αρχίσει όχι μόνο να αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση τους ομοφυλόφιλους αλλά και να τους χειροτονούν ως ιερείς. Κατόπιν, κι αφού έχει ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, τότε, ναι, να ψηφιστεί το νομοσχέδιο. Ανεξαρτήτως του αν έχει καταφέρει να πείσει ή όχι την κοινή γνώμη ή των όποιων αντιδράσεων υπάρξουν. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα έχει καταφέρει να ενημερώσει την κοινωνία, αλλά θα έχει καταφέρει να κερδίσει τη συμπάθεια/ανοχή ακόμη κι όσων δεν κατάφερε τελικά να πείσει.
Αντιλαμβάνομαι ότι η μετριοπάθεια και η προσπάθεια για συνεννόηση δεν εξιτάρουν όσο ο μαξιμαλισμός. Οι ολομέτωπες επιθέσεις, οι ολοκληρωτικές νίκες και η ισοπέδωση του –όποιου– αντιπάλου συγκινούν πολύ περισσότερο από το διάλογο. Απ’ την άλλη όμως, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ο θρίαμβος του Αούστερλιτς και η καταστροφή του Βατερλό ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο. Όπως, επίσης, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ο Ναπολέοντας, μολονότι είχε στο ενεργητικό του πολλές περισσότερες νίκες από ήττες, στη συλλογική μνήμη έχει καταγραφεί, κυρίως, για το Βατερλό.
*Ο Νίκος Αραπάκης είναι συγγραφέας.