Από τον Old Boy
Ένα ζευγάρι Ιρανών, ο Αμίρ και η Σάρα, ετοιμάζεται να αφήσει την Τεχεράνη και να πάει να ζήσει στην Μελβούρνη. Όχι για πάντα, για τρία – τέσσερα χρόνια για σπουδές, αλλά από την άλλη, ποιος μπορεί να ξέρει; Μολονότι αργότερα μέσα στη μέρα θα πρέπει να είναι στο αεροδρόμιο, δεν διακατέχονται από το άγχος των τελευταίων ωρών και της προετοιμασίας μιας τόσο μεγάλης μετακόμισης, μοιάζουν τύποι μεθοδικοί κι οργανωμένοι, οι βαλίτσες είναι έτοιμες, το σπίτι έχει σχεδόν αδειάσει, βγάζουν τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες των ίδιων μέσα στο σπίτι που έζησαν και στο οποίο πια δε θα ζουν, είναι γενικά χαλαροί, μέχρι και το μωρό του γείτονα δέχτηκαν να κρατήσουν για λίγο κι ας μην είχαν καμία γνωριμία ή σχέση με το γείτονα, κι ας είπαν απλά ένα ευγενικό και χαλαρό «ναι» στη νταντά που τους το έφερε κοιμισμένο και τους ζήτησε να το κρατήσουν για πάρα πολύ λίγο, ώστε να πάει να κάνει μια έκτακτη δουλειά που της έτυχε.
Η «Μελβούρνη» είναι μια ταινία γεμάτη διαρκείς ηχητικές παρεμβάσεις: ringtones κινητών, συναγερμοί αυτοκινήτων, θυροτηλέφωνα, σταθερά τηλέφωνα, skype, ήχοι, ήχοι, ήχοι, μέχρι και πόρτες που θα κλείσουν δυνατά και τζάμια που θα σπάσουν από τον αέρα. Μόνο ένας ήχος δεν θα ακουστεί: το κλάμα του μωρού. Και ξαφνικά ο Αμίρ και η Σάρα θα ανακαλύψουν εντελώς σοκαρισμένοι ότι αυτό το ξένο μωρό που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι τους, ότι αυτό το ξένο μωρό που ανέλαβαν να προσέξουν για ελάχιστη ώρα, δεν κοιμάται, αλλά είναι νεκρό.
Βρίσκονται αντιμέτωποι με το πιο φρικτό γεγονός και ταυτόχρονα με την πιο απόλυτη αθωότητα, αντί για την πιο απόλυτη ενοχή. Γιατί προφανώς και δεν έκαναν κάτι στο μωρό. Ξαπλωμένο το είχαν. Κι αυτό δεν αναπνέει. Μήπως τους το έφεραν έτσι, εξαρχής νεκρό και όχι κοιμισμένο; Γιατί τους το άφησε ξαφνικά η νταντά, ενώ δεν είχαν καμιά αλληλεπίδραση ως τότε; Ήταν όντως η νταντά ή μήπως κάποια άλλη; Και γιατί δεν επέστρεψε αμέσως όπως είχε πει; Και τώρα, που αφού βλέποντας ότι δεν επέστρεφε και εκείνοι είχαν τις ετοιμασίες του ταξιδιού, είχαν ειδοποιήσει τον πατέρα του να έρθει να πάρει το μωρό, τι θα κάνουν;
Πώς να πουν σε έναν πατέρα ότι το μωρό του πέθανε; Πώς λες ένα τέτοιο πράγμα; Πώς του το λες σε κάθε περίπτωση, πολύ περισσότερο όμως που δεν θα το πεις γραπτά ή τηλεφωνικά, αλλά ζωντανά, κοιτώντας τον στα μάτια; Και πώς το λες, όχι απλά ως αγγελιοφόρος κακών μαντάτων, έστω και των χειρότερων μαντάτων που μπορεί να διανοηθεί κανείς, αλλά ως οιονεί υπεύθυνος αν όχι και όντως υπεύθυνος για το γεγονός; Θα τους χτυπήσει την πόρτα να πάρει το μωρό του και θα του πουν, συγγνώμη, κάτι έγινε, δεν ξέρουμε τι, πάντως πέθανε έτσι στα ξαφνικά; Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς κάτι τόσο αδιανόητο, είτε από την πλευρά αυτού που ξέρει και πρέπει να πει, είτε από την πλευρά εκείνου που δεν ξέρει κι αν μάθει θα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του;
Ο Αμίρ και η Σάρα ήταν έτοιμοι να κάνουν μια ριζική αλλαγή στη ζωή τους και τώρα βρίσκονται ενώπιον μιας άλλης, παντελώς απρόσμενης και παντελώς δυσοίωνης αλλαγής. Ακόμη και αν τελικά απαλλαγούν από όλες τις ευθύνες, στο καλύτερο δυνατό σενάριο θα υπάρχουν ανακρίσεις επί ανακρίσεων, αν όχι και δίκες επί δικών. Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί προφανώς και το ενδεχόμενο των φυλακίσεων. Μωρό είχαν υπό την επίβλεψή τους και πέθανε, όχι ζώο. Και άρα, όπως και να έχει, το ταξίδι τους θα πρέπει να ακυρωθεί προς το παρόν, κι αυτοί το σπίτι το είχαν αδειάσει κι ήταν έτοιμοι να το παραδώσουν στον ιδιοκτήτη του, τα έπιπλα και τις συσκευές τις είχαν πουλήσει, ήταν με το ένα πόδι στην Αυστραλία και τη νέα τους ζωή. Κι όλα αυτά να τα υποστούν γιατί; Για κάτι που δεν έκαναν; Ή που αν έκαναν, δεν κατάλαβαν καν πώς το έκαναν; Mα τι μπορεί να συνέβη; Πεθαίνουν βρέφη στα καλά του καθουμένου; Τόσο εύθραυστη είναι η ζωή; Να αναλάβεις τις ευθύνες σου, ναι. Αλλά ποιες ευθύνες; Η φράση «αναλαμβάνω τις ευθύνες» προϋποθέτει κάποιο δόλο ή έστω κάποια αμέλεια. Έδειξαν εδώ κάποια αμέλεια; Εδώ καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες του πλέον γκροτέσκου και αναληθοφανούς παιχνιδιού που τους έπαιξε η μοίρα. Είναι αυτό το σωστό και δίκαιο, είναι αυτό που όντως επιτάσσει η ηθική;
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Νιμά Τζαβιντί παίρνει τον πρωταγωνιστή του «Ένας Χωρισμός», Πεϊμάν Μοααντί και τον βάζει σε μια σχετικά αντίστοιχη κατάσταση. Εκεί ήταν ο άντρας που αντιδρούσε στην απόφαση της γυναίκας του να φύγει στο εξωτερικό, εδώ αντίθετα, η μετανάστευση είναι κοινά αποφασισμένη και η πορεία από κοινού σχεδιασμένη. Όπως επίσης και σε μια άλλη ταινία του Φαραντί, το «Παρελθόν», βασικό θέμα ήταν αντίστροφα ο νόστος ενός Ιρανού μετανάστη για την επιστροφή στην πατρίδα. Το σινεμά του Φαραντί είναι όμως γενικά παρόν, καθώς κι εδώ υπάρχει ένα αστυνομικού τύπου σασπένς (τι συνέβη και πέθανε το μωρό;). Αν όμως ο Φαραντί αποκρυπτογραφούσε την ιρανική κοινωνία μέσα από το δόλωμα του σασπένς, ο Τζαβιντί φτιάχνει ένα έργο που, νομίζω, αφορά πολύ λιγότερο το Ιράν ως Ιράν και το οποίο θα μπορούσε σχετικά άνετα να διαδραματίζεται οπουδήποτε αλλού. Κι επειδή είναι ένα έργο που διαδραματίζεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε ένα διαμέρισμα, νομίζω ότι θα μπορούσε μια χαρά να δώσει και θεατρικές διασκευές του. Κι αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ως σινεμά πάσχει επειδή είναι υπερβολικά «θεατρικό». Αντίθετα, από τη στιγμή που μαθαίνουμε στα πρώτα λεπτά της ταινίας μαζί με τους πρωταγωνιστές το τραγικό γεγονός που συμβαίνει, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μαζί τους κάτι σαν «τι γίνεται τώρα» και η αγωνία για την τύχη τους δεν μας αφήνει ως το τέλος της ταινίας.
Με την «Μελβούρνη», ο Τζαβιντί μπορεί να μοιάζει υπερβολικά επηρεασμένος από το σινεμά του Φαραντί, αλλά είναι πάντως μια επιρροή που αποδίδει εξαιρετικούς καρπούς. Και έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που πατάει με σιγουριά στο πολύ γερό σενάριό της και μας θέτει ενώπιον ηθικών διλημμάτων εντελώς δύσκολων να απαντηθούν. Μπορεί οι κινηματογραφικοί ήρωες του Φαραντί και του Τζαβιντί να θέλουν να φύγουν από την Τεχεράνη, ο Χίτσκοκ όμως εγκαθίσταται εκεί, μας κρατά καθηλωμένους για το τι και το πώς και στο τέλος αποκαλύπτεται ότι υπάρχει από κάτω κάτι για το οποίο το σασπένς ήταν μόνο το πρόσχημα.