Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Μη-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων (House Un-American Activities Committee – HUAC), γνωστότερη στην Ελλάδα ως Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων ή σκέτα Επιτροπή, είναι ένα ειδικό ανακριτικό σώμα αποτελούμενο από μέλη της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων (ο Κάτω Οίκος του Κογκρέσου). Λειτούργησε από το 1938 έως το 1969 και διερευνούσε κατά πόσον «αντιαμερικανικές» ιδεολογίες είχαν παρεισφρύσει στους αμερικανικούς θεσμούς.
Η Επιτροπή έγινε παντοδύναμη στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’50, επιδιδόμενη σε ένα σύγχρονο «κυνήγι μαγισσών» εναντίον όσων καλλιτεχνών (και ειδικά του Χόλυγουντ) ήταν ή θεωρούνταν αριστεροί. Στη συλλογική μνήμη έχει συνδεθεί με το Τζόζεφ Μακάρθυ, επειδή ο συγκεκριμένος γερουσιαστής συνεισέφερε στο αντικομμουνιστικό κλίμα που καθιστούσε κοινωνικά αποδεκτές τις ακρότητες της Επιτροπής, μολονότι ποτέ δε συμμετείχε άμεσα σε αυτήν. Ίδρυση
Πρόγονος της Επιτροπής ήταν η Ειδική επιτροπή μη-αμερικανικών δραστηριοτήτων για τη διερεύνηση της ναζιστικής προπαγάνδας και άλλων προπαγανδιστικών δραστηριοτήτων, η οποία συστήθηκε το 1934 και είχε πενιχρά αποτελέσματα. Γι’ αυτό το Μάιο του 1938 άλλαξε όνομα (σωστότερα το συντόμευσε) και σύνθεση (πια αποτελούνταν μόνο από βουλευτές), εξακολούθησε όμως να ασχολείται με τη διείσδυση του ναζισμού και ιδιαίτερα την Κου Κλουξ Κλαν, για την οποία υπήρχε φόβος πως είχε διασυνδεθεί με γερμανούς πράκτορες εξ’ αιτίας της κοινής ρατσιστικής ιδεολογικής βάσης τους. Και πάλι όμως απέτυχε να συγκεντρώσει επαρκή στοιχεία – πράγμα αναμενόμενο, αφού για κάποια μέλη της από τις νότιες πολιτείες η Κου Κλουξ Κλαν αποτελούσε «παραδοσιακό αμερικανικό θεσμό» ή τουλάχιστον εκλογική πελατεία.
Παράλληλα η Επιτροπή διατάχθηκε να ασχοληθεί και με μία άλλη ιδεολογία που χαρακτηριζόταν επικίνδυνη, τον κομμουνισμό. Με διάχυτη την εντύπωση ότι η νεολαία είχε αλωθεί από κομμουνιστές, έβαλε στο στόχαστρο δύο θεσμούς που ίδρυσε ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούζβελτ: το Ομοσπονδιακό Σχέδιο για το Θέατρο και το Κογκρέσο Αμερικανικής Νεολαίας – το πρώτο χρηματοδοτούσε νέους καλλιτέχνες να ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, το δεύτερο ήταν κάτι σαν Βουλή των Εφήβων και τελούσε υπό την προσωπική αιγίδα της Πρώτης Κυρίας. Η καχυποψία και η ασχετοσύνη συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που η συντονίστρια του πρώτου Χάλι Φλάναγκαν ρωτήθηκε εάν ο Κρίστοφερ Μάρλοου (θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός του 16ου αιώνα) συμμετείχε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ή εάν ο Ευριπίδης προπαγάνδιζε την ταξική πάλη.
Σύντομα οι εργασίες ατόνησαν λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της εισόδου των ΗΠΑ στο πλευρό των Συμμάχων, όπου ανήκε και η Σοβιετική Ένωση. Ασχολήθηκε μόνο με τη δυνατότητα του Άξονα να χρησιμοποιήσει αμερικανούς πολίτες ιαπωνικής καταγωγής, σε περίπτωση απόβασης στις πολιτείες του Ειρηνικού. Τα πορίσματα οδήγησαν στην εκτόπιση περίπου 120.000 αμερικανο-ιαπώνων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φρουρούμενες περιοχές των κεντρικών ΗΠΑ έως το 1945. Παντοδυναμία
Μετά το τέλος του πολέμου η Επιτροπή επανασυγκροτήθηκε και αναβαθμίσθηκε σε διαρκή, δηλ. δε συγκαλούνταν όταν το ζητούσε η Βουλή των Αντιπροσώπων με προκαθορισμένη θεματολογία, αλλά ήταν πια μόνιμο εννεαμελές όργανο που συνεδρίαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποφάσιζε το ίδιο για τις λειτουργίες του. Με ειδικό νόμο (Public Law 601), αντικείμενό της ήταν η έρευνα επί απειλών εθνικής υπονόμευσης και προπαγάνδας εναντίον της συνταγματικά οριζομένης μορφής διακυβέρνησης και η παραπομπή αυτών των υποθέσεων στην ποινική δικαιοσύνη. Πρώτος μεταπολεμικός πρόεδρός της ορίσθηκε ο Έντουαρντ Χαρτ (Δ), ενώ σε αυτή τη σύνθεση περιελαμβανόταν κι ο Ρίτσαρντ Νίξον (Ρ), μετέπειτα πρόεδρος της χώρας.
Στην πραγματικότητα ο Νόμος 601 φωτογράφιζε όσους είχαν (λόγω θέσης ή διασημότητας) επιρροή στην αμερικανική κοινωνία και υπήρχαν πληροφορίες πως ήταν κομμουνιστές. Αν και το Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ δεν ήταν παράνομο, η ψυχροπολεμική υστερία είχε δημιουργήσει την αντίληψη ότι οποιοσδήποτε βρισκόταν αριστερότερα του πολιτικού κατεστημένου ήταν πιθανός πράκτορας των σοβιετικών. Πρώτη μεγάλη υπόθεση που στάλθηκε από την Επιτροπή στα δικαστήρια ήταν αυτή του Άλτζερ Χις, ανώτερου στελέχους του Υπουργείου Εξωτερικών και εκείνη τη στιγμή επικεφαλής του Ιδρύματος Κάρνεγκι. Αν και δε βρέθηκαν επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν κατηγορία κατασκοπίας, ο Χις καταδικάσθηκε για ψευδορκία επειδή είχε δηλώσει ότι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής.
Στην απόγειο της δύναμής της η Επιτροπή έφθασε τη δεκαετία του ’50 ασχολούμενη με την «κομμουνιστική διείσδυση» στις Τέχνες και ιδιαίτερα στον Κινηματογράφο, που ήταν η δημοφιλέστερη μορφή τέχνης στη χώρα. Το 1950 πέτυχε την καταδίκη δέκα σεναριογράφων και σκηνοθετών για προσβολή προς το Κογκρέσο, επειδή τρία χρόνια νωρίτερα είχαν αρνηθεί να εμφανισθούν ενώπιόν της επικαλούμενοι το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης γνώμης.
Ήδη οι κινηματογραφικές εταιρίες είχαν συνταχθεί μαζί της, απολύοντας όσους συντελεστές (από σκηνοθέτες και ηθοποιούς μέχρι τεχνικούς) αρνούνταν να καταθέσουν. Προχωρώντας ακόμα παραπέρα, δεν προσλάμβαναν κανέναν εάν υποπτεύονταν ότι θα μπορούσε να απασχολήσει την Επιτροπή λόγω του παρελθόντος ή του έργου του. Πρακτικά ο μόνος τρόπος να συνεχίσει την καριέρα του κάποιος ύποπτος, ήταν να αποκηρύξει δημόσια τον κομμουνισμό και να καταδώσει στην Επιτροπή συναδέλφους του. Η πρακτική αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Μαύρη Λίστα» και μολονότι εγκαταλείφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επηρέασε βαθιά τον αμερικανικό κινηματογράφο για πολύ μεγαλύτερο διάστημα.
Ο Τράμπο με τη σύζυγό του Κλίο, ενώ περιμένει να εξεταστεί από την «Επιτροπή». Διακρίνεται επίσης με το πούρο ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Παρακμή
Το έργο της Επιτροπής έχαιρε κοινωνικής αποδοχής όσο διαρκούσε ο «κόκκινος τρόμος», δηλ. η πεποίθηση του μέσου αμερικανού ότι μια σοβιετική ατομική βόμβα ήταν έτοιμη να εκτοξευθεί προς το σπίτι του. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της υστερίας και η φοβία ότι όλοι αποτελούν εν δυνάμει πράκτορες του αντίπαλου στρατοπέδου, αρκεί να αναφερθεί ένα μάλλον αστείο περιστατικό: η αμερικανική πρεσβεία στην Ελλάδα είχε αρνηθεί να χορηγήσει βίζα στη νεαρή Ρίκα Διαλυνά, η οποία θα συμμετείχε στο διαγωνισμό Μις Υφήλιος στην Καλιφόρνια, διότι ως έφηβη είχε εικονογραφήσει ένα βιβλίο του καταγεγραμμένου ως κομμουνιστή Μενέλαου Λουντέμη.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων μπήκε σε φάση σχετικής ύφεσης, εν μέρει ως αποτέλεσμα της αποσταλινοποίησης στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τότε μόνο η αμερικανική κοινωνία κατάλαβε τις καταστρεπτικές συνέπειες της ιδεολογικής καταστολής και της χαφιεδοποίησης του πνευματικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τρούμαν, επί των ημερών του οποίου είχε περάσει ο Νόμος 601, δήλωσε αυτοκριτικά το 1959 ότι είναι η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών είναι το πιο αντιαμερικανικό πράγμα στη χώρα.
Παρόλα αυτά συνέχισε να λειτουργεί, έστω και με σαφώς μειωμένο κύρος. Το 1960, ενώ είχε μεταβεί στο δημαρχείο του Σαν Φρανσίσκο για να εξετάσει υπόπτους, έγινε αντικείμενο επίθεσης από τους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους. Επιστρατεύθηκε η Αστυνομία, που διέλυσε τους φοιτητές με υδραντλίες υψηλής πίεσης – ένα περιστατικό που θεωρείται μητέρα της εξέγερσης της αμερικανικής νεολαίας τη δεκαετία του ’60.
Χαρακτηριστικά της πλήρους απαξίωσής της στη δεκαετία του ’60 είναι ορισμένα συμβάντα που δέκα χρόνια νωρίτερα θα είχαν οδηγήσει σε πολυετείς φυλακίσεις. Ο ακτιβιστής Τζέρι Ρούμπιν εμφανίσθηκε να καταθέσει με ρούχα στρατιώτη της Αμερικανικής Επανάστασης και μοιράζοντας στους εμβρόντητους βουλευτές αντίγραφα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ένας άλλος ακτιβιστής, ο Άμπι Χόφμαν, προτίμησε να ντυθεί Άγιος Βασίλης. Πολλοί απαντούσαν αρνητικά στις κλήσεις να καταθέσουν, χωρίς να κινηθεί δίωξη εναντίον τους.
Από το 1969 σταμάτησε κάθε ακρόαση και λειτουργία, ενώ τυπικά καταργήθηκε το 1975.