Από τον Σταύρο Μαλαγκονιάρη
Οι επεμβάσεις των ΗΠΑ σε ξένες χώρες έχουν ιστορία μεγαλύτερη των δύο αιώνων! Μάλιστα, η πρώτη επέμβαση έγινε στη σημερινή Λιβύη και καθοριστικό ρόλο είχαν περίπου 40 εμπειροπόλεμοι Ελληνες μισθοφόροι.
Η πρώτη αυτή επιχείρηση Αμερικανών πεζοναυτών και μισθοφορικών δυνάμεων έδωσε τέλος στον Α’ Πόλεμο της Μπαρμπαριάς (The Barbary War) ή «Πόλεμο της Τρίπολης» με συνθήκη ειρήνης, ευνοϊκή για τις ΗΠΑ, που υπογράφτηκε στις 4 Ιουνίου 1805.
Τα προηγούμενα χρόνια, από τον Μάιο του 1801, που οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να πληρώνουν αυξημένο «φόρο υποτέλειας» στον πασά της Τρίπολης, τη σημερινή Λιβύη, ο πόλεμος εξελισσόταν στη θάλασσα.
Ομως, εκεί ήταν δύσκολο να νικηθούν οι κουρσάροι, που συχνά έπιαναν αμερικάνικα πλοία και πληρώματα ως ομήρους.
Ετσι, η επικράτηση των Αμερικανών ήρθε μόνο όταν έγινε συνδυασμένη επίθεση από στεριά και θάλασσα. Ηταν το πρώτο σαφές δείγμα ότι το νεοσύστατο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επρόκειτο να περιοριστεί στα… όριά του.
Αντίθετα, θα επεδίωκε να επεμβαίνει, ποικιλοτρόπως, σε όποια περιοχή του πλανήτη επιθυμούσε να προωθήσει τα συμφέροντά του, πράγμα που συνεχίζει μέχρι σήμερα…
Βέβαια, τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα η διεθνής κατάσταση ήταν θυελλώδης καθώς οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και όλη σχεδόν η Ευρώπη, η Βορειοανατολική Αφρική, ο Ατλαντικός και η Μεσόγειος αποτελούσαν ένα ενιαίο πεδίο μάχης.
Ωστόσο, το 1804, μετά από τον τριετή ανεπιτυχή πόλεμο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον ήταν πολύ προβληματισμένος και αναζητούσε μια λύση.
Τότε εμφανίστηκε ο πρώην Αμερικανός πρόξενος στην Τύνιδα, Ουίλιαμ Ιτον (William Eaton), παλιός αξιωματικός του στρατού, που ζήτησε μια συνάντηση με τον πρόεδρο. Το ραντεβού κλείστηκε τον Ιούνιο του 1804, είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και δεν τηρήθηκαν επίσημα πρακτικά.
Ωστόσο, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο Ιτον ανέπτυξε στον πρόεδρο το σχέδιο του και τον έπεισε ότι ο ναυτικός αποκλεισμός δεν θα είχε αποτέλεσμα εάν δεν πραγματοποιούνταν και επίθεση από στεριά.
Μάλιστα, ο Ιτον υπογράμμισε ότι δεν θα χρειαζόταν μεγάλη αμερικανική δύναμη διότι θα βασιζόταν σε μισθοφόρους και στον στρατό ενός διεκδικητή του θρόνου της Τρίπολης, με αντάλλαγμα την ανατροπή του πασά Γιουσούφ Καραμανλή.
Αυτό δεν ήταν δύσκολο, καθώς ο Γιουσούφ είχε αναλάβει το 1795 το πασαλίκι, αφού δολοφόνησε τον πρωτότοκο αδελφό του και ανάγκασε τον δευτερότοκο Χαμέτ να καταφύγει αρχικά στο Τούνεζι (Τύνιδα) και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια.
Μόλις δόθηκε και επίσημα η έγκριση από την Ουάσινγκτον ο Ιτον αναχώρησε για τη Μεσόγειο, προκειμένου να βρει τον Χαμέτ και να έρθει σε συμφωνία μαζί του, ανεξάρτητα εάν μετά τη νίκη τους οι Αμερικάνοι αθέτησαν, με διάφορα προσχήματα, τη συμφωνία με τον Χαμέτ και έσπευσαν να τα… βρουν με τον Γιουσούφ…
Η επιχείρηση του Ιτον άρχισε, ουσιαστικά, από τη Μάλτα, απ’ όπου αναχώρησε με το ιστιοφόρο ««USS Argus» για την Ανατολική Μεσόγειο, όπου μέχρι τότε δεν είχε φτάσει πολεμικό πλοίο των ΗΠΑ.
Κυβερνήτης του «Argus» ήταν ο υποπλοίαρχος Ισαάκ Χόουλ, που αναχώρησε με συγκεκριμένες εντολές. Οι επίσημες, γραπτές εντολές ανέφεραν ότι στο ιστιοφόρο επέβαιναν Αμερικανοί έμποροι που ταξίδευαν μεταξύ Μάλτας, Αλεξάνδρειας και Σμύρνης.
Οι άλλες εντολές ήταν προφορικές, έρχονταν απευθείας από τον διοικητή της ναυτικής μοίρας της Μεσογείου,-κάτι σαν το σημερινό 6ο στόλο- πλοίαρχο Σάμουελ Μπάρον και ανέφεραν ότι μετά τη Μάλτα το ιστιοφόρο θα πήγαινε στην Αίγυπτο, με έναν ειδικό επιβάτη, τον Ιτον, τον οποίο θα έπρεπε [ο κυβερνήτης] να συνδράμει σε μια άκρως απόρρητη αποστολή: την προσφορά βοήθειας στον Χαμέτ Καραμανλή να συγκεντρώσει στρατό για να ανατρέψει τον αδελφό του, Γιουσούφ.
Το ιστιοφόρο έφτασε, στις 29 Νοεμβρίου 1804, στην Αλεξάνδρεια όπου αποβιβάστηκε ο Ιτον μαζί με τον υπολοχαγό Ο’ Μπάνον, ορισμένα στελέχη του ναυτικού και επτά πεζοναύτες. Μετά από λίγες ημέρες η ομάδα των Αμερικανών αναχώρησε για το Κάιρο, όπου έφτασε στις 8 Ιανουαρίου 1805. Εκεί, ο Ιτον ήρθε σε επαφή με τον Χαμέτ.
Με την επιστροφή τους στην Αλεξάνδρεια ξεκίνησε η διαδικασία στρατολόγησης μισθοφόρων. Ο Χαμέτ στρατολόγησε τους Αραβες υποστηρικτές του, ενώ ο Ιτον και ο Ο’ Μπάνον αναζήτησαν Ευρωπαίους μισθοφόρους, διαθέτοντας 3.000 δολάρια για τις προκαταβολές.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν μια οργανωμένη, πειθαρχημένη και εμπειροπόλεμη ομάδα περίπου 40 Ελλήνων. Οι πληροφορίες για αυτή την ομάδα Ελλήνων είναι ελάχιστες.
Από έγγραφα του Ναυτικού των ΗΠΑ πληροφορούμαστε ότι επικεφαλής ήταν ο καπετάνιος Λούκο Ούλοβιτς και ο υποδιοικητής ονομαζόταν Κωνσταντίνος {Πηγή: Αναφορά του Ιτον από τη Περιφέρεια της Μπαρμπαριάς, 8.3.1805}
Ο καθηγητής Χάρρυ Ψωμιάδης σε μελέτη του για τους Ελληνες στρατιώτες στη διάρκεια του Αμερικανο-Τριπολιτικού πολέμου αναφέρει ότι δεδομένης της παρουσίας δύο ηγητόρων είναι πιθανό να υπήρχαν αρχικά δύο ομάδες. {Πηγή: To the Shores of Tripoli Greek Soldiers and the American-Tripolitan War of 1801-1805 by Harry Psomiades, Ph.D.}
Για τον «καπετάνιο Κωνσταντίνο» δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία ενώ για τον Ούλοβιτς ο Ψωμιάδης εκτιμά ότι πρόκειται για Ελληνα σλαβικής καταγωγής.
Οσο για την παρουσία στην Αλεξάνδρεια των εμπειροπόλεμων Ελλήνων, ιστορικοί ερευνητές την αποδίδουν στη γενικότερη κινητικότητα των Ελλήνων πολεμιστών, που παρουσιάζεται έντονη εκείνη την περίοδο σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.
Από την εποχή των Ρωσοτουρκικών Πολέμων, ιδιαίτερα μετά την ανεπιτυχή εξέγερση των Ελλήνων, τα γνωστά «Ορλωφικά» (1770), ώς τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, αρκετές εκατοντάδες Ελληνες πολεμιστές «κρέμασαν φούντα για ξένον στο σπαθί τους», θέτοντας το στην υπηρεσία Ρώσων, Βρετανών, Γάλλων κ.ά., στα Επτάνησα, στην Ιταλία, στη Δαλματία, στο Αιγαίο αλλά και στην Αίγυπτο. {Πηγή: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Ελληνοαμερικανική απόβαση στη Μπαρμπαριά», εφ. «Τα Νέα» φ. 8.12.2001}
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται επικρατέστερη η εκδοχή να βρέθηκαν οι Ελληνες πολεμιστές στην Αλεξάνδρεια μαζί με τον Γαλλικό στρατό του Ναπολέοντα, στη διάρκεια της γαλλικής κατοχής της Αιγύπτου (1798 – 1801).
Εκείνο το διάστημα οι Γάλλοι είχαν καταλάβει (1797) προσωρινά τα Ιόνια νησιά και είχαν στενή επικοινωνία με ομάδες «κλεφτών» της Ηπείρου και της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που συχνά αναζητούσαν καταφύγιο από τους Τούρκους στην πρώην Βενετική επικράτεια.
Επίσης, είναι καταγεγραμμένο ότι το 1798 ο καταγόμενος από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας Χατζή Νικόλαος Παπάζογλου ήταν ήδη επικεφαλής ενός στολίσκου που δρούσε στο Δέλτα του Νείλου, στην υπηρεσία ενός Αιγύπτιου μπέη.
Ο στολίσκος αυτός, αποτελούμενος από 25 μικρά εξοπλισμένα σκάφη και άλλα τόσα οπλιταγωγά, ήταν επανδρωμένος από περίπου 300 Ελληνες ναυτικούς, με καταγωγή από Ψαρά, Σάμο, Μύκονο, Αίγινα, Κρήτη και άλλες περιοχές.
Με την απόβαση του εκστρατευτικού Γαλλικού σώματος, ο Νικόλαος Παπάζογλου προσχώρησε στον Ναπολέοντα και συγκρότησε τρεις λόχους που πολέμησαν κατά το υπόλοιπο της εκστρατείας της Αιγύπτου στο πλευρό των Γάλλων (1798- 1801).
Απ’ αυτούς είναι πολύ πιθανό να παρέμειναν κάποιοι στην Αλεξάνδρεια.
Μαζί με την ομάδα των περίπου 40 Ελλήνων, ο στρατός, που συγκέντρωσε ο Ιτον αριθμούσε περί τα 500 άτομα, διαφόρων εθνικοτήτων (Ιταλοί, Αιγύπτιοι, Γάλλοι, Αραβες, Τριπολιτάνοι- Λίβυοι- κ.α.), από τους οποίους μόνο 10 ήταν Αμερικανοί.
Επίσης, διέθετε 100 καμήλες και μερικά μουλάρια ενώ σε κάρα μεταφερόταν ο οπλισμός, τα τρόφιμα και το νερό. Αυτό το πολυεθνικό καραβάνι αναχώρησε, στις 8 Μαρτίου 1805, από την Αλεξάνδρεια προς τα Δυτικά.
Η πορεία στην έρημο ήταν εξαιρετικά δύσκολη και τα εφόδια μειώνονταν. Ο Ιτον έγραψε ότι «τα μόνα μας τρόφιμα είναι μια χούφτα ρύζι και δύο μπισκότα την ημέρα».
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η πειθαρχία χάθηκε. Ιδιαίτερα, οι Αραβες πρωταγωνίστησαν σε πολλά επεισόδια, όπως μια απόπειρα επίθεσης στο κάρο με τα εφόδια και δύο εξεγέρσεις, που αντιμετωπίστηκαν, όπως αναφέρουν Αμερικανοί ιστορικοί, από τη σταθερότητα και την αφοσίωση της Ελληνικής ομάδας.
Τελικά, μετά από πορεία περίπου 800 μιλίων, το στράτευμα έφτασε, στις 24 Απριλίου, στα περίχωρα της Ντέρνα. Παράλληλα, τρία αμερικανικά πλοία, τα USS Argus, Nautilus και Hornet, που έφτασαν στο λιμάνι της, άρχισαν να βομβαρδίζουν από τη θάλασσα.
Οι μάχες διήρκεσαν τρεις μέρες και τελείωσαν με την κατάληψη της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Τρίπολης.
Ο Ιτον σε αλληλογραφία του αναγνώριζε ότι χωρίς τη γενναιότητα και τη συνέπεια των Ελλήνων δεν θα μπορούσε να κερδηθεί η μάχη, στην οποία «από τους χριστιανούς που πολέμησαν στην ακτή, υπήρχαν δεκατέσσερις νεκροί και τραυματίες (σ.σ. ένας νεκρός και 13 τραυματίες). Τρεις από αυτούς είναι πεζοναύτες, ο ένας νεκρός και δύο τραυματίες. Οι υπόλοιποι [τραυματίες] κυρίως Ελληνες, οι οποίοι σε αυτή τη μικρή υπόθεση υποστήριξαν καλά τον αρχαίο χαρακτήρα τους».
Από έγγραφα του Ναυτικού των ΗΠΑ προκύπτει ότι ανάμεσα στους τραυματίες αναφέρονται ως Ελληνες οι: George Emanuel (Γιώργος Εμμανουήλ), Spedo Levedo, Bernardo Jamae, Nicholo George (Νικολό Γιώργος ή Γεωργίου), George Goree (Γιώργος Κορές ή Γκορές), Capt. Lucca (καπετάν Λουκάς) και τρεις αγνώστων στοιχείων. {Πηγή: Επιστολή του πλοιάρχου του «Argus» Ισαάκ Χόουλ, στον πλοίαρχο Σαμουέλ Μπάρον, Ντέρνα 28.4.1805}
Μετά την κατάληψη της Ντέρνα άρχισαν οι προετοιμασίες για την επίθεση στην πρωτεύουσα, την Τρίπολη. Ο στρατός που θα υπερασπιζόταν την πόλη αριθμούσε πάνω από 6.000 άνδρες.
Την ίδια ώρα η Ουάσινγκτον δεν ήταν διατεθειμένη να διαθέσει περισσότερα χρήματα για ενίσχυση του στρατεύματός της με μισθοφόρους και εξοπλισμό, ώστε να προχωρήσει η επίθεση.
Καθώς, μάλιστα, ο Γιουσούφ Καραμανλής, μετά την κατάληψη της Ντέρνα εμφανίστηκε να συζητάει μια συμφωνία ειρήνης, η Ουάσινγκτον δεν έχασε τον χρόνο της. Πέταξε στα σκουπίδια τη συμφωνία με τον Χαμέτ, που αφέθηκε στην… τύχη του και εστάλη στην Τρίπολη ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Τομπίας Λίαρ για διαπραγματεύσεις με τον Γιουσούφ.
Πραγματικά στις 4 Ιουνίου 1805 έγινε συμφωνία ειρήνης, με την οποία απελευθερώθηκαν όλοι οι Αμερικανοί όμηροι, αποχώρησαν τα στρατεύματα από την Ντέρνα και το «τέλος υποτέλειας» παρέμεινε μειωμένο.
Οι Ελληνες έφτασαν, στις 16 Ιουλίου, με αμερικανικό πλοίο στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου αποβιβάστηκαν αφού τους δόθηκαν ως αμοιβή συνολικά 6.000 δολάρια αλλά, όπως αναφέρεται σε αμερικανικά έγγραφα, ακόμα και εάν ήταν διπλάσιο έπρεπε να καταβληθεί λόγω της συνεισφοράς τους στην επιχείρηση. Από εκεί πιθανόν οι περισσότεροι να κινήθηκαν ανατολικά προς τις εστίες τους. Η ελληνική επανάσταση για την ανεξαρτησία ήταν 16 χρόνια μακριά.
Η σύγκρουση με τους Αραβες είχε οικονομικά κίνητρα
«Οι πόλεμοι της Μπαρμπαριάς» (The Barbary Wars) χαρακτηρίζονται από δύο ιστορικές «πρωτιές» για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ηταν η πρώτη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ σε ξένη ήπειρο και η πρώτη προσπάθεια ανατροπής ενός ηγεμόνα (σ.σ μετέπειτα κυβερνήσεις) και τοποθέτησης «φιλικής» προς τις ΗΠΑ διακυβέρνησης.
Τα τελευταία χρόνια «οι πόλεμοι της Μπαρμπαριάς» έχουν δώσει αφορμή για τη συγγραφή πολλών βιβλίων, από τα οποία, όμως, τα περισσότερα κάνουν έναν ανιστόρητο παραλληλισμό των μουσουλμάνων κουρσάρων της εποχής με τους σύγχρονους «τζιχαντιστές», για να παρουσιάσουν και τις δύο περιπτώσεις ως έναν ιερό πόλεμο εναντίον των Αμερικανών…
Εξαίρεση αποτελεί το βιβλίο του Φρανκ Λάμπερτ (Frank Lambert, «The Barbary Wars: American Independence in the Atlantic World»), το οποίο αποδεικνύει ότι η πρώιμη σύγκρουση των ΗΠΑ με τον Αραβικό κόσμο (10 Μαΐου 1801 έως 3 Ιουλίου 1815) ήταν αγώνας αποκλειστικά για την εξασφάλιση οικονομικού πλεονεκτήματος και όχι σύγκρουση πολιτισμών ή θρησκειών.
Συγκεκριμένα, ο Λάμπερτ τοποθετεί τους «Πολέμους της Μπαρμπαριάς» στους ανταγωνισμούς για το εμπόριο του Ατλαντικού ωκεανού, στους οποίους ενεπλάκησαν και οι ΗΠΑ αμέσως μετά την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανία (1783), η οποία επεδίωξε να τους αποκόψει από το «επικερδές εμπόριο με την Ινδία» (σ. 43).
Σε αυτό το πλαίσιο, τα τέσσερα κράτη της Βόρειας Αφρικής (το Μαρόκο, το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη) δεν ήταν παρά μικροί «παίκτες» στη φλεγόμενη από συγκρούσεις Μεσόγειο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αλγερινοί πειρατές μεταξύ των ετών 1785 και 1793 κατέλαβαν συνολικά 13 αμερικανικά πλοία, ενώ στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων (1799 ή 1803- 1815) οι Γάλλοι είχαν καταλάβει 300 αμερικανικά πλοία και οι Βρετανοί κατέλαβαν εκατοντάδες πλοία.
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν, ξεκάθαρα, ότι οι Γάλλοι και οι Βρετανοί είχαν προκαλέσει μεγαλύτερες ζημιές στο αμερικανικό εμπόριο απ’ ό,τι οι κουρσάροι.
Ποια ήταν, λοιπόν, τα αποτελέσματα των «πολέμων της Μπαρμπαριάς»;
Πέρα από κομπασμούς για το ότι μια νεοσύστατη χώρα έδειξε στους Ευρωπαίους πώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους κουρσάρους, σύμφωνα με τον Λάμπερτ οι επιθετικές ενέργειες των Αμερικανών στην Μπαρμπαριά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, διότι «η άνοδος της Αμερικής ήταν κυρίως αποτέλεσμα αλλαγών στον κόσμο του Ατλαντικού παρά των στρατιωτικών επιχειρήσεων της χώρας» (σελ. 202).
Οι νέοι συσχετισμοί στην Ευρώπη διαμορφώθηκαν με το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, από τους οποίους αποδυναμώθηκε η Γαλλία και η Ισπανία και κατέστη κυρίαρχη η Βρετανία. Γεγονός που «έδωσε στην Αμερική την ελευθερία ναυσιπλοΐας στον Ατλαντικό» (σελ. 188).
Η δράση των πειρατών
Η δράση των πειρατών αποτέλεσε, για πολλούς αιώνες, μάστιγα για τα εμπορικά πλοία και τις νησιωτικές περιοχές της Μεσογείου.
Κέντρα της πειρατείας ήταν οι οθωμανικές επαρχίες στη Βόρεια Αφρική, Αλγέρι, Τύνιδα, Τρίπολη (σ.σ. η σημερινή Λιβύη) και το ανεξάρτητο σουλτανάτο του Μαρόκου, που εξασφάλιζαν μεγάλα έσοδα από εκβιασμούς είτε για να προσφέρουν ασφαλή διέλευση σε εμπορικά πλοία είτε να απελευθερώσουν πλοία και πληρώματα.
Μέχρι τον 16ο αιώνα η πειρατεία ήταν μέρος των συγκρούσεων για την κυριαρχία στο θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου, ιδιαίτερα μεταξύ Ισπανών και Οθωμανών.
Τότε τα κρατίδια της Βορείου Αφρικής δέχτηκαν στις παράκτιες πόλεις τούς τυχοδιώκτες απ’ όλη τη Μεσόγειο. Μεταξύ αυτών ήταν ο Χαϊρεντίν (Khair ad-Din), ο επονομαζόμενος Μπαρμπαρόσα (= κόκκινη γενειάδα), που κατέλαβε το 1510 το Αλγέρι με το πρόσχημα ότι το υπερασπίστηκε από τους Ισπανούς αλλά στη συνέχεια το «παρέδωσε» στον Οθωμανό σουλτάνο.
Από τον Μπαρμπαρόσα, τον περίφημο κουρσάρο, προήλθε η ονομασία «Μπαρμπαριά», με την οποία αναφέρονται τα τέσσερα κράτη- βάσεις των μουσουλμάνων πειρατών της Μεσογείου.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ρόμπερτ Ντέιβις στα χρόνια μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα συνελήφθησαν από πειρατές της Μπαρμπαριάς και πωλήθηκαν ως σκλάβοι περίπου 1 έως 1,25 εκατομμύριο Ευρωπαίοι.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά την Κήρυξη της Ανεξαρτησίας τους (1783) έχασαν την προστασία της Βρετανίας και στη συνέχεια της Γαλλίας και τα πλοία τους έμειναν εκτεθειμένα σε πειρατικές επιθέσεις.
Ετσι, μετά τις πρώτες επιθέσεις (1784) εναντίον αμερικανικών πλοίων οι ΗΠΑ ξεκίνησαν προσπάθειες για να συνάψουν συμφωνίες με τα κράτη της Μπαρμπαριάς ώστε πληρώνοντας «φόρο υποτέλειας» να κατοχυρώνουν την ασφάλεια των αμερικάνικων πλοίων. Το Μαρόκο ήταν το πρώτο κράτος που υπέγραψε, στις 23 Ιουνίου 1786, συνθήκη με τις ΗΠΑ.
Ακολούθησε η Αλγερία, με την οποία υπογράφτηκε, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, το 1795, συμφωνία και απελευθερώθηκαν 115 Αμερικανοί, που κρατούνταν όμηροι επί μια δεκαετία. Οι τελευταίες συμφωνίες έγιναν το 1799 με την Τρίπολη και την Τύνιδα.
Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, ο πασάς της Τρίπολης, Γιουσούφ Καραμανλή (Yusuf- ibn Ali- Karamanli ή Caramanli) απαίτησε ο φόρος υποτέλειας να αυξηθεί από περίπου 85.000 δολάρια σε 225.000 δολάρια ετησίως!
Μέχρι τότε το νέο αμερικανικό κράτος είχε καταβάλει σχεδόν 2 εκατομμύρια δολάρια, το ένα πέμπτο των ετήσιων εσόδων του, στα τέσσερα κράτη της Μπαρμπαριάς είτε ως λύτρα για την απελευθέρωση Αμερικανών κρατουμένων είτε ως αντάλλαγμα για να επιτρέψουν στα αμερικανικά εμπορικά πλοία να πλέουν στη Μεσόγειο.
Ετσι, η νέα εξωφρενική απαίτηση του ηγεμόνα της Τρίπολης προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον, που αρνούμενος να πληρώσει τα χρήματα ξεκίνησε (14.5.1801) τον Α’ Πόλεμο της Μπαρμπαριάς ή «Πόλεμο της Τρίπολης» (ο Β’ Πόλεμος έγινε το 1815).