Του Γιάννη Δημογιάννη
«… και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι~
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.» (Γ. Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης)
Παραμονή της 28ης Οκτώβρη. Στην Αγορά, ο μυθικός βασιλιάς της Ασίνης, κρυμμένος πίσω από θραύσματα Αρχαίων κολώνων. Οι πόθοι του, φτερουγίσματα πουλιών που ξενιτεύτηκαν. Οι σκέψεις του, άηχες. Ανάμεσα στους στοχασμούς του, σχεδίες ναυαγισμένες και αδειανά, γυναικεία πουκάμισα. Ο ίδιος προβλέψιμος θόρυβος… Οι ήρωες και τ’ απομεινάρια τους. Το Έπος και η σύγχρονη τραγωδία. Το κλέος και τα φαντάσματα της εποχής μας: ένας λαός, που προχωρά πια στα τυφλά, φορώντας – περισσότερο από συνήθεια – μία προσωπίδα, για την επόμενη παράστασή του. Ανοίγω την οθόνη του υπολογιστή, κοιτάζω τις ενημερώσεις, παραμονές της Εθνικής Επετείου. Και τότε, το κάδρο ανοίγει και αυτόματα, η κόρη των ματιών διαστέλλεται από την ένταση της στιγμής. Λες και οι δύο όψεις της προσωπίδας του λαού μας διασταυρώθηκαν αναπάντεχα, μέσα σε μία εικόνα, βγαλμένη, θαρρείς, από τα σπλάχνα ετούτης της πέτρινης γης. Ολάκερο το Ελληνικό παράδοξο, συμπυκνωμένο σε μία φωτογραφία, που τραβήχτηκε κάτω από τον απαστράπτοντα Αττικό Ουρανό! Εικόνα βουβή, όπως ταιριάζει στον καημό του Γέροντα της ακροποταμιάς. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσες να ενσαρκώσεις τη Νοσταλγία του ποιητή; Ν’ αφουγκραστείς, έστω, την αγωνία και τους ακατάληπτους χρησμούς του; Να χωρέσεις τον αντίλαλο της φωνή του: «εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μία πίκρας παντοτινής. Ο ποιητής ένα κενό.»
Αυτό το κενό, πιστεύω, ήρθε να καλύψει η συγκεκριμένη φωτογραφία ∙ αυτή τη σιωπή. Να διαμεσολαβήσει, δηλαδή, σαν νοερή γέφυρα, που θα συμφιλιώσει τις απέναντι όχθες της Ιστορίας. Σαν σημαδούρα καταμεσής στο πέλαγος – «εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς» – λίγες κιόλας μέρες, αφότου η Σουηδική ακαδημία απένειμε στον ποιητή της «Στέρνας», το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κατόρθωσε, είπαν, ν’ αποδώσει αυτούσιο το σκηνικό της σύγχρονης Ελληνικής τραγωδίας: Το παρελθόν που μας στοιχειώνει και το παρόν που μας πληγώνει. Ένα εκκρεμές που μοιάζει μετέωρο, ανάμεσα στις δύο Συμπληγάδες, σχεδόν κολλημένο τη στιγμή της αιώρησης. Περίπου όπως και ο πιτσιρικάς, που, παραμονές της 28ης, αποθανατίστηκε να τρέχει αμέριμνος, πάνω σ’ έναν στενό τοίχο, κάπου στην περιοχή του Ψειρή. Σε πρώτο πλάνο, αυτός μόνος του, ακροβατεί στην άκρη ενός ακάλυπτου μπαλκονιού. Τον βλέπεις ν’ αιωρείται και να ισορροπεί, πατώντας σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια με το σημάδι της αστραπής. Ένα παιδί που μπορεί και να γεννήθηκε στη μέση του Κατακλυσμού, κι όμως υπάρχει, τρέχει, ιδρώνει, για να θυμίζει τη μοναδική κατάφαση του Ήλιου. Αθώο, ανυποψίαστο, και ίσως γι’ αυτό το λόγο, άφθαρτο. Λες και η ισχνή φιγούρα του ετοιμάζεται ν’ απογειωθεί στην απεραντοσύνη των οριζόντων. Μία απεραντοσύνη που όλοι εμείς στερήσαμε από τον εαυτό μας: «Το δικαίωμα ν’ ακροβατούμε ελεύθερα και άφοβα στην άκρη ενός γκρεμού.»
Πίσω από τον αμέριμνο σχοινοβάτη, σε δεύτερο πλάνο, το φόντο της φωτογραφίας θολώνει. Στο βάθος του κάδρου, διαγράφεται αχνά ο βράχος της Ακρόπολης, σαν να εξαϋλώνεται κάτω από την αιθρία του Αττικού Ουρανού. Η ίδια πέτρινη νησίδα που ξεχωρίζει μες την καρδιά της πόλης, δείχνοντας τη ρότα, στους χαμένους Αργοναύτες. Και στην κορυφή της, το ιερό κέλυφος της Θεάς, ο Παρθενώνας, να αιωρείται κι αυτός, πάμφωτος. Το λίκνο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως καμώνονται να εκθειάζουν οι σοφοί, με μόνη διαφορά πως όλοι εμείς οι επίγονοι βαλθήκαμε να γαλουχήσουμε μέσα του, όχι τον Άνθρωπο, αλλά τα τέρατα που έθρεψε ο νους μας… «Με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονή θλίψη», όπως επιμένει να επαναλαμβάνει ο ποιητής ▪ όπου κι αν στραφεί, «παντού ένα κενό». Γιατί η συγκεκριμένη φωτογραφία έφτασε στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, για ν’ ανασύρει στην επιφάνεια, ιδίως αυτήν την ασφυκτική αίσθηση του κενού: Την απουσία που γεννιέται από τη θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους, που δυστυχώς δεν συναντήθηκαν ποτέ. Γι’ αυτό, και ο βασιλιάς της Ασίνης απέμεινε έως τις μέρες μας, γυμνός και απροστάτευτος – «άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο» – εφόσον η Μοίρα του ταυτίστηκε με το πεπρωμένο ενός λαού, που συνειδητά επέλεξε να βυθιστεί στη Λήθη ▪ το μόνο κραταιό Ελληνικό βασίλειο. Ίσως, τελικά, αυτός να ήταν και ο μεγαλύτερος καημός του ποιητή, όταν κάποτε μίλησε για εκείνον τον άσημο Βασιλιά. Γιατί, κατ’ εμέ, το στοιχείο που καθόρισε πιότερο, τη σκέψη του Σεφέρη ήταν η θλιβερή παραδοχή πως σε τούτον δα τον τόπο δεν απομένει πλέον τίποτε άξιο για να στηριχθείς, παρά μονάχα ένα «παιδί της αστραπής».
Ποιός ξέρει ύστερα, αναρωτήθηκα. Αν ο ποιητής βρισκόταν, όπως το συνήθιζε, «ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες», πολύ πιθανό και ν’ αναζητούσε τριγύρω, στον Αττικό Ουρανό, αυτή τη στιγμή. Είμαι σίγουρος πως τα μάτια του, όταν κέντραραν τριγύρω, κατά τη συνοικία του Ψειρή, αργά ή γρήγορα θα έπεφταν και πάνω στον άγνωστο πιτσιρικά. Τον φαντάζομαι, τότε, να κεντράρει – είτε με τ’ αγαπημένα του κιάλια είτε με τη φωτογραφική του μηχανή – πάνω στο πλάνο, και μετά, μέχρις ότου καθαρίσει το κάδρο της φωτογραφίας, τον νιώθω να συνομιλεί νοερά, με τον σύγχρονο Άγγελο: «Ασίνην τε… Ασίνη τε…» – η επίκλησή του ακούγεται σαν μία βουβή οιμωγή. Είναι η στιγμή, που απέναντι σ’ έναν κόσμο κουφών, η φωνή του γέροντα της ακροποταμιάς απλώνεται σαν ψίθυρος μες στη σιωπή: «Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται… υπάρχουν άραγε/ εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς/ υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής/ εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας/ αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου… ο ποιητής ένα κενό.»
Έχει λεχθεί εύστοχα πως σπάνια κάποιος θα συναντούσε σ’ ένα τυχαίο ποίημα του Σεφέρη, την ίδια ακριβώς λέξη, να επαναλαμβάνεται, και μάλιστα 4 φορές. «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό»… «Κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό»… «Ένα κενό παντού μαζί μας»… «Ο ποιητής ένα κενό»… Θα φάνταζε, μάλλον, πρωτοφανές για έναν τεχνίτη του δικού του βεληνεκούς. Κι όμως, αυτή η λέξη, το «ένα κενό», έγινε διόλου τυχαία, και ο οδοδείκτης του ποιήματος, διατρέχοντας έτσι, από την μία άκρη στην άλλη, το σώμα του «Βασιλιά της Ασίνης». Εξάλλου, το κενό – ως έννοια που παραπέμπει ευθέως στην έλλειψη νοήματος, στην απουσία, δηλαδή, πνευματικού ή ηθικού περιεχομένου – συνυφαίνεται άρρηκτα και μ’ ένα ακόμη βιβλικό ποίημα, την «Έρημη χώρα» του Τ.Elliot ▪ ένα έργο που στιγμάτισε μετέπειτα, τόσο καθοριστικά την ποιητική του διαδρομή. Βλέποντας, λοιπόν, ξανά τη φωτογραφία με το παιδί της αστραπής, αυτές τις λιγοστές λέξεις – «το κενό» και «την Έρημη χώρα» – ξεχωρίζω και κρατώ σαν αντίδωρο… Ένα αδηφάγο κενό που ισόβια στοιχειώνει τη χώρα, στην οποία στήσαμε τις εστίες μας. Απλά, ο Σεφερικός λόγος αποκαλύπτει ενώπιον μας πως ο βασιλιάς ετούτης της έρημης γης υπήρξε ανέκαθεν γυμνός: «Ή μήπως όχι, δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος/ η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής».
Απέναντι, λοιπόν, στην παραπάνω θλιβερή διαπίστωση, που εξακολουθεί να αιωρείται, μετά από 70 τόσα χρόνια, αναπάντητη στον τόπο, είναι καιρός πια ο καθένας μας ν’ αναλογιστεί ποιό θα είναι από εδώ και στο εξής, το βάρος που εμείς θα δώσουμε στα έργα μας, προκειμένου να λυτρωθούμε επιτέλους από το βασανιστικό κενό, που έχει ριζώσει στις ζωές μας, αλλά πρωτίστως στις ζωές, και το μέλλον των παιδιών μας. Όλων αυτών, δηλαδή, των αναμάρτητων ψυχών, που καλούνται άδικα να επωμιστούν ή και να πληρώσουν τα δικά μας κρίματα. Καλή ώρα, σαν εκείνο το αγόρι, που κάποτε, παραμονές 28ης Οκτώβρη του 2017, περπάτησε αμέριμνο πάνω στα θραύσματα ενός στενού τοίχου, διεκδικώντας το μοναδικό ίσως «κενό» που μπορεί να γεννήσει ελπίδα, για τον αυριανό κόσμο: ένα ανοιχτό παράθυρο στο Φως.
Φωτογραφία, Νάνσυ Μάρκου
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 11.11.2017