Από τον Σταύρο Αντύπα
Στην τροχιά της ιστορίας, τα πόδια βαδίζουν βαριά. Τα πρόσωπα πλημμυρισμένα από ανεξήγητα ερωτηματικά, απατημένες ματιές που σέρνονται στα πεζοδρόμια της απογοήτευσης. Τα χέρια, η ταυτότητα ενός λαού που πρόκοψε με ιδρώτα και ρόζους, ντροπιαστικά κρύβουν την ανέχεια και την ατολμία τους σε υφάσματα ξεπλυμένων γαλανόλευκων μουσαμάδων.
Στη μια τσέπη, δυο κέρματα για ψωμί, φόροι πολυτελούς εξαθλίωσης, νάιλον πορτοφόλια με ατσάλινους λογαριασμούς, κάρτες μιας χρεωκοπημένης κοινωνίας που αντάλλαξε κατόπιν παραγγελίας τη ψυχή με μια πανάκριβη οδοντόκρεμα για κατασκευασμένα χαμόγελα. Ιδρωμένα χαρτονομίσματα μιας Ευρώπης που σβήνει, συντετριμμένη ελπίδα σε τροχιά παράκτιας ανάπτυξης, άστεγοι πληθυσμοί διατεταγμένων ελλειμμάτων.
Στην άλλη τσέπη, το φιτίλι σβηστό, το χειροκρότημα σε αναμονή, βρεγμένες απολήξεις του δέρματος που μουσκεύουν εκατοντάδες σελίδες λαϊκής μνήμης. Ένα εισιτήριο νεανικής διαφυγής, πτυχία μεταφρασμένα στα γερμανικά, γαλλικές εποποιίες σε τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες, νύχια – κάποτε – γαμψά που περνούν τον καιρό τους στριφογυρίζοντας ψίχουλα.
Σ΄ ένα εφιαλτικό κουκλόσπιτο, σε οικόπεδο με θέα, φως, νερό, χώμα κομμένα στα μέτρα «στοργικών» δανειστών, ένας λαός σε συσκευασία τσέπης, μια Ιστορία σε σμίκρυνση, ανύπαρκτα εμπόδια στο δρόμο των αριθμών. Μια κανονική μηχανή, γρανάζια κοφτερά, σύμβολα επερχόμενων ολοκαυτωμάτων, που συσκευάζει σε μέγεθος ανθρώπων τον αδήλωτο πλούτο άχρωμων κεφαλαίων.
Στον τόπο αυτό τα μάτια δείχνουν να φοβούνται. Η ντροπή καμουφλάρει τα κοιμισμένα πάθη, ιδρώτας και δάκρυ παγωμένα στέκονται στις πηγές αιμοφόρων αγγείων, το μέλλον στέρεψε στις ουρές των συσσιτίων και σε ξεχαρβαλωμένες παιδικές χαρές, τα σχολεία περιμένουν τις δόσεις του ενός κρουασάν και οι τσέπες ραμμένες στα ρηχά σφράγισαν για έναν αιώνα κάλπικα όνειρα με συντελεστή αφαιρούμενων γενεών.
Κι όλο πιο βαθιά, νύχια που εκλιπαρούν για ένα μεροκάματο, δάκτυλα που μετανιώνουν να στύψουν την πέτρα, παλάμες με κομμένες τις γραμμές της ζωής, αρθρώσεις από γύψο, τένοντες με νάρθηκες, χέρια σε τσέπες που κουράστηκαν να κουβαλούν παραδομένα κι άνευρα υπολείμματα μιας ρηχής και προσδόκιμης αναμονής.