Ο Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ (ΑΘΗΝΑ 2007)
Από τον Τάσο Κωστόπουλο
«Η Χώρα αποκτά πολιτικήν κυβέρνησιν. Συνιστώμεν εις τον λαόν να τηρήση την ψυχραιμίαν και αυτοκυριαρχίαν του διά το καλόν του Εθνους»
Αρχηγείο Στρατού, 23/7/1974
Tα επετειακά αφιερώματα για τη Μεταπολίτευση του 1974 περιστρέφονται συνήθως γύρω από δύο άξονες. Ο ένας είναι τα τεκταινόμενα στην κορυφή: οι διεργασίες στους κόλπους του δικτατορικού καθεστώτος, η εκκόλαψη εναλλακτικών λύσεων και ο ρόλος των ΗΠΑ στη δρομολόγηση της πολιτικής αλλαγής.
Ο δεύτερος επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών και όσα αυτή σήμανε για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών: το μεθυστικό ξέσπασμα μιας ολόκληρης κοινωνίας μετά την ξαφνική αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου και του συνέρχεσθαι, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, το τέλος του συλλογικού φόβου και τη σταδιακή ανάκληση των απωθημένων πτυχών του επτάχρονου «γύψου».
Αυτό που κατά κανόνα μένει στη σκιά είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Πώς βίωσαν την πολιτική αλλαγή εκείνων των ημερών τα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που είχαν ωφεληθεί από τη χούντα και την κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών;
Εθνικόφρονες που λυμαίνονταν κατ’ αποκλειστικότητα το κράτος ελέω πιστοποιημένων φρονημάτων, επιχειρηματίες που έκαναν χρυσές δουλειές χάρη στη βίαιη πειθάρχηση του εργατικού δυναμικού και την προστατευτική κάλυψη της λογοκρισίας, στρατιωτικοί που αναβαθμίστηκαν για μια ολόκληρη επταετία σε συλλογικό διαχειριστή του Δημοσίου –όλοι αυτοί έχουν προφανώς τις δικές τους εκδοχές για την ιστορική στιγμή της 23ης Ιουλίου 1974, έστω κι αν αποφεύγουν συνήθως να εκφραστούν δημόσια επ’ αυτού.
Μια επιμέρους πτυχή αυτής της εμπειρίας θα μας απασχολήσει σήμερα: πώς περιγράφουν τη Μεταπολίτευση στα απομνημονεύματά τους δύο αξιωματικοί που δεν είχαν μεν πρωταγωνιστικό ρόλο στα τεκταινόμενα, τα έζησαν όμως από πρώτο χέρι, ως αντιπροσωπευτικοί τύποι στρατιωτικών της εποχής.
Ο φιλοπόλεμος βασιλόφρων…
Η πρώτη μαρτυρία προέρχεται από τον στρατηγό Μιχαήλ Οικονομάκο, διοικητή της 21ης Ταξιαρχίας Τεθωρακισμένων της Κομοτηνής το καλοκαίρι του 1974, και εκδόθηκε μεταπολιτευτικά από ακροδεξιό οίκο («Από την Αφρική στον Εβρο», Αθήνα 1979, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις).
Φανατικός βασιλόφρων, ο συγγραφέας είχε συλληφθεί με επεισοδιακό τρόπο κατά το ιωαννιδικό πραξικόπημα του 1973, για να επιστρέψει την επομένη στα καθήκοντά του (σ. 183-7).
Τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της μαρτυρίας του για τη χούντα αφορούν κυρίως την αχαλίνωτη ενδοστρατιωτική ίντριγκα και ρουσφετολογία, που επί «επαναστάσεως» έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Ακόμη κι ο ίδιος προσέφυγε στον Ιωαννίδη, παλιό συμμαθητή του στην Ευελπίδων, για να ακυρώσει μια ανεπιθύμητη μετάθεση (σ. 174-6).
Η εικόνα που σκιαγραφεί για το καλοκαίρι του 1974 είναι αυτή ενός παραλίγο εθνικού θριάμβου, που ματαιώθηκε από τις πολιτικές εξελίξεις:
«Απ’ όπου κι αν περνούσες επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Οι έφεδροι προσήρχοντο με υψηλό ηθικό και με υπέροχο σθένος, σχηματίζοντας με τα δάκτυλα το σήμα της νίκης. Ζούσαμε και πάλι ιστορικές στιγμές. […] Ελαβα επιθετική διάταξη και ήμουν έτοιμος να εξορμήσω. Η Μονάδα μου ήταν υπέροχη. Είχε φθάσει στον προορισμό της ύστερα από ολονύκτια πορεία από δύσβατο έδαφος, χωρίς καμία βλάβη. Πειθαρχημένη, εκπαιδευμένη, με υψηλό ηθικό, αξιόμαχη. Θα έφερνε εις πέρας την αποστολή της γρήγορα και με επιτυχία» (σ. 191).
«Στις 24 Ιουλίου έγινε η μεταπολίτευσις. Η στρατιωτική Κυβέρνησις παρέδωσε στους πολιτικούς. Παρακολουθούσαμε με αγωνία τις επιτυχίες των Τούρκων στην Κύπρο. Με λύπη μας βλέπαμε την έλλειψη ελληνικής αντιδράσεως. Ολα αυτά τα γεγονότα μάς εφαίνοντο απίστευτα. Καλά εκεί, αλλά εδώ που μπορούσαμε να τους σαρώσουμε γιατί καθόμαστε;
Σε λίγο έγινε ρουτίνα η παραμονή μας στην περιοχή. Εξεφυλίσθη και η όρεξις των επιστράτων. Ηθελαν να γυρίσουν στα σπίτια τους “αφού δεν γινόταν τίποτε”, εννοούσαν πόλεμος. Οπως μπορούσα, εφ’ όσον οι Διαταγές μού άφηναν περιθώρια, τους απέλυα. Αλλωστε ήμουν υπερπλήρης» (σ. 192).
Η «πολιτική κρίσις που διέτρεχε η χώρα» (δηλαδή η αποκατάσταση της δημοκρατίας) δεν τον πτοεί, με μια εξαίρεση: «Εντύπωση μας έκανε γιατί δεν εκαλείτο να επανέλθη ο βασιλεύς» (σ. 192).
Για τις σχέσεις με τον πληθυσμό, εξαιρετικά εύγλωττη είναι η σκιαγράφηση των βασικών συνεργατών του στον χώρο επισταθμίας. «Ο πρόεδρος του χωριού, ένας ακρίτας λεβέντης με τις μουστάκες του, ήταν ο πιο πολύτιμος βοηθός μου. Ακούραστος και συνετός. Σαν τα πιστά σκυλιά. Ο κλητήρας της Κοινότητος, ένας σακάτης φιλάσθενος βοηθός του προέδρου, ακούραστος να μας εξυπηρετήσει σε όλες τις μικροεπιθυμίες. Ο μεγάλος ενθουσιασμός ήταν όταν τον ανεκήρυξαν κατ’ απονομήν σε… δεκανέα» (σ. 192).
Με ενθουσιασμό περιγράφεται ο σωφρονισμός αντιφρονούντων και λιπόψυχων: «Μια κοπέλα που έφυγε ο αρραβωνιαστικός της σαν Επίστρατος κλαψούριζε για την τύχη της, αλλά δέχθηκε δυο ξεγυρισμένα χαστούκια από τον πατέρα της» (σ. 191). «Ενας Ιεχωβάς με τον πατέρα του ήρθαν να μου κάνουν θεωρία. Εδιωξα τον πατέρα. Τον γυιο, στρατιώτη, τον έκλεισα σε ένα αυτοσχέδιο πειθαρχείο στο ύπαιθρο με συρματόπλεγμα γύρω γύρω» (σ. 192).
Τα δύσκολα θα αρχίσουν τον Σεπτέμβριο, όταν ο ταξίαρχος προάγεται σε υποστράτηγο κι αναλαμβάνει αρχηγός του Οπλου του «σε δύσκολες ημέρες»:
«Τα τεθωρακισμένα, όπως είναι γνωστό, είναι το ισχυρότερο Οπλο. Προσπαθούσαν συνεπώς όλοι να τα έχουν δικά τους. Ετσι ανέμειξαν το Οπλο μέχρι το λαιμό στις συνωμοσίες. Η “αποχουντοποίηση” λοιπόν εσκόπευε κατ’ ευθείαν στα άρματα χωρίς να λογαριάζη τις απώλειες και μάλιστα τέτοιες ώρες» (σ. 194).
»Μάταια προσπαθεί να υποβάλει στον υφυπουργό Αμυνας Ιωάννη Κατσαδήμα, παλιό συνάδελφο και διοικητή του, την «πολιτική της Λήθης», με ρητό περιορισμό των εκκαθαρίσεων σε δυο-τρεις στρατηγούς. «Από πολλούς παρεξηγήθηκε η στάσις μου. Νομίζω μάλιστα ότι με παρακολουθούσαν και το ανέφερα αρμοδίως» (σ. 195).
Ακόμη πιο τραυματικά βιώνει το αντιχουντικό ξέσπασμα της κοινωνίας και την ξαφνική αποκαθήλωση του διατεταγμένου σεβασμού για καθετί στρατιωτικό:
«Οι εφημερίδες με δημοσιεύματα και γελοιογραφίες, που πρωτοστατούσε κυρίως η γελοιοποίησις των αρμάτων, προσπαθούσαν να χύσουν όσο μπορούσαν πιο πολύ δηλητήριο στο Στράτευμα. Δεν εφείδοντο ουδενός. Τα θέατρα είχαν εκτροχιασθή σε ύβρεις και δεν εδίστασαν ακόμη να αποκαλέσουν τον πρώην Αρχηγό ΓΕΕΘΑ Κίναιδο. Η Κυβέρνησις εθεάτο απαθής. Επέκειντο εκλογές, γαρ!» (σ. 194-5).
Ακόμη και η συμβολική μετονομασία της ΕΣΑ εκλαμβάνεται έτσι ως απαράδεκτη υποχώρηση απέναντι στον εσωτερικό εχθρό:
«Στους στρατιώτες είχε παρατηρηθεί ένα μικρό ξεχαρβάλωμα. Στον πόλεμο αυτό αρχίζει με φωνές, απειθαρχίες και πέταγμα των όπλων. Στην ειρήνη με τα μαλλιά, με την αφαίρεση του καπέλου και διάφορα άλλα. […] Κοιτάξτε σήμερα τι γίνεται στο δρόμο.
»Η μετονομασθείσα από ΕΣΑ σε Στρατονομία δεν τολμάει να επέμβη. Η πρώτη υποχώρησις της Υπηρεσίας ήταν η αλλαγή του ονόματος. Ηταν επέμβασις στα εσωτερικά του Στρατού που επεδίωκαν οι κομμουνισταί. Και το επέτυχαν υπό τας ευλογίας του αστικού καθεστώτος» (σ. 196).
…και ο ρεαλιστής
Πολύ πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η μαρτυρία ενός ταγματάρχη -τότε- του Ελεγκτικού Σώματος, που το 1974 υπηρετούσε στην ίδια ταξιαρχία κι αποστρατεύτηκε το 1983 (Ιωάννης Χαρμαντάς, «Αναμνήσεις και στοχασμοί», Αθήνα 2002, εκδ. Λογοθέτης). Ο συγγραφέας αφηγείται αναλυτικά την τριετή υπηρεσία του στη Θράκη (11/9/1973-20/9/1976), καταγράφοντας λεπτομερώς τις τότε ενέργειες, σκέψεις ή συναισθήματά του και διασώζοντας χαρακτηριστικά συμβάντα που φωτίζουν το κλίμα των ημερών στις μονάδες της μεθορίου.
Η μετάθεσή του στην Κομοτηνή είχε τιμωρητικό χαρακτήρα κι έγινε με εντολή του αρχηγού Στρατού, ως άτυπη ποινή για «μια αντικειμενική Εκθεση Οικονομικής Επιθεώρησης» που αυτός είχε υποβάλει για κάποιο ΝΠΔΔ εποπτευόμενο από το ΓΕΣ (σ. 19). Παρ’ όλα αυτά δεν τσιγκουνεύεται τα καλά λόγια για τη χούντα, που εξασφάλισε στον ελληνικό λαό ευημερία και ασφάλεια με αντάλλαγμα τη «σιωπηρή ανοχή» του (σ. 322).
Ακόμη κι ο Ιωαννίδης ξεπλένεται στο βιβλίο σαν «αγνός και έντιμος πατριώτης, αλλά ανεδαφικός εθνικός οραματιστής», που απλώς «απεδείχθη πολιτικά άπειρος και αδύναμος να αντιληφθεί τον ρόλο που, εν αγνοία του, του ανέθεσε η διεθνής πολιτική» (σ. 322). Η αντιδικτατορική αντίσταση στηλιτεύεται απεναντίας σαν επιβουλή κατά της πατρίδας, αφού οι «υπερβολές και ανεξέλεγκτες ενέργειές» της επέτρεπαν στους ξένους ραδιοσταθμούς να «θίγουν έστω και εμμέσως την τότε Ελληνική Οικονομία και τα Εθνικά μας δίκαια» (σ. 131).
Οι δυναμικές δε αντιστασιακές ενέργειες καταγγέλλονται σαν τρομοκρατικές πράξεις σε βάρος αθώων, με διακριτική δικαιολόγηση ακόμη και των βασανιστηρίων της ΕΣΑ που απέβλεπαν στην πρόληψη ή τον κολασμό τους (σ. 92-3). Η συμπάθειά του για την «Επανάσταση» δεν εμπόδισε πάντως τον συγγραφέα να νιώσει «ανακούφιση και ασφάλεια» με την έλευση του «δοκιμασμένου» Καραμανλή (σ. 185), ακόμη και να αποδεχτεί την «παράνομη» δικαστική καταδίκη των δικτατόρων σαν μια «ορθή» ενέργεια σκοπιμότητας που απέβλεπε στην «εκτόνωση της λαϊκής φόρτισης» (σ. 324).
Σε αντίθεση με τον διοικητή του, που αδημονούσε να εισβάλει στην Τουρκία, ο ταγματάρχης μας δεν διακατέχεται από πολεμοχαρείς διαθέσεις. Διαπιστώνει μάλιστα πως ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα ισοδυναμούσε με νέο 1897:
«Είδα με φόβο μια επικίνδυνη αρρυθμία της Στρατιωτικής μηχανής κατά την πρώτη ημέρα της επιστρατεύσεως και χωρίς μάλιστα να υφιστάμεθα καμιά πίεση από απόψεως ενάρξεως πολεμικών επιχειρήσεων στον ακριτικό χώρο της Θράκης. Αν αντιμετωπίζαμε και προσβολές των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων από ξηράς ή θαλάσσης ή και αέρος, τότε η λειτουργική αρρυθμία θα παραχωρούσε τη θέση της στο χάος;» (σ. 162).
Με θλίψη σημειώνει στις 22 Ιουλίου κάποια κρούσματα: «Μονάδες ολόκληρες και μεμονωμένα κλιμάκια αυτών ή οχήματα διερχόμενα, κατά την διανυκτέρευσή των στα στρατόπεδά μας επάνω, επέφεραν αρκετές καταστροφές στα μόνιμα υλικά στρατοπεδίας, ακόμη δε αφαιρούσαν και έπαιρναν μαζί τους ό,τι έβρισκαν από τα είδη που τους έλειπαν· κυρίως λεηλατούσαν τα παροπλισμένα οχήματα. Ανέφερα το γεγονός στην Ταξιαρχία και έλαβα εντολή να απαγορεύω τον στρατωνισμό διερχομένων» (σ. 173).
Το ίδιο βράδυ, τελευταίο 24ωρο της χούντας, «το χειρότερο νέο ήρθε απ’ τον Εβρο. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι οποίες δεν κατέστη τότε δυνατό να εξακριβωθούν, μια Μονάδα Πεζικού μας διετάχθη να επιτεθεί με το πρώτο φως της ημέρας κατά των απέναντι Τουρκικών φυλακίων!
Οι Αξιωματικοί, όσοι έλαβαν γνώση της διαταγής αποβραδίς, φρόντισαν να φυγαδεύσουν τις οικογένειές τους την νύκτα προς Θεσσαλονίκη, αλλά πιο καλά έκαναν εκείνοι που, επιφορτισμένοι όντες με την υλοποίησή της, αρνήθηκαν να την εκτελέσουν, γιατί ήταν το ολιγώτερον επικίνδυνη για την Πατρίδα!
Τι πράγματι είχε συμβεί στον Εβρο εκείνο το βράδυ, κανείς δεν είπε ποτέ ότι το γνωρίζει στο σύνολό του. Το βέβαιο πάντως είναι πως μερικές οικογένειες Αξιωματικών με τα Ι.Χ. αυτοκίνητά τους πέρασαν την νύκτα απ’ την Κομοτηνή με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη!» (σ. 178).
Ο ίδιος είχε πάντως φροντίσει να στείλει τη δική του οικογένεια με ταξί στην Αθήνα από το πρωί, εξασφαλίζοντας μέσω του διευθυντή της Νομαρχίας μια διατακτική καυσίμων από τα αποθέματα που είχαν επιταχθεί για στρατιωτικές ανάγκες (σ. 169 & 173).
Εσωτερικός εχθρός Νο 1
Η κυριότερη ανησυχία του ταγματάρχη Χαρμαντά, ως υπεύθυνου ασφαλείας του Στρατηγείου Κομοτηνής κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης, προερχόταν από την παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας.
«Ενιωθα έναν περίεργο φόβο», γράφει, «όχι για την εξέλιξη των επιχειρήσεων στον Εβρο αλλά για τις πιθανές αναταράξεις που θα προκαλούσαν αυτές στο “πάνοπλο” Μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης και της περιοχής μας. Δεν ήθελα με καμιά δικαιολογία, με τίποτε, να με πιάσουν στον ύπνο» (σ. 163). Κατά την παραμονή του στη Ροδόπη είχε διαπιστώσει με ανησυχία την ταύτιση των περισσότερων ντόπιων μουσουλμάνων με τη γειτονική χώρα (σ. 88-9 & 111). Η αφήγησή του αποτελεί, ως εκ τούτου, μια σπάνια κατάθεση για την αποσιωπημένη μειονοτική πτυχή της κρίσης του 1974.
Από το πρώτο βράδυ (20/7), διαβάζουμε, η Χωροφυλακή τού ζήτησε «οδηγίες για το αν θα πρέπει να αφαιρέσει τα κυνηγετικά όπλα που είχαν στα χέρια τους οι Μουσουλμάνοι» και τα οποία, «κατά τους υπολογισμούς της, ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες περίπου».
Απευθύνθηκε στο Γ’ Σ.Σ. της Θεσσαλονίκης, για να λάβει την απάντηση «πως θα επιληφθούν και θα δοθούν το συντομότερο δυνατό οδηγίες στους αρμοδίους» (σ. 158). Η Χωροφυλακή επανήλθε την επομένη, δίχως αποτέλεσμα. «Τα όπλα τελικά αφαιρέθηκαν απ’ τους Μουσουλμάνους την επόμενη άνοιξη, κατά τη διενέργεια των Δημοτικών Εκλογών» (σ. 168).
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των μέτρων ασφαλείας που πήρε για την προστασία του Στρατηγείου από ενδεχόμενη «πίεση των ενόπλων εχθρικών μαζών»: «Τοποθέτησα στα χωρίς παραθυρόφυλλα παράθυρα του ισογείου μεταλλικά πλέγματα κρεβατιών για να εμποδιστεί το ρίξιμο στους εσωτερικούς χώρους βομβών μολότωφ και να αποσοβηθεί έτσι το εύκολο κάψιμο του Στρατηγείου.
Εζήτησα από τη Χωροφυλακή και έγινε έλεγχος και απομάκρυνση απ’ τους πλησίον των Στρατοπέδων χώρους όλων των Ι.Χ. αυτοκινήτων που δεν ανήκαν σε Χριστιανούς.
Τοποθέτησα άοπλους οπλίτες παρατηρητές όλων των Μουσουλμανικών σπιτιών που περιέβαλλαν τα Στρατόπεδα, γιατί μονίμως είχαν ανοικτά τα παράθυρά τους και το βράδυ σβηστά τα φώτα τους. Θέλησα μ’ αυτόν τον τρόπο να δυσχεράνω όσο γινόταν την παρατήρηση του εχθρού επί των δικών μας κινήσεων» (σ. 170).
Αυτοί που στη δεδομένη συγκυρία κινδύνευαν περισσότερο ήταν βέβαια οι ίδιοι οι μειονοτικοί, όπως διαπιστώνουμε στις επόμενες σελίδες:
«Η υπόλοιπη νύχτα [22-23/7] πέρασε ήσυχη στα Στρατόπεδά μας. Το ίδιο όμως δεν συνέβη και στην πόλη. Εκεί έγιναν μικροεπεισόδια. Ενας μέθυσε, καβάλησε μια μπουλντόζα και εμβόλισε το κατάστημα ενός Μουσουλμάνου, ο οποίος αποζημιώθηκε μετά την μεταπολίτευση. Ενα περιπολικό της Χωροφυλακής υπέστη επίθεση με τούβλα από αγνώστους, ενώ στο Νοσοκομείο Κομοτηνής μεταφέρθηκε τραυματισμένος, ευτυχώς ελαφρά, με μαχαίρι ένας Μουσουλμάνος» (σ. 177-8).
Το παραδέχεται και ο ίδιος, όταν περιγράφει το κλίμα τρόμου που επικράτησε τις επόμενες μέρες μεταξύ των μουσουλμάνων:
«Λίγοι λίγοι άρχισαν να χάνονται απ’ την κυκλοφορία και όσοι από ανάγκη βρίσκονταν ανάμεσά μας ήταν σιωπηλοί και φοβισμένοι. Οι υπάλληλοι των καταστημάτων δεν πήγαιναν στις δουλειές τους. Οσοι είχαν αφεντικά Χριστιανούς, ζητούσαν από αυτούς να τους κρύψουν και να τους προστατέψουν από ενδεχόμενη εκδίκηση των Ελλήνων σε περίπτωση Ελληνοτουρκικού πολέμου. Ενας υπάλληλος μου είχε εκμυστηρευθεί τους φόβους του ως εξής: “Κύριε Γιάννη, πολλά έκαμαν οι δικοί μας εκεί κάτω στην Κύπρο. Αραγε και μεις εδώ δεν θα πάθουμε τα ίδια, αν γίνει πόλεμος, απ’ τους Ελληνες;”» (σ. 203).
Την εικόνα συμπληρώνει το ξέσπασμά του λίγο αργότερα (1/9), όταν στην Αθήνα ακούει ειρωνικά σχόλια για τους στρατιωτικούς: «Εμείς εκεί πάνω ξημεροβραδιαζόμαστε ανάμεσα στους Τούρκους και έχουμε πολύ σοβαρά προβλήματα και αγωνίες με δαύτους, ενώ εσείς εδώ κάτω με όλη σας την σιγουριά και την άνεση μοιράζετε ευθύνες» (σ. 236).
Εσωτερικός εχθρός Νο 2
Εκτός από τους Τούρκους, δυνητικό εχθρό για τους ένστολους εθνικόφρονες αποτελούσαν όμως και οι ίδιοι οι φαντάροι τους –ιδίως οι ξεψαρωμένοι επίστρατοι πολίτες που δεν έτρεφαν τον παραμικρό σεβασμό για το καθεστώς που κατέρρεε. Για τον ταγματάρχη Χαρμαντά, ο γενικός χαρακτήρας της επιστράτευσης δεν υπήρξε παρά προϊόν συνωμοσίας για την επιβολή και -κυρίως- τη διασφάλιση της καθεστωτικής αλλαγής. Εκτίμηση που στα απομνημονεύματά του εικονογραφεί με εξαιρετική γλαφυρότητα.
Το πρώτο σοκ το υπέστη στις 22 Ιουλίου. «Λίγο πιο πάνω απ’ το εστιατόριο είχε σταματήσει ένα ταξί, γκρι Μερσεντές, με επίστρατους μέσα· ένας εξ αυτών, κατεβαίνοντας τους αποχαιρέτησε με τις εξής φράσεις: “Αντε γεια σας και όπως είπαμε, μια μπροστά στους Μεμέτηδες και δυο πίσω στους χούντες”. Δεν κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε» (σ. 174). Θα το συνειδητοποιήσει πλήρως μετά τη βραδινή συνομιλία του μ’ ένα λοχαγό που είχε στείλει η ΚΥΠ για να ελέγχει την κατάσταση:
«Δυστυχώς μου επιβεβαίωσε την υποψία που είχα, ότι η προτροπή είχε την έννοια “μια σφαίρα στους Τούρκους και δυο στους δικούς μας Αξιωματικούς!”. Αν και το είχα ακούσει με τα ίδια μου τα αυτιά, αν και μου το επιβεβαίωσε ο Λοχαγός, που ήταν σοβαρός Αξιωματικός, εν τούτοις αδυνατούσα να το πιστέψω. […] Και όμως, όπως θα δούμε και πιο κάτω, και μερικοί άλλοι Διοικηταί Μονάδων είχαν παρόμοιες πληροφορίες και φρόντισαν να δημιουργήσουν γύρω τους, άλλοι χωρίς διαφάνεια και άλλοι εντελώς φανερά, προσωπική φρουρά από έμπιστούς των στρατιώτας!» (σ. 176).
Η έκταση της ανατροπής θα γίνει αντιληπτή το πρωί της 24ης Ιουλίου, λίγες ώρες μετά την καθεστωτική αλλαγή, όταν υπαξιωματικοί και οπλίτες του εκφράζουν μεγαλόφωνα τη δυσφορία τους για τον παρατεταμένο εγκλεισμό, αποσπώντας κάποιες πρώτες άδειες εκ περιτροπής.
Ο ταγματάρχης διαπιστώνει ότι «στον μπερέ μερικών είχε κοπεί το Εθνόσημο στη μέση. Είχε αφαιρεθεί δηλαδή το σήμα της 21ης Απριλίου, “ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνιξ” ή το πουλί ή το όρνιο του Παπαδόπουλου, όπως χλευαστικά αργότερα το ονόμαζαν και το περιγελούσαν» (σ. 186). Στο εστιατόριο όπου γευματίζει το μεσημέρι, ο κόσμος είναι «πιο θαρρετός» και συζητά μεγαλόφωνα τα συμβάντα. Το ίδιο κι οι επίστρατοι που είχαν πλημμυρίσει την πόλη: «Κάτι έχει αλλάξει σήμερα στη συμπεριφορά τους και στον αριθμό, τον μεγάλο αριθμό που είχε έξοδο» (σ. 187).
Η απώλεια του ελέγχου ολοκληρώνεται την επομένη: «Η πόλη ήταν γεμάτη από Επίστρατους. Το θέαμα που παρουσίαζαν ήταν απογοητευτικό! Από όλα τα Εθνόσημά τους είχαν αφαιρέσει το “πουλί”. Μικρό και ανεπαίσθητο κατά της πειθαρχίας κακό! Ηταν αξύριστοι και αντικανονικά ντυμένοι. Ο μπερές στο κεφάλι μερικών είχε στραφεί με το Εθνόσημο προς τα πίσω! Το υποκάμισο της φόρμας, το μισό έξω και το άλλο μέσα στο παντελόνι. Ζώνη δεν φορούσαν ή όσοι την έφεραν την είχαν λασκάρει τόσο πολύ, που κρεμόταν κάτω από την κοιλιά τους. Μερικοί δεν φορούσαν καθόλου αρβύλες αλλά πλαστικές σαγιονάρες, ενώ άλλοι μια αρβύλα και μια σαγιονάρα» (σ. 199-200).
Υπήρχαν και χειρότερα, όπως τον πληροφορεί ένας έφεδρος αξιωματικός από άλλη μονάδα:
«Οι επίστρατοι δεν λογαριάζουν κανέναν, ούτε έρχονται στα προσκλητήρια. Διατηρούμε την φυσιογνωμία της Μονάδος μόνο με το 1/3, που είναι φιλότιμοι. Οι άλλοι γυρίζουν από δω κι από κει. Ερχονται μόνο να φάνε και να κοιμηθούν, όχι όλοι. Το πρωί, σαν ξυπνήσουν, φεύγουν πάλι, αφού πρώτα περάσουν από τη σκηνή του Διοικητού κρατώντας από ένα κλαδί στα χέρια, για να την κτυπήσουν και να φωνάξουν: “Αφεντικό ξύπνα, ώρα για καφέ”» (σ. 204).
«Δυστυχώς και στο στρατόπεδό μου η κατάσταση άρχισε να γίνεται ανυπόφορη», σημειώνει τις επόμενες μέρες. «Παρετήρησα μια αφροντισιά στο ντύσιμό τους στην αρχή. Ηλθε μετά η ραθυμία στην εκτέλεση καθηκόντων, γενικής καθαριότητας. […] Δεν έλεγαν όχι, δεν προέβαιναν σε τυπικές αρνήσεις εκτελέσεως διαταγών, αλλά με τον τρόπο τους έδειχναν ότι είχαν βαρεθεί αυτή την κατάσταση και δεν ήθελαν να κάνουν τίποτε. Το πράγμα έφθασε στο κατακόρυφο όταν διεπίστωσα πως πήγαιναν στη σκοπιά χωρίς κράνος, χωρίς όπλο ή ξεχνούσαν τα πυρομαχικά. Με άλλα λόγια έδειχναν σαν να έκαναν “λευκή απεργία”. Φυσικά όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι» (σ. 204-5).
Για να ανακόψει αυτήν «την πορεία της απειθαρχίας προς την πλήρη αναρχία», θα επιστρατεύσει -τι άλλο;- το φόβητρο του προαιώνιου εχθρού. «Αν κάτι γίνει μέσα στην πόλη, όταν ξεσηκωθούν οι εδώ Τουρκόφρονες», προειδοποιεί τους συγκεντρωμένους φαντάρους, και «ο Τούρκος [που] παραμονεύει κρυφά σαν κρυφοδάγκωτο σκυλί μας βρει χωρισμένους, αδύναμους, ασύνταχτους […], ξέρετε τι θα μας κάνουν; Θα μας παλουκώσουν. Θα βλαστημούμε την ώρα και τη στιγμή που γεννηθήκαμε, μέχρις ότου ξεψυχήσουμε!» (σ. 206). Αντιμέτωποι με το δίλημμα της συμμόρφωσης ή του αφοπλισμού τους από όσους «ψυχωμένους άντρες έχουν θέληση να πολεμήσουν», όλοι οι φαντάροι επέλεξαν τελικά το πρώτο (σ. 207).
Η παρουσία των επιστράτων συνεχίστηκε για μερικούς μήνες. Στα τέλη φθινοπώρου διαδόθηκε, μάλιστα, ότι κάποιοι απ’ αυτούς πραγματοποίησαν «συλλαλητήριο στην Ορεστιάδα με αίτημα την άμεση απόλυσή των», χωρίς ο αθηναϊκός Τύπος να γράψει το παραμικρό (σ. 261). Ο ταγματάρχης μας έμελλε όμως να δοκιμάσει κι άλλες εκπλήξεις. Εμβρόντητος θα ακούσει στις 2 Νοεμβρίου έναν στρατιώτη, φοιτητή Ιατρικής, να του αναπτύσσει «απόψεις οι οποίες πήραν την μορφή μιας ιδεολογικής επίθεσης απροκάλυπτα Κομμουνιστικής», πράγμα «αδιανόητο μέχρι τις 23/7/74» (σ. 263).
Μικροί εμφύλιοι
Εκτός από τους φαντάρους υπήρχε και η τοπική κοινωνία, που από τις 26 Ιουλίου εμφανίζει επίσης δείγματα αλλαγής:
«Οι περιπτερούχοι που έκαμαν χρυσές δουλειές πουλώντας όλα τους τα είδη, και οι λοιποί μαγαζάτορες, έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση για το άφθονο χρήμα που κέρδισαν μέσα σε λίγες μέρες. Ταυτόχρονα όμως γκρίνιαζαν για τις απρέπειες μερικών επιστράτων και όλος ο Χριστιανικός κόσμος έδειχνε κάποια δυσφορία έναντι του Στρατού· πολιτικολογούσε ανοικτά και σχολίαζε με πρωτοφανή απέχθεια το γεγονός ότι ακόμη στην προμετωπίδα του Στρατηγείου βρισκόντουσαν αναρτημένα τα σήματα της 21ης Απριλίου. Ρωτούσαν μάλιστα με ειρωνεία τους Υπαξιωματικούς μου, για το πότε επί τέλους θα κατέβουν!» (σ. 203).
Οδυνηρή αφύπνιση για έναν ξενομερίτη αξιωματικό που, λίγους μήνες νωρίτερα, ενθουσιαζόταν από τη διαπίστωση πως η θρακιώτικη κοινωνία, σε αντίθεση με την αθηναϊκή, δεν εμφάνιζε απολύτως «καμιά αντιστασιακή ενέργεια ή αντιπειθαρχική [sic] συμπεριφορά» απέναντι στη χούντα (σ. 49)!
Η αποκαθήλωση των χουντικών εμβλημάτων έγινε τελικά το βράδυ της 3ης Αυγούστου, με τηλεφωνική διαταγή του σωματάρχη. Ο ταγματάρχης θα υπακούσει με αμφιθυμία, καθώς θεωρεί το ξήλωμα «βεβιασμένη ενέργεια» –κι επιπλέον ανησυχεί για την «ευθύνη που ανελάμβανε» υλοποιώντας προφορική εντολή, σε μια εποχή που το δημοκρατικό καθεστώς δεν είχε ακόμη παγιωθεί. Κάποιοι πάλι συνάδελφοί του θα αρνηθούν ρητά να την εκτελέσουν (σ. 209-11).
Σχετικά άγνωστη πτυχή της επιστράτευσης του 1974 αποτελούν οι επιπτώσεις της στις σχέσεις του στρατού με τους κατοίκους της παραμεθορίου υπαίθρου.
«Ενα μεγάλο πρόβλημα είχε δημιουργηθεί στον Εβρο, όταν έφτασαν εδώ αθρόα τα τμήματα του στρατού», θυμάται ο συγγραφέας. «Οι στρατιώτες μας έγιναν πολλοί και, απλώνοντας το χέρι των στα οπωροφόρα δένδρα, στα περιβόλια, στα μποστάνια και αργότερα στα αμπέλια, έκαναν πολλές ζημιές. Φαινόταν σα να έπεφταν ακρίδες σύννεφα την νύχτα στα κτήματα και το πρωί δεν έμενε τίποτα για τους ιδιοκτήτες των» (σ. 273).
Διαφορετικής τάξης ζητήματα γεννούσαν οι φαντάροι που τις νύχτες «πλησίαζαν τα κοντινά χωριά, επισκεπτόντουσαν σπίτια των οποίων τα άρρενα μέλη βρισκόντουσαν σαν εργάτες στη Γερμανία και, μάλλον με τη θέληση των γυναικών και των θυγατέρων, πουλούσαν “γοητηλίκι”. […] Ο ίδιος κάποια μέρα έγινα ακούσιος ωτακουστής του εξής υβρεολογίου που εκτόξευε μια γρια σε δυο φαντάρους οι οποίοι περνούσαν κοντά στην αγροικία της: “Να τσακιστείτε να φύγετε από δω, σιχαμένοι βρωμιάρηδες, και ας έλθουν οι Τούρκοι…”. Γύρισα, κοίταξα τον παριστάμενο Διαχειριστή Εφοδίων και εκείνος κουνώντας το κεφάλι του μού είπε: “Δυστυχώς έχει δίκαιο, κ. Ταγματάρχα”· και μου αφηγήθη μια πρόσφατη επεισοδιακή ιστορία με ήρωες φυσικά δυο στρατιώτες μας» (σ. 275-6).
Ο αφηγητής δεν παραλείπει πάντως να επισημάνει και την άλλη πλευρά του νομίσματος –την αισχροκερδή εκμετάλλευση των επήλυδων από τους ντόπιους χριστιανούς κατοίκους: «Εβλεπαν τον Στρατό που πλημμύρισε τα μέρη τους σαν γαλακτοφόρες αγελάδες, έτοιμες για άρμεγμα. Ανέβασαν απότομα τις τιμές των αγαθών και ζητούσαν ανταλλάγματα ακόμη και για την άγονη γη τους, πάνω στην οποία είχαν στρατοπεδεύσει τα τμήματα» (σ. 274-5).