Από τον Χάρη Καλαμπόκη
Γεγονότα όπως αυτό του Πολυτεχνείου χρειάζονται μελέτη, εμβάθυνση και ερμηνεία. Γιατί αν κάνεις καλή ανάγνωση και σωστή χρήση, στο μέλλον θα έχεις την ευκαιρία να μην επαναλάβεις την ιστορία ως φάρσα. Έτσι λοιπόν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ξεκινάνε οι μεγάλες συζητήσεις. Έχουν δίκιο αυτοί που «καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται» όταν λένε πως ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις τον φασισμό είναι να μιλήσεις ειρηνικά με τον φασίστα και να τον πείσεις, ή ακόμα και να τον «μορφώσεις»; Ή έχει δίκιο το ρητό που αποδίδεται στον Μπρεχτ, που λέει πως ο καλύτερος τρόπος να συνομιλήσεις με έναν φασίστα είναι να του πετάξεις ένα τούβλο στο κεφάλι; Όποιος και αν έχει δίκιο, αυτές οι μέρες μερικούς –όσο κι αν δεν το θέλουμε- μας φέρνουν μακριά από μακροσκελείς αναλύσεις βάσει επιστημονικών μεθόδων. Ή για να είμαστε ακριβέστεροι –για να μην υποτιμήσουμε τις αναλύσεις- μας παροτρύνουν να τις κάνουμε κάποια άλλη στιγμή, που η ατμόσφαιρα δεν θα είναι τόσο ηλεκτρισμένη. Αυτές οι μέρες κάποιους μας παροτρύνουν να γράψουμε όπως μας κατεβαίνουν στο μυαλό, χωρίς να τσεκάρουμε τη σύνταξη, τις εκφράσεις μας, ή να σκεφτούμε δέκα φορές πριν γράψουμε κάτι για να σιγουρευτούμε πως δεν διαφωνούμε με τα όσα προτείνει ο εαυτός μας.
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν αγωνιστή, είναι να απογοητευτεί. Να πιστέψει πως τίποτα δεν αλλάζει, και να πάει στο σπίτι του. Κάτι τέτοιο συνέβη σε αρκετούς αγωνιστές στην Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ που αποτέλεσε τόσο βαρύ πλήγμα για την Αριστερά, που ίσως μόνο το πλήγμα για την κοινωνία το ξεπερνά. Πιθανόν ο αριθμός των αγωνιστών που οδηγήθηκαν –και οδηγούνται- στο σπίτι τους να συγκρίνεται με τον αριθμό των αγωνιστών μιας άλλης γενιάς που πήγαν στο σπίτι τους όταν αντίκρυσαν συναγωνιστές τους να βολεύονται, και ένα θυμωμένο πλήθος να μιλάει για μία «βολεμένη γενιά πολυτεχνείου» προσπερνώντας πως σε καμία γενιά, όπως και σε κανέναν λαό, δεν βρίσκεις την ομοιογένεια, και τσουβαλιάζοντας ακόμα τους πιο τίμιους, που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται μέχρι τέλους.
Οι αγωνιστές του σήμερα έχουν να αντιμετωπίσουν την περιφρόνηση της έννοιας της Αριστεράς, την αντιμετώπιση της έννοιας της Αναρχίας ως γραφική, και την αμφισβήτηση της Δημοκρατίας, όπως κι αν την εννοεί ο καθένας. Έχουν να αντιμετωπίσουν τα μνημόνια, την διάλυση των εργασιακών, την ανεργία, την ισοπέδωση των μισθών. Έχουν να αντιμετωπίσουν την Ευρωζώνη, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Έχουν να αντιμετωπίσουν τους νοσταλγούς των Χίτλερ-Μεταξά-Παπαδόπουλου στους δρόμους με μαχαίρια. Έχουν να συμπαρασταθούν και να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, και μαζί τους να πολεμήσουν τον ρατσισμό και το κοινωνικό περιθώριο. Έχουν να υπερασπιστούν δικαιώματα που όπως σε κάθε περίοδο οικονομικής ύφεσης, βρίσκονται στο ζενίθ της υποτίμησής τους, και να αντιμετωπίσουν μαζί με όλα τα άλλα τον σεξισμό, την ομοφοβία και κάθε τι διαφορετικό που βάλλεται από εκπροσώπους του Μεσαίωνα και του αυταρχισμού. Μα πάνω απ’όλα έχουν να αντιμετωπίσουν δύο πράγματα. Το μπροστινό και το πίσω πανό της πορείας. Οι μπροστά είναι πιο «επαναστάτες» από τους ίδιους και οι πίσω αρκετά πιο «ρεφορμιστές». Και ακριβώς επειδή καλούνται να αντιμετωπίσουν όλα αυτά, και –άλλος θα πει ορθώς και άλλος λανθασμένα- πράγματι τα αντιμετωπίζουν, ένα είναι το χειρότερο. Αυτό το τετριμμένο των δύο άκρων που απελευθερώνεται από το παγκόσμιο σύστημα και υιοθετείται από τους…άλλοι τους λένε χίπστερς και άλλοι ισαποστάκηδες. Αυτό που το να πολεμάς τον φασισμό σε κάνει ίδιο με εκείνον. Αυτό με το οποίο πρέπει να ξεμπερδεύουμε μια για πάντα.
Γιατί ήμασταν στο Νταχάου και πονούσαμε. Κι αυτοί ήταν στο Νταχάου. Και το απολάμβαναν. Γιατί βλέπαμε τα τανκς και μπαίναμε μπροστά. Αυτοί τα οδηγούσαν. Γιατί είδαμε χιλιάδες συνανθρώπους μας να οδηγούνται στο θάνατο και κλαίγαμε. Κι αυτοί γελούσαν. Γιατί ζήσαμε τα βασανιστήρια και δεν μιλήσαμε. Κι αυτοί θέλανε μονάχα να μιλήσουμε. Γιατί ήμασταν στη Μακρόνησο, κι αυτοί τόσα χρόνια μετά λένε πως κάναμε διακοπές. Γιατί τρώμε χημικά στις πορείες, από αυτούς που πίνουν καφέ μαζί τους. Γιατί υψώνουν φράχτες, κι εμείς τους γκρεμίζουμε. Γιατί πολεμούν το διαφορετικό, κι εμείς το αγκαλιάζουμε. Γιατί θέλουν μια κοινωνία για λίγους, και θέλουμε μία κοινωνία για πολλούς. Αποζητούν τον κόσμο των προνομίων, ενώ εμείς των δικαιωμάτων. Γιατί είμαστε οι νεκροί του Πολυτεχνείου, κι αυτοί λένε πως δεν υπήρξαμε. Γιατί ο Τεμπονέρας, ο Κουμής, η Κανελλοπούλου, ο Καλτεζάς, ο Γρηγορόπουλος και ο Φύσσας ήταν φίλοι μας. Κι αυτοί μας πήραν τους φίλους μας.
Ναι, ίσως δεν ήμασταν όλοι σε όλα, και μάλλον δεν τα κάναμε όλοι αυτά, ούτε δεχτήκαμε τις συνέπειές τους. Θα ήταν ασέβεια προς όσους όντως τις δέχτηκαν να το υποστηρίξουμε. Όμως όσοι τις δέχτηκαν είναι αυτοί που με τον φασισμό εξισώνονται. Και όσοι από τύχη δεν τις δέχτηκαν, οι εξισωμένοι φασίστες αποζητάνε να τις δεχτούν.
Το Πολυτεχνείο μας δίδαξε πως δεν υπάρχουν εκπτώσεις στη Δημοκρατία. Μας δίδαξε πως η εξέργερση είναι δυνατή. Μας δίδαξε πως τον φασισμό δεν τον παίρνεις απ’το χέρι. Τον φασισμό τον πολεμάς. Μας δίδαξε πως ο αγώνας ποτέ δεν πάει χαμένος, και πως δεν έχει σημασία πόσους έχεις απέναντί σου. Σημασία έχει πόσο ψηλά έχεις τοποθετήσει τα ιδανικά σου. Αν είναι αρκετά ψηλά, όσοι και να ‘ναι απέναντι δεν τα φτάνουν. Μας δίδαξε πως τον κόσμο δεν τον κρατάς για τον εαυτό σου, μα τον μοιράζεσαι, γιατί διαφορετικά δεν κοιμάσαι τα βράδια. Μας δίδαξε να διεκδικούμε όσα αξίζουμε, και να μην δείχνουμε έλεος σε όποιον θέλει να μας τα στερήσει. Και να αγωνιζόμαστε μέχρι τέλους, γιατί ακόμα κι αν είναι το δικό μας τέλος, μπορεί να είναι η αρχή μιας νέας κοινωνίας. Μας δίδαξε το μεγαλύτερο μάθημα, πως η ιστορία γράφεται με τα χέρια. Κι αυτό θα κάνουμε.
Θα γράψουμε τη δική μας ιστορία με τα δάχτυλα. Θα αγωνιστούμε για τις ιδέες μας, θα τις υπερασπιστούμε μέχρι τέλους. Θα σώσουμε ό,τι σώζεται, κι ό,τι δεν σώζεται δεν θα το πάρουμε ποτέ απόφαση πως χάθηκε. Θα αντιμετωπίσουμε τον αυταρχισμό σε κάθε του μορφή. Είτε είναι ο παλιός γνωστός χοντροκομμένος αυταρχισμός, είτε ντύνεται κοινοβουλευτικούς και ευρωπαικούς μανδύες.Και μέχρι να έρθουν οι εξεγέρσεις, εμείς θα σπρώχνουμε τα γεγονότα προς αυτή την κατεύθυνση. Κι όταν έρθουν, θα νικήσουμε. Το χρωστάμε στον Νίκο, στον Ιάκωβο, στην Σταματίνα, στον Μιχάλη, στον Αλέξη (και σε έναν άλλον Αλέξη χρωστάμε άλλα, δεν ξεχνάμε), και στον Παύλο. Σε όλους όσους αγωνίστηκαν και αγωνίζονται. Σε όσους χάθηκαν στον αγώνα. Το χρωστάμε σε όσους μας έμαθαν να αγωνιζόμαστε, και σε όσους θα χρειαστεί από εμάς να μάθουν να αγωνίζονται. Μα πάνω απ’όλα το χρωστάμε σε εμάς. Για αυτό, δεν θα μας απογοητεύσουν. Δεν θα πάμε στο σπίτι μας. Και θα νικήσουμε.