Ο Κάτω Κόσμος έβριθε από νεκρών εικόνες,
από σκιές φασματικές, διάφανες οπτασίες.
Τα χέρια τους απλώνανε ν’ αγγίξουνε το μίμο,
λιγάκι μήπως θυμηθούν πώς είναι να ‘χεις σάρκα.
Ήταν οι άμοιροι καπνός και κάτι παρακάτω.
Εκείνος τους λυπήθηκε, όμως καιρό δεν είχε,
κι έτσι καθώς βιαζότανε δεν άργησε να φτάσει,
στο πρώτο απ’ τα τέρατα που φύλαγαν τον Άδη.
Ήταν η Σφίγγα που παλιά τη Θήβα τυραννούσε,
μέχρι που ο Οιδίποδας τον έλυσε το γρίφο.
Ο άνθρωπος είναι, που γερνά ημέρα με τη μέρα.
Αυτός που χάμω μπουσουλά, αυτός π’ όρθιος βαδίζει,
αυτός που στα γεράματα παίρνει και τρίτο πόδι.
Τώρα στον κόσμο των νεκρών βασίλευε η Σφίγγα
και νέο αίνιγμα στρυφνό σκαρφίστηκε να λέει.
Ο Διογένης κοίταξε με τι ‘χε να παλέψει.
Κάρα γυναίκας όμορφης και σώμα από λιοντάρι,
μ’ έξι φτερά σα χερουβείμ καταμεσής στην πλάτη.
Γύρω σωρός οι σκελετοί, ασπίδες και κρανία,
απ’ όλους όσοι τόλμησαν στον Άδη να κατέλθουν.
Και να που η Σφίγγα φώναξε και μίλησε και είπε:
«Στάσου θνητέ και μη μιλάς, παρά μονάχα άκου.
Αν λύση βρεις στο αίνιγμα σ’ αφήνω να περάσεις,
αλλιώς, όπως κι οι υπόλοιποι, τα πάντα θε να χάσεις.
Απάντησε άμα μπορείς, αν δεν μπορείς ‘τοιμάσου:
Τα ζώα μόν’ πασχίζουνε να βρουν κάτι να φάνε,
και όλα κλαιν όταν πονούν, όλα τα ζα γεννούνε,
και τη φωνή τους τη λαλούν εκείνα και μιλάνε.
Είναι μονάχα οι άνθρωποι που ξέρουν να…»
Η Σφιγξ κεραυνοβόλησε το γελωτοποιό μας,
λιγάκι πριν επιτεθεί, να τον καταβροχθίσει.
Κείνος όμως θυμήθηκε τον γέρο μες στα στάχια,
που είχε αρχίσει να γελά και ξέχασε τ’ αστείο.
Έτσι κι αυτός λησμόνησε το γρίφο και το τέρας
και άθελά του άρχισε μονάχος να γελάει.
Η Σφίγγα έβγαλε κραυγή, μαζί και μια κατάρα,
και συρρικνώθηκε με μιας, έγινε νυχτερίδα.
Γελώντας χέρι άπλωσε, απ’ το φτερό την πιάνει
τη χώνει μες στην τσέπη του, δρόμο ξανά τραβάει.
Συνέχισε να περπατά και μπήκε σε ομίχλη,
ήτανε θειάφι καθαρό, βρωμούσε σαν κλουβίτη.
Και κάπου εκεί ανάμεσα στης μπόχας την ομίχλη
είδε το δεύτερο θεριό τα νύχια να λιμάρει.
Δύο κεφάλια είχε αυτό, το ένα από λιοντάρι,
το άλλο, το πελώριο, ήταν από κριάρι.
Αντί για ουρά είχε οχιά που σφύριζ’ οργισμένη
κι από τα τρία στόματα λάβα και φλόγες βγαίναν.
Ήταν ετούτ’ η Χίμαιρα που ο Βελλερεφόντης
καβάλα σ’ άτι ιπτάμενο με δόλο είχε φονεύσει.
Και φώναξε η Χίμαιρα και μίλησε και είπε:
«Στάσου θνητέ και μη μιλάς, παρά μονάχα άκου.
Αν λύση βρεις στο αίνιγμα σ’ αφήνω να περάσεις.
Αλλιώς, κι αυτό στο υπόσχομαι, τα πάντα θε να χάσεις.
Απάντησε άμα μπορείς κι αν δεν μπορείς προσκύνα:
Μολόγα μου ποιο υλικό, από τι ‘ναι φτιαγμένος,
τι είναι, τι δεν είναι αυτός που άνθρωπο τον λέγουν;
Και μη μου πεις για χώματα και μη μου πεις για λάσπες
ούτε ν’ ακούσω καρτερώ για αίμα και για σάρκες».
Ο Διογένης έφερε στο νου του το αγόρι
που όλο τον Κόσμο έπλαθε απ’ την αρχή και πάλι.
Έτσι, χωρίς να το σκεφτεί, απάντησε και είπε:
«Ύπνος γλυκός κι ατάραχος κυκλώνει τη ζωή μας
απ’ των ονείρων το υλικό ο άνθρωπος πλασμένος».
Καπνός ξεπήδησε με μιας από ρουθούνια έξι
και η φωτιά λαμπάδιασε και το ‘καψε το τέρας.
Οι στάχτες πέταξαν ψηλά, μικρές σα λαμπυρίδες,
ώσπου μετουσιώθηκαν, γίναν πυγολαμπίδες.
Με τ’ ακροδάχτυλ’ απαλά έπιασε μιαν ο μίμος
σήκωσε το καπέλο του, την έβαλε από κάτω.
Πολύ δεν έφυγε μακριά κι είδε το τρίτο τέρας.
Αυτό μισοκοιμότανε, κανείς δεν είχε φτάσει,
τόσο κοντά στον Πλούτωνα, τόσο κοντά στον Άδη.
Ήταν Γοργόνα τρομερή με φίδια στο κεφάλι,
που όποιος στα μάτια κοίταγε μαρμάρωνε απ’ το φόβο.
Τη λέγαν τότε Μέδουσα, της έτυχε ο Περσέας,
το είδωλο της έσφαξε κοιτώντας σε καθρέφτη.
Ο μίμος την πλησίασε κι έβηξε λιγουλάκι.
Κείνη πάνω πετάχτηκε, αγουροξυπνημένη.
«Δε με φοβάσαι;» ψεύδισε, λίγο αργή απ’ τον ύπνο.
«Όχι» της αποκρίθηκε κοιτώντας τη σκιά της.
Και φώναξε η Μέδουσα και μίλησε και είπε:
«Στάσου θνητέ και μη μιλάς, παρά μονάχα άκου.
Αν λύση βρεις στο αίνιγμα σ’ αφήνω να περάσεις.
Αλλιώς» και χασμουρήθηκε «τα πάντα θε να χάσεις.
Απάντησε άμα μπορείς κι αν δεν μπορείς κοιμήσου:
Τ’ ανθρώπου είναι η ζωή στρωμένη με αγκάθια.
Και άνω κάτω η οδός σπαρμένη από πέτρες.
Μονάχα κάτι τον κρατά για να μη βλαστημήσει.
Δεν είναι η δόξα, τα λεφτά, δεν είναι η σοφία
ούτε αξία έχει καμιά η ίδια η αθανασία.
Μονάχα κάτι ασήμαντο, τόσο μικρό και μέγα,
τον κάνει να ονειρεύεται, τον κάνει να γελάει».
Στο νου του τότε έφερε το βρεφικό κεφάλι,
τον τρόπο που το κράταγε η κουρασμένη μάνα.
Θυμήθηκε και τα μαλλιά της πολυαγαπημένης,
ευχήθηκε να κράταγε στα χέρια το παιδί του.
«Θαρρώ η αγάπη είναι, θεριό. Η αγάπη είναι τα πάντα.
Η αγάπη ελπίζει πάντοτε και στέργει κι υπομένει».
Και το θεριό προσκύνησε, τα φίδια γίναν φύκια,
ζάρωσε, συρρικνώθηκε κι έγινε σαν καβούρι.
Το ‘πιασ’ ο γελωτοποιός, το έβαλε στην τσέπη
και δίχως άλλο εμπόδιο πια, κίνησε για τον Άδη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μικρό απόσπασμα απ’ το «Υλικό των Ονείρων», έμμετρο μυθιστόρημα του Γελωτοποιού, που μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ρενιέρη.
Επιμέλεια: Κωστής Ανετάκης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι της Diane Arbus
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~