Και σε λίγο καιρό θα ακούσετε για ένα νέο “success story”
Οι ιστορικοί κύκλοι ανοίγουν και κλείνουν. Ανοίγουν και κλείνουν μέσα από τα παραδείγματα. Μέσα από τα πρότυπα διακυβέρνησης και μια συγκεκριμένη αντίληψη του κυβερνάν. Ο ιστορικός κύκλος της Μεταπολίτευσης λοιπόν γράφει τα τελευταία του κεφάλαια. Αυτός ο επίλογος που ξεκίνησε με το πρώτο Μνημόνιο, συνεχίστηκε με το δεύτερο, συνεχίζεται με το τρίτο.
Πόσα Μνημόνια μας μένουν για το τέλος; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Έχουμε όμως αναφερθεί στη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών, στους τομείς και τα ποσοστά τους επί του ΑΕΠ, στις τρύπες στα ισοζύγια, στο δημογραφικό πρόβλημα, στη βόμβα του ασφαλιστικού κοκ. Σιγά σιγά όμως, όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι αυτό το καθεστώς – και όχι σύστημα – φτάνει στο τέλος του.
Το “γιατί” απέτυχε η Μεταπολίτευση έχει συναντήσει διάφορες ερμηνείες. Κάποιοι θα αναφερθούν στην πολιτική παιδεία, στη τέχνη του κυβερνάν – που έγινε συνώνυμο του “παρκάρω” στο κράτος ή κατέχω το κράτος και νέμομαι το δημόσιο αγαθό – και ιδιαίτερα στα πολιτικά κόμματα, έτσι όπως αυτά εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της ελληνικής πολιτείας.
Υπήρξε μια κακιστοκρατία στη χώρα; Αυτό είναι σίγουρο και έπληξε όλους του τομείς. Μια κουλτούρα ότι το κράτος “κείται μακράν”, ότι είναι κάτι ξένο και ξεχωριστό από τη συλλογικότητα. Και ναι, το κράτος έγινε το όχημα για την ευημερία μέρους της συλλογικότητας, αλλά για τους υπόλοιπους ήταν ένας “εχθρός”.
Και φτάσαμε στο 2015. Πέντε χρόνια σε Μνημόνια, με πυκνή κοινωνικοπολιτική καθημερινότητα, με υπερπληροφόρηση και παραπληροφόρηση, με κάθε είδους τρομοκρατία. Και ακόμα αυτό το οικοδόμημα στέκεται όρθιο. Αλλά όχι για πολύ. Η αποδόμηση του δεν ήταν μια εξωγενής διαδικασία, αλλά μια κεντρομόλος. Η αποδόμηση ήρθε μέσα από τα σπλάχνα του οικοδομήματος. Έτσι όπως ακριβώς εμφανίστηκε και το φαινόμενο “κρίση”.
Γιατί μπορεί η διεθνής κρίση του 2008, να μετακόμισε στην Ευρώπη, αλλά η αλήθεια είναι πως η χώρα βρέθηκε ανοχύρωτη. Υπνωτισμένη κάπου ανάμεσα στο Euro, στο Eurobasket, στην Eurovision, στη Μύκονο και στη πλαστή ευμάρεια, και όλα αυτά, κάτω από ένα πέπλο ψευδαισθήσεων ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Πότε άραγε χάθηκε το παιχνίδι; Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε την αρχή του μίτου της Αριάδνης και σίγουρα ο ελληνικός λαβύρινθος έχει πολλούς Μινώταυρους. Θα μπορούσε όμως ο Θησέας να είναι “θεσμικός”; Η εμπειρία των τελευταίων μηνών δεν θα μπορούσε να μας πείσει για αυτό. Η πρώτη και η δεύτερη φορά αριστερά παρουσιάστηκε αδιάβαστη.
Και είναι όντως δύσκολο να χαράξεις ένα σχέδιο στρατηγικού σχεδιασμού για τη χώρα, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί δεδομένα. Απαιτεί αριθμούς. Και οι αριθμοί δεν υπάρχουν. Όλα είναι στο περίπου (δοκιμάστε να επικοινωνήσετε με ένα υπουργείο και να ζητήσετε στοιχεία για το οτιδήποτε, it’s a 50-50 chance). Συνεπώς, όλα τα προγράμματα των κομμάτων και τα μεγαλεπήβολα σχέδια, θα μπορούσαν κάλλιστα να φέρουν την υπογραφή του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Τί περίμενε η ελληνική κοινωνία από το ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο τελικά; Και αυτοί που τον ψήφισαν και αυτοί που δεν τον ψήφισαν, ακόμη και αυτοί που δεν συμμετείχαν στον εκλογικό κύκλο (δυστυχώς το πολιτικό μήνυμα της αποχής, το οποίο στέλνουν ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες σε κάθε εκλογική διαδικασία, δεν αναλύεται ποτέ με όρους δομικούς, δηλαδή, ως συνολική αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος). Περίμεναν λοιπόν, ένα νέο παράδειγμα διακυβέρνησης.
Μια νέα αντίληψη για τον τρόπο διακυβέρνησης, η οποία θα είχε ως στόχο τη σταδιακή εξάλειψη των παθογενειών που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία. Πάνω απ’όλα όμως, η ελληνική κοινωνία περίμενε την απόδοση ευθυνών, τη διάκριση μεταξύ ενόχων και αθώων για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη χώρα.
Και αυτό θα το περίμενε κανείς και από το “υγιές” κομμάτι του πολιτικού συστήματος. Αλήθεια, οι “υγιείς” πολιτικοί δεν νιώθουν προσβεβλημένοι όταν ακούν το “κλέφτες, κλέφτες”; Δεν θέλουν να “καθαρίσουν” το όνομα τους; Μάλλον όχι. Νόμοι περί (μή) ευθύνης Υπουργών, ασυλίες και αναζήτηση συρταριού για φύλαξη της λίστας Λαγκάρντ.
Και όχι δεν είναι κακό να έχεις τα χρήματα σου στο εξωτερικό, ιδιαίτερα όταν έχεις απέναντι σου ένα κράτος στο οποίο απουσιάζει οποιαδήποτε φορολογική συνέπεια και σοβαρότητα, αλλά καλό θα ήταν να ξέρουν και οι πολίτες ποιοι είμαστε “εμείς” και ποιοι είναι οι “άλλοι”. Και η αλήθεια με το ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι η δουλειά στράβωσε από την αρχή. Όταν έφτασε Φεβρουάριος και στελέχη και υπουργοί του είχαν ακόμη τα χρήματα τους στο εξωτερικό. Θα περίμενε κανείς τουλάχιστον, αφού τότε ζούσαμε στον αστερισμό της “διαπραγμάτευσης”, να φέρουν τα χρήματα τους στο εσωτερικό και μετά να διανοηθούν την οποιαδήποτε “ρήξη” ή “εναλλακτική πορεία”, τουλάχιστον να δώσουν το “καλό παράδειγμα”.
Οι μήνες πέρασαν και η μονοκαλλιέργεια της “διαπραγμάτευσης” έφτασε στα όρια της. Έπειτα πήγαμε σε ένα δημοψήφισμα και εκεί πραγματικά γέλασε και ο κάθε πικραμένος. Δεν θα πούμε γιατί το δημοψήφισμα ήταν παραπλανητικό – φαίνεται άλλωστε από την κατάληξη – αλλά θα μείνουμε στο ευρύτερο πλαίσιο της διαδικασίας.
Ποιό ήταν το περιβάλλον; Εκβιασμοί ανά δεκαπέντε δευτερόλεπτα από εκπροσώπους των “θεσμών”, κανάλια, ραδιόφωνα, εφημερίδες, όλοι οι εν ζωή πρώην πρωθυπουργοί (ακούσαμε την φωνή του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά από χρόνια, καλό θα ήταν κάποια στιγμή να μας εξηγήσει τί έγινε από το 2007 έως το 2009 στη χώρα), με αποκορύφωμα το κλείσιμο το τραπεζών (δεν έχω θητεύσει στον φιλελευθερισμό, αλλά το να σου επιβάλλουν περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεσαι την περιουσία σου δεν μου ακούγεται και τόσο φιλελεύθερο και ευρωπαϊκό). Και ποιά ήταν η απάντηση του ελληνικού λαού σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας; Ολόκληρος ο χάρτης έγινε πορτοκαλί, όλοι οι νομοί της χώρας είπαν “όχι”.
Η συνέχεια γνωστή. 17 ώρες “διαπραγμάτευσης”, έντιμοι συμβιβασμοί, συνθηκολόγηση ή – για να τα λέμε με το όνομα τους όλα – άτακτη υποχώρηση. Δυστυχώς η πολιτική τάξη αυτής της χώρας φάνηκε αδύναμη να διαχειριστεί το πολιτικό κεφάλαιο του δημοψηφίσματος. Και κάπως έτσι η πρώτη φορά αριστερά, έπαψε να είναι αριστερά. Έπειτα ακολούθησαν οι εκλογές -πριν την εφαρμογή των συμφωνηθέντων για αποφυγή οποιουδήποτε πολιτικού κόστους- όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έτρεχε μόνος του, ο κόσμος ξενερωμένος αποδοκίμασε σε μεγάλα ποσοστά τη διαδικασία, και φτάσαμε στη δεύτερη φορά “αριστερά”.
Την αριστερά που παραχώρησε τα αεροδρόμια νύχτα, ενώ όλη η Ελλάδα ασχολιόταν με τις γενοκτονίες και τις εθνοκαθάρσεις, την αριστερά που διατήρησε τον ΕΝΦΙΑ, έφερε νέους φόρους, αύξησε τη τιμή στα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς, την αριστερά που πέτυχε έναν “έντιμο” συμβιβασμό στο ζήτημα των πλειστηριασμών.
Και κάπου εδώ φτάνουμε σιγά σιγά στο τέλος φίλες και φίλοι. Η συστηματική άρνηση του πολιτικού συστήματος στην αυτοκάθαρση του, η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων και η συστηματική άρνηση της πραγματικότητας, βάζουν τα τελευταία καρφιά στον φέρετρο της Μεταπολίτευσης.
Και αυτός ο ιστορικός κύκλος κλείνει ως ακόμη μία “χαμένη ευκαιρία”. Και σίγουρα ζούμε τους τελευταίους κραδασμούς ενός καθεστώτος σε απόλυτη σήψη. Και είναι αλήθεια πως τα καθεστώτα τα οποία γηράσκουν και εξαντλούνται, επιμένουν συνήθως στην με κατασταλτικά μέσα διατήρηση των κεκτημένων τους. Και έτσι οδηγούμαστε στη βίαιη αντίδραση, στην αυτοδικία και όποιος νομίζει πως οι πλειστηριασμοί δεν είναι casus belli, μάλλον κινείται σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Έτσι η ελληνική κοινωνία, στα “μάτια” του ΣΥΡΙΖΑ, βλέπει τους συνεχιστές των προηγούμενων, βλέπει το “μία από τα ίδια”, επιβεβαιώνεται το “όλοι ίδιοι είναι”. Η κρατική ελεημοσύνη της πρώτης περιόδου μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, αποσύρεται και στη θέση της έρχεται η συνέχεια του “σωσίματος” η συνέχεια των “μεταρρυθμίσεων” (ή απορυθμίσεων). Και σε λίγο καιρό θα ακούσετε για ένα νέο “success story” (ίσως να το ακούσατε στο “είμαστε θύματα της επιτυχίας μας”). Η αλήθεια όμως απέχει πολύ από αυτά τα μυθεύματα.
Συνοψίζοντας, ζούμε στον επίλογο της Μεταπολίτευσης και αυτό είναι διακριτό σε όσους αντιμετωπίζουν τη παρούσα κατάσταση ως φάση μέσα στον ιστορικό χρόνο. Πολύ σύντομα θα αρχίσει να μας απασχολεί το “μετά” και το ζήτημα της “ανοικοδόμησης”.
Πολύ σύντομα οι αρθρογραφήσεις θα στραφούν προς το “νέο”, που προσπαθεί δειλά δειλά να γεννηθεί. Πριν όμως φτάσουμε σε αυτό το στάδιο, υπάρχει μπροστά μας μια ιστορική ευθύνη. Η ευθύνη να διασώσουμε τα τελευταία “υλικά” που έχουμε στα χέρια μας. Υλικά που θα μας φανούν χρήσιμα την επόμενη μέρα. Και αυτά τα “υλικά” θα υποστούν μια τελευταία επίθεση, γιατί δεν έμεινε και τίποτα άλλο. Έτσι και αλλιώς, για όλα αυτά που έγιναν στη χώρα, δεν άνοιξε ρουθούνι.
Κανείς δεν τιμωρήθηκε. Και αυτό γράφει και δεν ξεγράφει στη συνείδηση της συλλογικότητας. Φτάνει μόνο να μην επιτρέψουμε στον φόβο και στη μισαλλοδοξία να επικρατήσουν την κρίσιμη ώρα των τεκτονικών μεταβολών.