Συνέντευξη στους Κώστα Βλαχόπουλο και Veron
Μία συζήτηση με τον Μάκη Μαλαφέκα, για την κρίση ταυτοτήτων, τη ζωή στην πόλη και το Μεγάλο Περίπατο, με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Μεσακτή», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Ο Μιχάλης Κρόκος, συγγραφέας, και λογοτεχνικό alter ego του Μαλαφέκα, μας συστήθηκε στο μυθιστόρημα «Δε λες κουβέντα» (Εκδόσεις Μελάνι, Ιούνιος 2018). Κινήθηκε στην Αθήνα των Air bnb, ανάμεσα στα Εξάρχεια και στη Φυλής, ανάμεσα σε χίπστερ, καλλιτέχνες και μοιραίες γυναίκες. Ο Μαλαφέκας, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με κυνικότητα, περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο την Αθήνα, τους ανθρώπους της και τις συνήθειές τους.
Πλέον, στη «Μεσακτή», ο Κρόκος φεύγει από το αστικό τοπίο για να περάσει το καλοκαίρι του στην Ικαρία. Εκτός από τους χίπστερ και τους φασαίους, θα πρέπει να αντιμπετωπίσει και τους σερφάδες. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στους μόνιμους κατοίκους του νησιού.
Μιας και περάσαμε μια πρωτοφανή κατάσταση τους προηγούμενους μήνες με την πανδημία, να σε ρωτήσω πως τη βίωσες; Που την πέρασες την καραντίνα;
Ευτυχώς, μέχρι τον πρώτο μήνα της καραντίνας δεν κατάλαβα πολλά γιατί έγραφα ακόμα το βιβλίο αυτό, και στην ουσία δεν άλλαξε κάτι. Δηλαδή έγραφα κάθε μέρα, σηκωνόμουν νωρίς το πρωί, οκτώ η ώρα είχα ξεκινήσει και τέλειωνα όταν βράδιαζε. Και Κυριακές και όλα. Οπότε δε «συνέβαινε» κάτι ιδιαίτερο. Απλώς παρατηρούσα ότι κάποιοι άρχισαν να φοράνε μάσκες, γάντια από λάτεξ, και λοιπά. Ε, μετά, μάσησα κι εγώ. Όπως όλοι. Πιστεύω πως όποιος λέει ότι βγήκαμε καλύτεροι και «ξαναβρήκα τον εαυτό μου» και τέτοια, δεν ξέρω… Είναι λίγο για σφαλιάρες αυτά. Ήταν αλλόκοτη η κατάσταση, έως και τρομακτική. Πιστεύω πως όλοι κάπου τρομάξανε, ότι μπορεί να πάθουν κάτι, ότι θα πάθουν κάτι οι δικοί τους, κ.λπ. Εγώ την πέρασα στις Βρυξέλλες. Στην καρδιά της Ευρώπης, όπου πέθανε ένας στους χίλιους.
Πάνω σε αυτό που είπες λίγο πριν, ότι κάποιοι είπαν ότι «ξαναβρήκαμε τον εαυτό μας» ή επίσης ότι «η ζωή της καραντίνας είναι ο φυσιολογικός ρυθμός ζωής», είχα διαβάσει ένα άρθρο της Όλγκα Τοκαρτσουκ, κατόχου του Νόμπελ Λογοτεχνίας που υποστήριζε κάτι παρόμοιο, οπότε υπήρχε μια τέτοια τάση στο δημόσιο λόγο.
Aυτό για μένα έχει να κάνει με την αγωνία του πραγματικού. Δηλαδή, βρισκόμαστε σε μια συνθήκη που οτιδήποτε το πραγματικό μας τρομοκρατεί, είτε αυτό είναι ο COVID, είτε είναι η ζωή πριν τον COVID, ή μετά. Πρέπει συνεχώς να δείχνουμε ότι κάνουμε ένα management της εικόνας μας, ένα σιδέρωμα, να δείχνουμε ότι είμαστε ευτυχείς και επιτυχημένοι, κι ότι αυτό το στάτους δεν διαταράσσεται με τίποτα! Είναι χαλύβδινο, ρε παιδί μου. Δεν μασάμε. Διότι αν δείξεις μια αδυναμία, ένα άγχος ή έναν φόβο, ε τότε δεν είσαι σ’ αυτό το τρένο που πρέπει να είσαι. Πρέπει να υπάρχεις σαν μια εικόνα στο Instagram, ξέρω γω. Κροπαρισμένος, με διάφορα φιλτράκια, και λοιπά. Κι ο άλλος, φυσικά, βγαίνει να πει αυτό… Που δεν έχει να κάνει με το ότι πρέπει να βλέπουμε την καλή πλευρά των πραγμάτων. Αυτή η αρχή είναι καλή, προφανώς. Αλλά εδώ υπήρχε κάτι άλλο. Ξαφνικά, το ότι τώρα θα γίνουμε ακόμα καλύτεροι, δυνατότεροι, ξέρεις, ή ότι τώρα θα βρούμε πραγματικά το «Είναι» μας και ότι θα επικοινωνήσουμε με μια-πλευρά-του-εαυτού-μας-που-δεν-ξέραμε και όλα αυτά… Δεν είναι έτσι, όχι. Δεν είναι όλα «καλές ευκαιρίες». Η αρρώστια δεν είναι καλό πράγμα. Ο πόλεμος δεν είναι καλό πράγμα. Η κατοχή δεν είναι καλό πράγμα. Δεν θα ξεχάσουμε αυτά που ξέρουμε.
Να μπούμε λίγο στο νέο σου βιβλίο, την Μεσακτή . Πού στηρίζεται το νέο σου μυθιστόρημα; Ποια είναι η ραχοκοκαλιά του; Το προηγούμενο σου βιβλίο, το Δε λες κουβέντα , στηριζόταν στον ήρωα, στον Μιχάλη Κρόκο. Πες μας δυο λόγια για το καινούριο.
Κοίταξε, αφού το πιάνουμε έτσι, τότε αυτό το βιβλίο τώρα, το οποίο είναι σαν sequel, στηρίζεται ακόμα περισσότερο, κατά μία έννοια, στον ήρωα. Μαθαίνουμε δηλαδή πιο πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Είμαστε έναν χρόνο αργότερα. Το προηγούμενο, το Δε λες κουβέντα, διαδραματίζεται στη διάρκεια της Ντοκουμέντα της Αθήνας, της Ντοκουμέντα 14, το καλοκαίρι του ’17, όπου ο ήρωας, ο Μιχάλης Κρόκος – το βιβλίο είναι γραμμένο στο πρώτο ενικό, ο Μιχάλης Κρόκος είναι ένα προωθημένο alter ego μου – μπλέκει στην Ντοκουμέντα χωρίς να πολυξέρει τι είναι – αυτό είναι ψέμα βέβαια, γιατί ο συγγραφέας Μαλαφέκας κάτι ξέρει. Έχει σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης, έχει δουλέψει στην Καλών Τεχνών του Παρισιού, πολλοί φίλοι είναι εικαστικοί, αλλά ο Κρόκος δεν ξέρει. Αυτό εξυπηρετούσε την πλοκή. Αφού τελείωσε λοιπόν η εξιστόρηση του προηγούμενου βιβλίου, ο Κρόκος αποφάσισε να το γράψει, να γράψει όλα τα περίεργα που του συνέβησαν, και έγραψε το Δε λες κουβέντα, που φυσικά έχει άλλο τίτλο στην alter ego εκδοχή. Και σε αντίθεση με τον Μαλαφέκα, ο οποίος μπόρεσε να το εκδώσει στο Μελάνι, ο Κρόκος δυσκολεύεται, διότι ο γνωστός εκδότης του που ήταν και στο προηγούμενο βιβλίο, ο Πέτρος Περδίκης, του λέει ότι «κοίταξε να δεις, καλό είναι μωρέ, είναι καλογραμμένο, γράφεις μοντέρνα, οι διάλογοι είναι πολύ ζωντανοί, αλλά είναι λίγο συνωμοσιολογικό. Μας λές τώρα για πράκτορες, για το Χρέος, για χάκερς… Ο κόσμος δεν τα πιστεύει αυτά. Εξάλλου, τελείωσε αυτή η περίοδος που γινόταν της τρελής, τώρα είμαστε για άλλα πράγματα… Αλλά, θα δούμε…»
Ο Κρόκος είναι μες στη λουζεριά για το βιβλίο του λοιπόν, κι απ’ την άλλη αναγκάζεται να μπει σε μια φάση να νοικιάσει το σπίτι του στην Αθήνα για Airbnb, αλλά ούτε κι αυτό πάει καλά γιατί είχε κανονίσει να φύγει για κάτι διακοπές που τελευταία στιγμή ακυρώνονται. Κι έτσι δεν μπορεί να φύγει απ’ την Αθήνα, και σκέφτεται να αρχίσει να κοιμάται στ’ αμάξι του. Γενικά, χάλια. Μέσα σ’ όλα αυτά συναντάει έναν παλιό του φίλο, ο οποίος πλέον είναι εκδότης free press, που του λέει «κοίτα, την έχω εγώ την λύση: θα σε στείλω στην Ικαρία που απ’ ό,τι θυμάμαι έχεις και μια καταγωγή, κι εσύ θα μου γράφεις καλοκαιρινές ιστορίες για το περιοδικό, ελαφριές, με μπικίνι και κοκτέιλ και μπιτσόμπαρα και σερφάδες. κι όσο μου στέλνεις μπορείς να κάθεσαι εκεί να αράζεις. Έχω ένα άδειο σπίτι, εκεί στην Μεσακτή από πάνω…» Η Μεσακτή είναι η μεγάλη παραλία της Ικαρίας, στην βόρεια πλευρά. Είναι σχεδόν ένα χιλιόμετρο αμμουδιά, και είναι κι ένα απ’ τα μεγάλα ραντεβού των σερφάδων του Αιγαίου.
Κι έτσι ο Κρόκος, που δεν είναι καθόλου αυτής της φάσης, βρίσκεται ξαφνικά στην Ικαρία. Έτσι ξεκινάει το βιβλίο.
Στις περιγραφές της Μεσακτής και του Δε λες κουβέντα , λέει ότι και τα δύο βιβλία αποτελούν δείγματα Pulp λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά έχει και στοιχεία noir. Είναι φανερά, π.χ. στοιχεία από noir της Μεσογείου, στοιχεία που υπάρχουν στον Μάρκαρη π.χ., μ’ αυτές τις άναρχες πόλεις της Μεσογείου, όπως η Αθήνα που είναι κεντρικό στοιχείο στο προηγούμενο μυθιστόρημά σου. Γιατί θεωρείς ότι είναι Pulp και όχι Noir;
Το Pulp δεν είναι ακριβώς είδος λογοτεχνίας. Τι θα πει Pulp, καταρχήν; Η λέξη σημαίνει «χαρτοπολτός». Το Pulp είναι ένα φτηνό πράγμα. Η ίδια η υπόθεση είναι ενδεχομένως τραβηγμένη από τα μαλλιά. Στην κατασκευή των ηρώων, δεν μας ενδιαφέρουν τα σώψυχά τους. Δεν μας ενδιαφέρει να τους κάνουμε το ψυχογράφημα, να μάθουμε για το παρελθόν τους, για τα παιδικά τους χρόνια, κ.λπ. Αυτή η συνθήκη μπορεί να ισχύει και για μια γκανγκστερική ταινία, για μια ταινία δράσης, για μια ιστορία με πειρατές. Που μπορεί να είναι pulp, ή να μην είναι. Και τα spaghetti western ήταν Pulp, αν θέλεις. Εν ολίγοις, έχει να κάνει με τον τρόπο της γραφής, με την αμεσότητα και με το πώς βγαίνει ο ήχος της κάθε φράσης, με το στυλ της ομιλίας. Γι’ αυτό λέω ότι είναι «Pulp». Και βέβαια, είναι ένα noir, υπό την έννοια ότι υπάρχει αυτός ο κλασικός ήρωας, υπάρχει ο εσωτερικός μονόλογος, μια κουλή ίντριγκα στην οποία αυτός θα μπει κατά λάθος, θα μπλέξει, κ.λπ. Υπάρχει επίσης η μοιραία γυναίκα. Όλα αυτά είναι στοιχεία του noir. Το Δε λες κουβέντα είχε μέχρι και «Μακγκάφιν» – ξέρεις, το αντικείμενο που ψάχνουν όλοι. Αλλά το είδος της γραφής είναι Pulp. Κι έτσι τα στοιχεία αυτά του noir συχνά αντιστρέφονται. Ο Τσάντλερ, ας πούμε, κάνει και τα δύο. Κάνει noir που είναι Pulp, Ο μεγάλος ύπνος, Η κυρία της λίμνης, κ.λπ.
Στο Δε λες κουβέντα είχες πιάσει πολύ καλά και είχες περιγράψει με τρομερή ακρίβεια έναν κόσμο, που, όπως είπες και στην αρχή, εσύ τυχαίνει να τον ξέρεις, αλλά στο ευρύ κοινό δεν είναι πολύ γνωστός. Μιλάμε για τον κόσμο της τέχνης.
Ναι, είναι ένας κόσμος για μυημένους. Είναι ένας κόσμος που είναι προορισμένος να είναι κλειστός. Αν δεν είναι κλειστός, δεν λειτουργεί ως χώρος. Γι’αυτό μάλιστα και περιγράφεται έτσι, ως χώρος. Είναι κάτι που λέγεται πολύ συχνά αυτό, «ο χώρος». Ο χώρος δεν νοείται παρά μόνο με όρια. Αλλιώς δεν μιλάμε για χώρο. Άπαξ και έχεις όρια, και μάλιστα πολύ συγκεκριμένα και αυστηρά, τότε ναι, μιλάς για «χώρο» στο εσωτερικό αυτών των ορίων. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι ο ορισμός του χώρου. Όπως και διάφοροι άλλοι, έτσι; Όχι μόνο ο χώρος της σύγχρονης τέχνης. Μπορείς να το πεις αυτό και για διάφορους άλλους κύκλους, που μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εφόσον είναι κλειστοί και αποκλειστικοί. Για να περιγράψεις σωστά έναν χώρο, πρέπει να περιγράψεις τα όριά του.
Στην Μεσακτή περιγράφεις – πάλι με ακρίβεια – κάποιους άλλους χώρους, κάποιες άλλες ταυτότητες, αν θέλεις. Δίνεις την αίσθηση ότι γνωρίζεις για παράδειγμα ποιος είναι ο «φασαίος», ο χίπστερ, κ.λπ.
Ναι, κοίταξε, βρισκόμαστε πάλι εκεί. Ο ήρωας πρέπει να μπει σε έναν κόσμο που δεν είναι ο δικός του, αλλά πρέπει να μπει σχεδόν οικειοθελώς. Οικειοθελώς και αναγκαστικά μαζί. Ένα μείγμα αυτών των δύο. Όλες αυτές οι «φυλές» δεν είναι τελικά τόσο αυστηρές: οι «φασαίοι», οι «γκρούβαλοι», οι «χίπστερς», ό,τι θέλεις μπορείς να βάλεις εκει μέσα… Όμως, όλοι μας έχουμε κάπου μέσα μας έναν γκρούβαλο – ενα 10%. Υπό συνθήκες, μπορούμε να γίνουμε κάτι από όλα αυτά. Όλοι έχουμε κάπου μέσα μας έναν φασαίο, και μάλιστα γι’αυτό και τους βρίζουμε κιόλας. Γιατί είναι κάτι που μερικές φορές αναγνωρίζουμε πάνω μας ενδεχομένως. Τα στυλιστικά όρια, τα αισθητικά όρια, αν ήταν ποτέ ξεκάθαρα τώρα σίγουρα πια δεν είναι. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια ρετρό μεταμοντέρνα συνθήκη, όπου όλοι είναι λίγο κάτι και ταυτόχρονα θα ήθελαν να μην είναι αυτό ή θα ήθελαν να είναι ακόμα περισσότερο. Να πάνε στο παρελθόν, στο μέλλον, αλλά ποτέ στο παρόν. Υπάρχει, δηλαδή, ένα περιρρέον πρόβλημα ταυτότητας. Ενα ξεχείλισμα, και ταυτόχρονα μια τρομερή έλλειψη.
Αυτή ακριβώς ήταν και η επόμενη ερώτηση. Αναφορικά με τις ταυτότητες. Από τη μία δείχνεις αυτες τις «φυλές» της Ικαρίας, ταυτόχρονα όμως, επιλέγεις ένα νησί με μια αυθεντικότητα, το οποίο βυθίζεται κάθε χρόνο από τέτοιες «φυλές» όπως τις περιγράφεις. Πιστεύεις ότι αυτό το ζήτημα ταυτότητας ή της έλλειψης ταυτότητας είναι ζήτημα της γενιάς μας;
Και της γενιάς μας, και της αμέσως προηγούμενης, και απ’ ό,τι φαίνεται και των αμέσως επόμενων. Η Ικαρία έχει σοβαρά στοιχεία αυθεντικού. Έχει μόνο ένα καράβι τη ημέρα, και αυτό μετά από περιπέτεια ετών. Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλους ιστορικούς παράγοντες, κάπως την προφύλαξαν. Κι όχι μόνο ιστορικούς, μέχρι και καιρικούς. Όπως ας πούμε ότι συχνά δεν έχει εύκολη θάλασσα. Είναι δύσκολο νησί από πλευράς θάλασσας. Η Ικαρία είναι βουνό, πιο πολύ. Είναι ένα βουνό που είναι παρεξηγημένο για νησί. Έχουμε, λοιπόν, ένα μέρος ιδιαίτερο, αυθεντικό. Βέβαια, σ’ αυτήν την λέξη πρέπει να βάλουμε πολλά εισαγωγικά. Έχει ξεχειλώσει πάρα πολύ η λέξη αυθεντικός, όπως ξέρεις. Γι’ αυτό ακριβώς και πάνε αυτές οι φυλές στην Ικαρία. Δεν θα πήγαιναν κάπου που δεν θα είχε αυτή την φημη. Οι φυλές αυτές, ιδιαίτερα οι λεγόμενοι «φασαίοι», έχουν το στοιχείο του βρυκόλακα: θα πάνε εκεί που μυρίζει το αίμα, που υπάρχει κάτι ζωντανό τέλος πάντων. Αμέσως μετά, βέβαια, θα αρχίσουν να διαμαρτύρονται ότι τώρα τέλειωσε πια το μέρος, ότι πέθανε, γιατί τώρα πια έρχονται οι φασαίοι. Έτσι θα πει ο φασαίος! Γιατί, μετά από μισή ώρα, τρία τέταρτα, είναι «λόκαλ» αυτός, κατάλαβες; Και έτσι ακριβώς λειτουργεί αυτό το περίεργο σύστημα. Ναι, το θίγει αυτό το πράγμα το βιβλίο. Παρατηρεί αυτές τις ταυτότητες, την ομιλία τους… Βέβαια, δεν είναι μια πραγματεία πάνω σε αυτό, απλώς ο ήρωας τα προσέχει όλα αυτά, τα παρατηρεί, προσπαθώντας μάταια να τα αποφύγει. Το πρώτο μέλημα του ήρωα, όταν είναι στη Μεσακτή, είναι να βρει ένα μέρος που να μπορεί να κάθεται, να έχει πρόσβαση ξέρω γω σε αλκοολ και σε τοστάκι με τις μικρότερες δυνατές «απώλειες». Αλλα φυσικά, θα ανατραπεί αυτό. Η πλοκή πάντα έχει να κάνει με την απώλεια.
Το ζήτημα της ταυτότητας έπαιξε και στο προηγούμενο σου βιβλίο, το Δε λες κουβέντα , αναφορικά με την ταυτότητα της Αθήνας. Ότι δηλαδή, έχεις μια άναρχη πόλη, η οποία όμως με την εισβολή του Airbnb και την επίδραση του gentrification πάει να χάσει την ταυτότητά της. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Ισχύει και δεν ισχύει. Δηλαδή, δεν είναι ακριβώς βιβλία δοσμένα στην ανάλυση αυτών των κοινωνικών φαινομένων. Το βασικό με αυτά τα βιβλία, έτσι όπως τα φαντάστηκα εγώ, είναι ότι είναι ειλικρινή. Είναι βιβλία ειλικρινώς γραμμένα με ειλικρινή, άμεση και ανεπιτήδευτη γραφή. Και υπ’ αυτή την έννοια, αν εσύ κι εγώ καθόμασταν να πιούμε μια μπύρα και μετά από κάνα μισάωρο λέγαμε κάποια πράγματα, τα οποία, ναι, θα ήταν αυτό που βλέπουμε γύρω μας, έτσι και αυτά τα βιβλία έχουν την πρόθεση να λειτουργήσουν σαν ένα παρατηρητήριο. Σαν τη ματιά ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Βάζω κάποιους χαρακτήρες, συχνά κάπως σκοτεινούς, στα όρια του περιθωρίου δηλαδή, να δώσουν μια ανάλυση της κατάστασης.
Στο προηγούμενο βιβλίο, αυτό συνέβη σε ένα καταγώγι της οδού Φυλής όπου κάποιοι πολύ σκοτεινοί πελάτες βρέθηκαν ξαφνικά να εξηγούν στον ήρωα – τον Κρόκο – βαριά θεωρία περί της σύγχρονης τέχνης, αλλά φυσικά με την δική τους γλώσσα. Για παράδειγμα, τι είναι η επένδυση; Σε τι ακριβώς επενδύεις όταν αγοράζεις ένα έργο τέχνης; Ισχύει ακριβώς ό,τι και με άλλα πράγματα; Για παράδειγμα, όταν επενδύεις σε χρυσό, σε ένα αμάξι… Τι παίρνεις εκείνη την στιγμή; Τι περιμένεις να συμβεί; Λειτουργεί δηλαδή, το αστικό τοπίο, η Αθήνα, ή στο τελευταίο μυθιστόρημα το τοπίο του ελληνικού καλοκαιριού, σαν ένα πλάσμα που θα σου πει και θα σου εξηγήσει κάποια πράγματα. Αν θέλεις να το ακούσεις, βέβαια. Αν θέλεις να ακούσεις όλα αυτά τα ακατάλληλα πλάσματα ή τις ακατάλληλες συνθήκες. Οι οποίες φυσικά, ποτέ δεν είναι ακατάλληλες, γιατί δεν υπάρχουν ακατάλληλες συνθήκες. Όλες οι συνθήκες είναι κατάλληλες. Και είμαστε πάντα εκεί για την πραγματικότητα όπως αυτή παρουσιάζεται.
Ο Κρόκος έχει Instagram;
Στην αρχή του βιβλίου δεν έχει, στην πορεία όμως φτιάχνει. Αναγκάζεται να κάνει έναν λογαριασμό διότι νομίζει εκείνη την στιγμή ότι αυτό τον εξυπηρετεί. Είναι όμως και από αυτά τα άτομα που τα κινητοποιούν οι φίλοι τους. Ξέρεις, τύποι σαν τον Κρόκο αργούν λίγο. Μπαίνει στο Ιnstagram ενώ ήδη το αυτό έχει κάνει τον κύκλο του κι αρχίζει σιγά σιγάνα ψοφάει, ενώ τα προηγούμενα χρόνια τον έπρηζαν ότι πρέπει να κάνει μια σελίδα στο fb. Του έλεγαν «μην μπαίνεις στο προφιλ σου στο fb να κανεις πολιτικά debate με τελειωμένους, είσαι συγγραφέας, εκτίθεσαι», κ.λπ. Τα καταλαβαίνει μεν αυτά, αλλά δεν θέλει να τον απασχολούν τόσο. Τις φυλές του ελληνικού καλοκαιριού, τις γνωρίζει. Τις αναγνωρίζει. Προφανώς, είναι ένας τύπος που τα ξέρει αυτά. Είναι αρκετά περπατημένος. Έτσι τον έχω φτιάξει. Απλώς διατηρεί τις αποστάσεις του.
Μιλώντας στην Μεσακτή για το Airbnb, είδαμε τώρα με την πανδημία πόσο χτυπήθηκε αυτός ο κλάδος, και στην Ελλάδα υπάρχουν άπειρα δημοσιεύματα για χιλιάδες σπίτια που τον τελευταίο καιρό βγαίνουν από την πλατφόρμα και πάνε για μακροχρόνιες μισθώσεις, όπως ήταν παλιά.
Παλιά! Είδες; Βρισκόμαστε να λέμε παλιά την κατάσταση που είχαμε μόλις πριν τρία-τέσσερα χρόνια.
Επειδή έρχεσαι και από Παρίσι, και πηγαινοέρχεσαι Ελλάδα, πόσο έχει αλλάξει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια; Βλέπεις διαφορές σε αυτό το κομμάτι;
Ναι. Τις διαφορές τις βλέπεις αν έρχεσαι κάθε τρείς ή έξι μήνες, με μια τέτοια περιοδικότητα. Αυτό το είχα παρατηρήσει ήδη από την αρχή της κρίσης, από το ‘10, ξέρω γω. Το έβλεπες κλιμακωτά το θέμα. Έβλεπες τις αλλαγές, πρώτα απ’ όλα πάνω στους ανθρώπους, πάνω στο σώμα τους, στην έκφρασή τους, στο πώς στέκονται, πώς περπατάνε, τα καινούρια τικ ξέρω γω. Και έβλεπες όλο αυτό το πράγμα που μπορούμε να το περιγράψουμε με τα πολιτικά του ορόσημα, με το τι συνέβη δηλαδή, πρώτο Μνημόνιο, Αγανακτισμένοι, πτώση της Κυβέρνησης ΓΑΠ, Παπαδήμος, κ.λπ. Έβλεπες όλο και πιο ηττημένους ανθρώπους, να έχουν εσωτερικεύσει την ήττα τους. Εκεί μετα τις εκλογές του ‘12, έβλεπες να υπάρχει μια ανάταση, ότι κάτι μπορεί να γίνει, κάτι μπορεί να αλλάξει, τους έβλεπες κάπως να ανασηκώνονται.
Έτσι και τώρα, αυτό που βλέπω είναι ότι η πόλη τείνει να εξαφανίζεται. Ως πλάσμα. Να γίνεται μια πόλη που στην ουσία δεν είναι πόλη. Ένα μεγάλο διασκεδαστήριο είναι, αρκετά κανονικοποιημένο, χωρίς απρόβλεπτα πράγματα, χωρίς κινδύνους, ούτε κοινωνικοπολιτικούς ούτε βιωματικούς. Προφανώς εξακολουθεί να υπάρχει η κοινωνική κατάπτωση και ο όλεθρος που συνεχίζουν να βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Λέω απλώς ότι αν φανταστούμε την πόλη σαν περιπέτεια, αυτό ακριβώς είναι που παίζεται αυτή την στιγμή. Η πόλη εξαφανίζεται, γίνεται αόρατη. Εδώ δεν υπάρχουν καν οικογένειες στο κέντρο. Δεν βλέπεις ρούχα στα μπαλκόνια, δεν βλέπεις παιδιά να παίζουν μπάλα, δηλαδή. Πριν δέκα χρόνια, όταν σχόλαγαν τα Γυμνάσια, τα Λύκεια, το καταλάβαινες. Ήταν μια στιγμή συγκεκριμένη σε κάθε γειτονιά. Γινόταν της τρελής, εκεί γύρω στις δύο, τι ώρα σχόλαγαν. Τώρα απλώς περιμένουμε να ανοίξουν τα μπαρ.
Αυτό που λες, ότι η πόλη σιγά-σιγά αρχίζει να αλλάζει χρήση, το παρατηρήσαμε και με τον Μεγάλο Περίπατο. Πλέον, φαίνεται ότι η Αθήνα πάει να εξυπηρετήσει μόνο μια δραστηριότητα: τον τουρισμό.
Αυτό που πρέπει να δούμε εδώ, πέρα από το γιατί κάνει αυτό που κάνει ο Μπακογιάννης ή οποιαδήποτε αρχή, είναι ότι αυτό περνάει στον κόσμο, διότι ο κόσμος έχει εσωτερικεύσει τελείως αυτό το σενάριο. Ότι δηλαδή, είναι καλό πράγμα να εξελιχθεί έτσι η πόλη, ότι είναι σχεδόν μονόδρομος, εφόσον έτσι θα βγουν τα λεφτά. Ο κόσμος έχει πειστεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγική οικονομία. Υπάρχει μόνο η παθητική και παθολογική ανάπτυξη του τουρισμού. Αυτό θα πρεπε να δούμε, όχι τι κάνει ο Μπακογιάννης κι ο κάθε άλλος δήμαρχος. Το θέμα είναι, ότι ο άλλος το δέχεται αυτό. Λέει ότι επιτέλους γίνεται κάτι καλό, ξέρω γω, ότι γινόμαστε άνθρωποι. Έχουμε Μεγάλο Περίπατο, γιατί ναι, γινόμαστε Βιέννη! Γινόμαστε η γαλλική Νίκαια, αφού έχουμε και φοίνικες!
Σκεφτόμουν αυτό με τους φοίνικες… Έχει μια φοβερή ιστορία η ελληνική άρχουσα τάξη με τον φοίνικα. Από την αρχή, ήδη από την βασίλισσα Αμαλία. Η Αμαλία είχε ένα πάθος με τους φοίνικες. Έφερνε φοίνικες από την Αμερική – είναι ας πούμε οι φοίνικες του Εθνικού Κήπου με το που μπαίνεις από την κεντρική είσοδο. Αργότερα, η βασίλισσα Φρειδερίκη τους έβγαζε τους φοίνικες, τους έκοβε, γιατί αυτή και η οικογένειά της ήταν πάλι μια άλλη κατάσταση, με άλλες προβολές. Της θύμιζαν λέει αφρικανικό τοπίο οι φοίνικες, λίγο τριτοκοσμικό, ξέρεις. Και έβαζε ευκάλυπτους και βελανιδιές για να το κάνει Ευρώπη. Και μετά ξαναμπήκαν οι φοίνικες, μαζικά. επί Έβερτ, ο οποίος ήθελε λέει να το κάνει Μαϊάμι! Επίσης άλλες προβολές. Ο οποίος Έβερτ είχε και μαϊμού για κατοικίδιο, δεν ξέρω αν θυμάσαι. Οπότε, κάπως κολλάει κι αυτό με τους φοίνικες. Χουρμαδιές-μαϊμούδες-Μαϊάμι. Και τώρα, ξανάχουμε φοίνικες ως η Ελληνική Ριβιέρα. Έτσι ακούμε. Εντάξει, οκέι. Όλο αυτό πάντως λέει πολλά πράγματα για τις υπαρξιακές προβολές μιας συγκεκριμένης άρχουσας τάξης. Για τις κοινωνικοπολιτικές της φαντασιώσεις.
Δείχνει και εναν επαρχιωτισμό όλο αυτό.
Ε ναι, γιατί να μην θες πια να έχεις νερατζιές και λεμονιές, ας πούμε; Δεν είναι ωραίες; Όχι, θες να χεις φοίνικες γιατί αυτό σου φτιάχνει το δικό σου Sunset Boulevard. Αυτές είναι οι προβολές σου. Αυτή είναι η κατάστασή σου, θα έλεγα. Όχι μόνο οι προβολές. Είμαστε μια εξωτική χώρα, άλλωστε. Δεν είμαστε εύκρατη. Αυτό αποφασίστηκε. Μια πολιτικά εξωτική χώρα.
Μάκη, ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.
Κι εγώ σε ευχαριστώ, Κώστα.