Κατερίνα Βέικου
Κατά τη δεκαετία του 1990 σημειώθηκε μια θεωρητική στροφή στο πεδίο της φεμινιστικής κριτικής και στις σπουδές φύλου. Η επίδραση που προκλήθηκε στον ακαδημαϊκό χώρο διαγράφεται μέσα από την μελέτη του μεταδομισμού, όπως αποτυπώνεται στους χώρους της φιλοσοφίας, της ανθρωπολογίας, της ψυχανάλυσης και της πολιτικής θεωρίας. Οι μεταδομιστικές θεωρίες θέτουν υπό αμφισβήτηση τις σταθερές δομές και τις κανονιστικές συμβάσεις του δομισμού, εξετάζοντας τις σύνθετες πρακτικές, μέσα από τις οποίες διαπλάθονται οι υποκειμενικότητες (πολιτικές ταυτότητες που ενσωματώνονται από τα υποκείμενα). Η κεντρική διάκριση ανάμεσα στο άτομο και τις κοινωνικές δομές που το περιβάλλουν, δείχνει τα όριά της και αποσταθεροποιείται, καθώς αναδεικνύεται ο τεχνητός χαρακτήρας των συνθηκών παραγωγής της (φυσικοποίηση).
Σε δομιστικά και μεταδομιστικά πλαίσια, η γλώσσα παύει να θεωρείται «διαφανές» μέσο αναπαράστασης της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, η γλώσσα δεν μπορεί να διαχωρίσει την θέση της από την πραγματικότητα, καθώς δεν πρόκειται για έναν αμέτοχο παρατηρητή, που καλείται να περιγράψει ένα αδρανές και αμετάβλητο αντικείμενο. Η πραγματικότητα λοιπόν δεν αποτυπώνεται, αλλά κατασκευάζεται εξ’ ολοκλήρου, εντός γλωσσικών προοπτικών και ιστορικο-πολιτισμικών συγκειμένων, που αυτόματα την ανάγουν σε ένα επίπεδο κριτικής και ερμηνείας.
Συμφώνα με τις δομιστικές αναλύσεις, το νόημα παράγεται μέσα από διπολικές αντιθέσεις, καθώς συγκροτούνται διαφορετικά περιεχόμενα για το κάθε σημείο του διπόλου (π.χ. άντρας-γυναίκα). Η μεταδομιστική προσέγγιση, κατά κύριο λόγο, με την συμβολή του Ζακ Ντεριντά, που εισήγαγε την έννοια της αποδόμησης, ανατρέπει και αναταράσσει τις παραδοσιακές διακρίσεις και τα αντιθετικά δίπολα, εστιάζοντας στην μεταβλητότητα των σημείων που τα συνιστούν. Κατά αυτή την άποψη, η διαφορά που παράγει το νόημα είναι πλασματική, γιατί δεν βασίζεται σε κάποιο ακατάλυτο θεμέλιο. Ενώ κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι έννοιες «γυναίκα» και «άντρας» έχουν σταθερό και διαχρονικό περιεχόμενο, μέσα από την ιστορικοποίησή τους, αποδεικνύεται ότι αποτελούν προϊόν ιστορικών, κοινωνικών πρακτικών και πρακτικών «λόγου».
Στην πραγματικότητα, τα αντιθετικά σημεία δεν μπορούν να οριστούν ανεξάρτητα από την μεταξύ τους σχέση. Η γυναίκα εμπεριέχεται στην έννοια άντρας και ίσως αντιπροσωπεύει μια πλευρά, που ο ίδιος νιώθει την ανάγκη να καταπιέσει και να ορίσει ως κάτι ξένο, για να νιώθει ασφαλής, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές του φύλου του. Οποιαδήποτε ιδιότητα θεωρείται τμήμα της γυναικείας ταυτότητας περιχαρακώνεται, προκειμένου να μην «διαβρώσει» την αντίστοιχη αντρική. Το όριο μεταξύ ανδρισμού και θηλυκότητας αστυνομεύεται διαρκώς, ακριβώς επειδή είναι εύκολο να παραβιαστεί, επειδή στην πραγματικότητα είναι πάντοτε ήδη παραβιασμένο.
Ειδικότερα, όσον αφορά την φεμινιστική και queer θεωρία, η Τζούντιθ Μπάτλερ (μετα-στρουκτουραλίστρια φιλόσοφος) επιχειρεί μια κριτική γενεαλογία της κατασκεύης των κατηγοριών του βιολογικού φύλου, του κοινωνικού, της σεξουαλικής επιθυμίας και του σώματος ως κατηγοριών ταυτότητας. Η αρχικά πολλά υποσχόμενη διάκριση μεταξύ «βιολογικού» και κοινωνικού» φύλου υφίσταται ριζική αμφισβήτηση, όπως και η κατά τα φαινόμενα «φυσική» συνοχή αυτών των δύο κατηγοριών με την ετεροφυλοφιλία.
Σύμφωνα με την Μπάτλερ, το κοινωνικό φύλο δεν αποτελεί εξωτερίκευση κάποιας προϋπάρχουσας ουσίας, που καθορίζεται από βιολογικούς παράγοντες, αλλά προϊόν των «ρυθμιστικών κειμένων». Όπως διατύπωσε ο Φουκώ τα «ρυθμιστικά κείμενα» αποτελούν «συστήματα σκέψεων που συμπεριλαμβάνουν ιδέες, συμπεριφορές, πράξεις, πιστέυω και πρακτικές που συστηματικά κατασκευάζουν τα υποκείμενα και τους κόσμους στους οποίους ζουν». Η έμφυλη ταυτότητα του ατόμου δομείται κοινωνικά μέσα από την επαναλαμβανόμενη επιτέλεση διαμορφωτικών πρακτικών, οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση ενός «βαθύτερου» και «αυθεντικού» έμφυλου πυρήνα. Με αυτό τον τρόπο, αυτό που στην πραγματικότητα αποτελεί τεχνητό αποτέλεσμά, ενσωματώνεται στην κοινωνική συνείδηση ως γενεσιουργός αιτία και εγγράφεται στη σφαίρα του «προ-κοινωνικού», του «σταθερού», του «εγγενούς». Ωστόσο η αποτυχημένη εκτέλεση της εντολής «να είσαι ένα δεδομένο φύλο» δημιουργεί ρήγματα που επιτρέπουν τον επαναπροσδιορισμό του όρου.
Σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε η Μονίκ Βίτιγκ, ο δυαδικός χαρακτήρας του βιολογικού φύλου εξυπηρετεί τους αναπαραγωγικούς στόχους του συστήματος, μέσα από την εγκαθίδρυση της ετεροφυλοφιλίας, ως φυσικής έκφανσης της σεξουαλικότητας. Στην παραδοσιακή σκέψη, οι έννοιες «γυναίκα» και «άντρας» θεωρούνται συμπληρωματικές και κοινωνικά προκρινόμενα είναι τα φύλα που επιδεικνύουν συνέχεια ανάμεσα στο βιολογικό φύλο, το κοινωνικό και την επιθυμία. Για παράδειγμα το να έχεις γεννηθεί θηλυκό δημιουργεί αυτομάτως προσδοκίες ότι θα συγκεντρώνεις το σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στην θηλυκότητα, ότι θα αυτοπροσδιορίζεσαι ως γυναίκα και ότι θα ελκύεσαι από άντρες.
Η Τζούντιθ Μπάτλερ διαφωνεί με μια σημαντική θέση της Βίτιγκ, ότι, δηλαδή, αν μια γυναίκα ορίζεται αποκλειστικά μέσω της αντιθετικής της σχέσης με έναν άντρα, τότε μια λεσβία, δεδομένου ότι δεν μπορεί να παγιώσει αυτή την αντίθεση, δεν θεωρείται ούτε γυναίκα, ούτε άντρας. Η Μπάτλερ υποστηρίζει ότι η ομορφυλοφιλία δεν ξεφεύγει από το κανονιστικό πλαίσιο της «υποχρεωτικής» ετεροφυλοφιλίας και τονίζει ότι «ο λεσβιασμός που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζικά αποκλειόμενος από την ετεροφυλοφιλία στερεί από τον εαυτό του την ικανότητα να ανασημασιοδοτεί τις ίδιες τις ετεροφυλοφιλικές κατασκευές από τις οποίες, εν μέρει, και αναπόφευκτα, συγκροτείται».
Η φεμινιστική θεωρία βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην θεμελίωση μιας «γυναικείας ταυτότητας», η οποία προάγει φεμινιστικά συμφέροντα μέσω της γλώσσας και ταυτόχρονα συνιστά το υποκείμενο για το οποίο επιδιώκεται πολιτική αντιπροσώπευση. Στο σημείο αυτό αποτυπώνεται μια σημαντική αντίφαση. Αφενός, η αντιπροσώπευση έχει λειτουργική χρησιμότητα σε μια πολιτική διαδικασία που προσπαθεί να επεκτείνει την ορατότητα και την νομιμότητα στις γυναίκες. Αφετέρου σύμφωνα με την μεταδομιστική θεωρία, η γλώσσα, μέσα από τον τρόπο παρουσίασης, κατασκευάζει την κοινωνική κατηγορία των γυναικών, την οποία επιχειρεί να αναπαραστήσει. Τα υποκείμενα λοιπόν που διέπονται από συγκεκριμένες δομές (γυναικεία ταυτότητα), σχηματίζονται και αναπαράγονται εντός συγκεκριμένων ορίων που προδιαγράφουν οι δομές στις οποίες υπάγονται. Πιο αναλυτικά, οι γυναίκες, για τις οποίες ζητείται χειραφέτηση, αναδεικνύονται ως μια μη προσδιορίσιμη κατηγορία, που καταρχάς, πρέπει να χειραφετηθεί από την παραδοχή μιας ταυτότητας, η οποία όμως χρησιμεύει ως ενοποιητικός παράγοντας και καθιστά δυνατή την διεκδίκηση του ζητουμένου (χειραφέτηση).
Το «τρίτο κύμα» του φεμινισμού, ως απόρροια της μεταδομιστικής επίδρασης, αντιτίθεται σε κάθε κανονιστική περιγραφή, θεμελίωση ή έκφραση μιας «γυναικείας ταυτότητας». Ωστόσο, η συγκρότηση της τελευταίας αποτέλεσε την βάση για ενότητα του γυναικείου κινήματος και του φεμινιστικού ακτιβισμού. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα η βάση αυτή κατακερματίζεται, γεγονός που δημιουργεί αναταραχές. Σταδιακά αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι οι «γυναίκες» στο σύνολό τους, δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνταχθούν πίσω από μια αδιαίρετη σύλληψη της γυναίκας, επειδή δεν αποτελούν ενιαία υποκείμενα και παρουσιάζουν διαφορές όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και εντός τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έχει επικριθεί για το γεγονός ότι δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις οικουμενικότητας, με το να ομογενοποιεί σημαντικές διαφορές μεταξύ γυναικών ως προς την τάξη, την εθνικότητα και την σεξουαλικότητα. Επικρίθηκε επίσης για την έμφαση που έδωσε στην «τάξη φύλου», η οποία εμπεριέχει την έμμεση παραδοχή της διττότητας του διαχωρισμού του βιολογικού φύλου. Η υποστασιοποίηση της βιολογικής διαφοράς, ενδεχομένως να οδηγεί σε αποκλεισμό ορισμένων ατόμων από τους κόλπους των φεμινιστικών κινημάτων (π.χ. άντρες, τρανς, ιντερσεξ άτομα κτλ).
Η ανατροπή της έμφυλης ταυτότητας δεν στοχεύει στην διάσπαση και την διάλυση των φεμινιστικών κινημάτων, αλλά στην αναζωογόνησή τους προς νέες κατευθύνσεις. Σύμφωνα με την Elam, η συλλογική δράση και η ενότητα του φεμινισμού μπορεί να διαμορφωθεί στα πλαίσια μιας «αθεμελίωτης αλληλεγγύης». Πρόκειται για μια βάση αποδεσμευμένη από την επίκληση της υποτιθέμενης ενότητας του φεμινιστικού υποκειμένου, μια βάση με ορισμένη σταθερότητα, η οποία, όπως διατείνεται ο Ντεριντά είναι «αποσταθεροποιήσιμη ανά πάσα στιγμή». Η απουσία ενός ακατάλυτου θεμελίου αισθητοποιείται με την γνωστοποίηση της έλλειψης φυσικότητας και της μεταβλητότητας των σημείων/ταυτοτήτων που προκύπτει ιστορικά. Η απουσία αυτή απελευθερώνει τα υποκείμενα από άκαμπτους αυτοπροσδιορισμούς, όχι με το να τους στερεί την δυνατότητα να δηλώνουν υποκείμενα μια συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας, αλλά με το να ρευστοποιεί τα όρια της τελευταίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αντίσταση στην ίδια την έννοια των ορίων.