Του Γιώργου Πάσχου
Είκοσι περίπου μέρες έχουν ήδη περάσει έπειτα από την αποκάλυψη ενός εκ των σημαντικότερων σκανδάλων του 21ου αιώνα, αυτού των paradise papers. Οι υποψίες των πιο δυστοπικών επιστημόνων επιβεβαιώθηκαν και μέσα σε αυτές τις είκοσι μέρες έχει παρατηρηθεί μια άνευ προηγουμένου παθητικότητα της κοινωνίας κατά τη διαδικασία λήψης και επεξεργασίας αυτής της πληροφορίας, που υπό άλλες προϋποθέσεις και συνθήκες θα είχε θέσει σε κρίση τα θεμέλια του καπιταλιτιστικού οικοδομήματος.
Σίγουρα η παθητικότητα του κοινού μπορεί να επεξηγηθεί τόσο από την απόφαση των media να μην παρουσιάσουν ενδελεχώς το σκάνδαλο όσο και από τα οικονομικά προβλήματα των πολιτών που παλεύοντας για την επιβίωση τους δεν διαθέτουν χρόνο για άλλα ζητήματα. Πίσω από την κενότητα και παθητικότητα του κοινού θα πρέπει όμως να αναζητηθούν και οι επιπτώσεις του μεταμοντέρνου στο κοινωνικό φαντασιακό.
Σύμφωνα με τον Φρέντρικ Τζέιμσον, οι μεταμοντέρνες μορφές αναπαράστασης είναι επιφανειακές και δεν έχουν καμία πραγματική κατανόηση του κόσμου. Ο Τζέιμσον υποστηρίζει ότι πλέον υπάρχει μια τεράστια αδυναμία εμβάθυνσης στο υποβόσκον νόημα των γεγονότων και των αντικειμένων της καθημερινότητας, καθώς πλέον το παθητικοποιημένο κοινό αρκείται στην επιφανειακή ανάλυση και την αποσπασματική ερμηνεία. Ως εκ τούτου, δεν είναι διόλου παράξενη η παθητική αντιμετώπιση της είδησης των paradise papers από τους πολίτες, καθώς αποτελούν μέρος «μιας κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι δεν αντιδρούν σ’ αυτά που, σε μιαν άλλη εποχή, θα προκαλούσαν αναταραχές και κρίσεις. Αντίθετα, τα άτομα έχουν γίνει μπλαζέ, αλλεργικά στις συναναστροφές, αρκετά έξυπνα όμως ώστε να γνωρίζουν ότι τα γεγονότα που εκτυλίσσονται είναι σημαντικά και ίσως ακόμη να αντιλαμβάνονται ότι σε μια προηγούμενη εποχή θα είχαν αντιδράσει με μια βαθιά συναισθηματική κατανόηση ή με αντίστοιχη συναισθηματική αντιπάθεια προς συγκεκριμένα άτομα και γεγονότα που εξελίσσονται γύρω τους». [1]. Η αντίδραση έχει αντικατασταθεί από αδράνεια και η συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα από αδιαφορία και απαξίωση.
Για τη βαθύτερη κατανόηση των προαναφερθέντων πρέπει να κατασκευαστεί ξανά το δίπολο του μοντέρνου με το μεταμοντέρνο και να παρουσιαστούν οι συσχετίσεις τους με τις κοινωνικές ομάδες. Στα πλαίσια του μοντέρνου, κατά τη μεταπολεμική περίοδο και έπειτα από κοινωνικού αγώνες, δημιουργήθηκε το κράτος δικαίου, ένα στιβαρό οικοδόμημα που έθεσε στο επίκεντρο του τη προώθηση της προτεσταντικής ηθικής εργασίας. Αντίθετα, κατά την επίτευξη της παγκασμιοποίησης αμερικανικού τύπου που προωθήθηκε απο τις κυβερνήσεις Ριγκαν και Θάτσερ, προέκυψε ο νεοφιλελευθερισμός, με πυρήνα του τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και την άνοδο του υλισμού.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα μεταμοντέρνο κατασκέυασμα αντεπανάστασης η μιας άλλης συντηρτητικής επανάστασης, όπως θα ανέφερε ο Μ.Χαιντέγγερ, ενάντια στο κράτος δικαιου, διαιωνίζοντας παράλληλα τον ατοιμκιστικό συντεχνισμό της δύσης. Ο νεοφιλελευθερισμός, όπως και το μεταμοντέρνο, παρότι προτάσσει τον ηγεμονικό του ρόλο και δείχνει να έχει κυριεύσει στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτικοοικονομική σκηνή, ουσιαστικά είναι μια στείρα μη δημιουργική απομιμητική κατασκευή που ανακυκλώνει το παρελθόν, αναπλάθοντας το σε ενα παστίς αντιουμανισμού και αντιρεαλισμού. Αντιουμανισμού, καθώς θέτει σε περιθώριο την κατανόηση των ίδιων των ανθρώπων ως πολιτικά υποκείμενα και τους στερεί τα μέσα επιβίωσης που είχαν κερδίσει στη μοντέρνα περίοδο, και αντιρεαλισμού, καθώς αντιτίθεται σε όλες τις ρεαλιστικές αφηγήσεις του μοντέρνου παράγοντας απομιμήσεις. Ο μεταμοντερνισμός αντιπροσωπεύει την κατάργηση κάθε κοινωνικού στοιχείου μέσω του οποίου δημιουργήθηκαν οι πρωτοπορίες του 20ου αιώνα, θεωρώντας οποιαδήποτε αντίθεση, άρνηση ή κριτική ως έσχατη απειλή για το σύστημα που πρέπει να κινηθεί μπροστά με οποιοδήποτε κόστος. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα αφενός στον πολιτικοποιημένο μοντερνισμό κατά τον οποίο ο άνθρωπος κοιτώντας στο καθρέπτη μπορεί να αντικρίσει ενα πολιτικό ον και αφετέρου στον απο-πολιτικοποιημένο μεταμοντερνισμό που προωθεί το χειραγωγημένο και περιθωριοποιημένο όν.
‘Ετσι λοιπόν, οι απο-πολιτικοποιημένοι “πολίτες” αποδέχονται γεγονότα υψίστης διαστροφής ως φυσιολογικά, καθώς έχουν διαμορφωθεί ώστε να τα αποδέχονται με αυτό τον τρόπο λόγω της τεράστιας βίαιης συμπύκνωσης χρόνου που συντελείται εξαιτίας της εξαφάνισης οποιασδήποτε κρατικής προστασίας του υποκειμένου. Η κατάσταση αυτή οδηγεί με γεωμετρική πρόοδο στον στόχο του μεταμοντέρνου, δηλαδή στην επαναφορά και αναβίωση του προ-μοντέρνου.
Στη προ-μοντέρνα αισθητική πραγματικότητα, όπου ο άνθρωπος λειτουργεί αγελαία, δίχως να έχει κατανοήσει την υπόστασή του. Απομονωμένος και αποξενωμένος στις σύγχρονες μητροπόλεις ψωνίζει από μεταμοντέρνα σουπερμαρκετ πληροφοριών και κατασκευασμένης ηθικής που θέτουν προς πώληση τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες ως το ύψιστο εμπόρευμα με ύψιστη αξία χρήσης. Στην κοινωνία των μεταμοντέρνων σουπερμάρκετ, λοιπόν, σκάνδαλα σαν τα paradise papers συσκευάζονται σε μορφή δώρου και πωλούνται με την ευχή να λειτουργήσουν σαν τη βαλβίδα της χύτρας ταχύτητας. Να εκτονώσουν, δηλαδή, τη κοινωνική πίεση και να επαναφέρουν την κατασκευασμένη ομαλότητα που τόσο επιζητούμε όλοι.
[1] Εισαγωγή στην Κοινωνική Θεωρία, Pip Jones, Liz Bradbury, Shaun Le Boutillier, εκδ. ΠΛΕΘΡΟΝ, 2017.
*φοιτητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ