από τον Γιo του Κάιν
Θέλω να σου πω κάτι, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς δύο πράγματα… Θέλω να μην με κρίνεις πολύ σκληρά, θέλω να μη ξεχάσεις ποιος είμαι όταν δεν σκέφτομαι έτσι, και, θέλω να μείνει μεταξύ μας, όπως οι εξομολογήσεις ή οι συνεδρίες με τους ψυχολόγους… Κοίτα…
Ξέρεις για την πανδημία, ναι γι’ αυτή που δεν γράφει κανείς σωστά τ’ όνομά της λέω. Αυτή που με όποιον και να μιλήσεις, για οποιοδήποτε θέμα, ξέρεις ότι θα την αναφέρετε στα επόμενα δύο λεπτά. Είναι λογικό άλλωστε, δεν συμβαίνει κάθε μέρα να έχουμε την ευλογία της τόσο έντονης υπενθύμισης ότι η ζωή μπορεί να τελειώσει οποιαδήποτε στιγμή και ότι έχουμε ελάχιστο ως μηδενικό έλεγχο πάνω σ’ αυτό. Ή μάλλον έχουμε, απλά, τέτοιες σκέψεις προτιμούμε να τις αγνοούμε ή να τις συνθλίβουμε σαν τα κουνούπια το καλοκαίρι μέσα στο σκοτάδι.
Θα μου πεις, γιατί τόση μυστικότητα για κάτι τόσο απλό; Αμ δε, αλλού είναι το πρόβλημα. Με αφορμή αυτά τα υπαρξιακά σύννεφα που έχουν γεμίσει τον ουρανό και δεν αφήνουν τον ήλιο να περάσει, οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται, οι σκέψεις φέρανε πράξεις και οι πράξεις… Σκέψεις κι ενοχές…Είδα τους ανθρώπους να πανικοβάλλονται και σκέφτηκα ότι είναι λογικό ως ένα σημείο, ανακάλυψα όμως ότι ο πανικός τους δεν είχε να κάνει με τον θάνατο ή την αρρώστια.
Αφού έκλεισαν τα μαγαζιά, οι καφετέριες, τα εστιατόρια και όλα τα υπόλοιπα μέρη στα οποία οι άνθρωποι πάνε για να καταναλώσουν με φασαρία και να γεμίσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με υλικό για τις καταναλωτικές περσόνες τις οποίες πλασάρουν ως ταυτότητα, αναγκάστηκαν να μείνουν σπίτι, μόνοι με τους εαυτούς τους, τη ζωή τους και τις αποφάσεις τους. Και δεν τους άρεσε τίποτε απ΄όλα αυτά…
Ανακάλυψαν ότι δεν ξέρουν να περνούν χρόνο με τους εαυτούς τους, ανακάλυψαν ότι πέρα από την επίδειξη κατανάλωσης (ήπια καφέ, βγήκα στο τάδε μαγαζί, πίνω μπύρες, τρώω τάδε) δεν έχουν και πολλά για να νιώθουν καλά με το ποιοι είναι, οι τοίχοι έγιναν φυλακή και η σκέψη ότι δεν ζουν όπως θα ήθελαν τριγύριζε στο δωμάτιο σαν το πιο θορυβώδες και αθάνατο κουνούπι στον κόσμο. Φώναζε το κεφάλι τους όπως φώναζε ο Ιβάν Ίλιτς στο νεκροκρέβατό του “δεν έζησα την ζωή όπως πρέπει να τη ζουν οι άνθρωποι”…
Και εκεί, εκεί που τους είδα πανικόβλητους, χάρηκα, και ντρέπομαι πολύ γι αυτό. Είναι τόσο επώδυνο για τους ανθρώπους όλο αυτό αλλά δεν μπορώ να με σταματήσω από το να βλέπω τα θετικά. Ο πλανήτης θεραπεύεται, ο αέρας καθαρίζει… Ξέρω για την οικοφασιστικότητα και τους κινδύνους της αλλά είναι όλα τόσο γαλήνια και υπάρχει παντού μια νότα “θεραπείας μέσω του πόνου”. Υπάρχει παντού μια ησυχία τώρα που έπαψε ο θόρυβος, σαν να σταμάτησε η γη να γυρίζει και ο κόσμος ν’ άρχισε ν’ αναπνέει ξανά. Η μυρωδιά της ανοικοδόμησης βρίσκεται παντού…
Μέχρι που άρχισαν να φωνάζουν ο ένας τον άλλο ζώα. Και άρχισαν να τσακώνονται ξανά. Δεν άντεξαν ούτε λίγες μέρες μόνοι με τους εαυτούς τους, άρχισαν να κατηγορούν και να κοσμούν με υποτιμητικά επίθετα όποιον βρήκαν μπροστά τους. Πέταξαν την ατομική ευθύνη από το παράθυρο και αμπαρώθηκαν σε εκκλησίες. Τους έδειχναν πλάνα από άδεια διόδια και παραλίες με λεζάντα “οι συμπολίτες σας είναι απείθαρχοι” και πιάσαν τις πέτρες. Δέχθηκαν με τόση χαρά ότι μπορεί να φταίει για όλα κάποιος άλλος, ή μαλλον, να φταίει κάποιος γενικά. Να φταίει που είναι θνητοί, που δεν έχουν τον έλεγχο πάνω σε τίποτα, που δεν τους αρέσει ο εαυτός τους, που δεν ζουν όπως θα ήθελαν, που…
Πάνε μέρες που είμαι σε καραντίνα, δεν πρέπει να είναι πολλές αλλά δεν μετράω κιόλας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το κάνω από φόβο ή ευθύνη, πάντα έτσι ζούσα, χωμένος σε βιβλία, κλεισμένος σε δωμάτια να παίζω μουσική, να γράφω, να σκέφτομαι, καταλαβαίνεις. Όλη μου η ζωή έχει διαδραματιστεί πίσω από τοίχους, μα, πάντα ήμουν χαρούμενος για τους υπόλοιπους, αν μη τι άλλο, υπήρχαν και σπάνιες στιγμές που έβγαινα κι εγώ εκεί έξω, το βίωνα σαν περιπέτεια, είναι ωραία εμπειρία το να είσαι άνθρωπος. Μα πλέον με πιάνω να μην θέλω να ξαναβγώ εκεί έξω ποτέ ξανά.
Δεν νομίζω ότι μου αρέσουν και πολύ οι άνθρωποι, πλέον…