Του Κώστα Ράπτη
Ο Macron πρόκειται να παρουσιάσει σήμερα Τρίτη αναλυτικά τις προτάσεις του για την αναμόρφωση της ευρωζώνης. Η επιλογή του τόπου υπήρξε επιτυχής από την άποψη των συμβολισμών: ο Γάλλος πρόεδρος θα μιλήσει σε ακροατήριο Ευρωπαίων φοιτητών στη Σορβόννη, το αρχαιότερο και πιο προβεβλημένο πανεπιστήμιο της Γαλλίας. Όμως η επιλογή του χρόνου αποδεικνύεται εκ των υστέρων ολότελα άστοχη, αφού ο ένοικος των Ηλυσίων συμπεριλαμβάνεται κατά έναν τρόπο στους μεγάλους χαμένους των προχθεσινών γερμανικών ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών.
Ο Γάλλος πρόεδρος παραπλανήθηκε από την διάχυτη πεποίθηση ότι η Angela Merkel όδευε προς εκλογικό περίπατο, αλλά και από την δική του βιασύνη να παρεμβληθεί στις γερμανικές μετεκλογικές διεργασίες, δίνοντας τον κατάλληλο ρυθμό σε μια μεταρρυθμιστική διαδικασία της οποίας θα ήταν ο συνανάδοχος από κοινού με την καγκελάριο.
Ευρύτερα, βέβαια, μπορεί κανείς να πεί ότι παραπλανήθηκε από την υπερτίμηση της οικονομικής και πολιτικής ευρωστίας της Γερμανίας, αλλά και της συνεργασιμότητας της, εκ πρώτης όψεως πάντοτε δεκτικής, Angela Merkel.
Στην πραγματικότητα, η καγκελάριος ποτέ δεν θα δεχόταν προτάσεις που θα αμφισβητούσαν τα στενά νοούμενα γερμανικά συμφέροντα και θα προκαλούσαν δυσάρεστα ερωτήματα στο εκλογικό της σώμα. Όμως, πλέον, δεν χρειάζεται να επωμισθεί η ίδια το έργο της απόκρουσης ή απονεύρωσης του γαλλικού εγχειρήματος: διαθέτει επίδοξους κυβερνητικούς εταίρους οι οποίοι θέτουν τις δικές τους “κόκκινες γραμμές”: τέτοια είναι για τον ηγέτη του FDP Christian Lindner η απόρριψη της ιδέας για έναν κοινό προϋπολογισμό της ευρωζώνης, για έναν Ευρωπαίο υπερυπουργό Οικονομικών ή για μια ενιαία ευρωπαϊκή αποζημίωση ανεργίας.
Σύμφωνα με το Politico, η διπραγμάτευση που αναπόφευκτα θα ανοίξει με τη σημερινή ομιλία του Emmanuel Macron πρόκειται να εκτυλιχθεί σε πέντε μέτωπα. Το πολιτικό (όπου η γαλλική αντίληψη της “δημοσιονομικής αλληλεγγύης” των κρατών-μελών θα συγκρουσθεί με το γερμανικό μοντέλο των “κοινών κανόνων”), το ακαδημαϊκό (δηλ. η συζήτηση κατά πόσον για την σταθερότητα της ευρωζώνης προέχει ένα άλμα εμβάθυνσης, με κοινό προϋπολογισμό και κοινές επενδύσεις ή προώθηση της τραπεζικής ένωσης και η ενίσχυση του ESM), το γραφειοκρατικό (όπου ο Jean Claude Juncker προσβλέπει σε ενίσχυση του ρόλου της Κομισιόν με ενοποίηση των θέσεων του επιτρόπου Οικονομικών και του προέδρου του Eurogroup), το νομισματικό (καθώς οι εκτός ευρώ χώρες της Ε.Ε. αποκλίνουν και πολιτικά και αυτό θα επιδεινωθεί σε περίπτωση βαθύτερης ενοποίησης της ευρωζώνης) και τέλος το μέτωπο των εθνικών εγωισμών (όπου η αναζωογόνηση του γαλλογερμανικού άξονα ήδη ερεθίζει χώρες σαν την Ιταλία).
Τα πράγματα μπορούν να διατυπωθούν και απλούστερα. Για τη Γερμανία η “περαιτέρω εμβάθυνση” αργά ή γρήγορα οδηγεί στο απόλυτο ταμπού: τη “μεταβιβαστική ένωση”, η δυσανεξία προς την οποία ασφαλώς δεν θα υποχωρήσει σε μία συγκυρία ενδυνάμωσης του γερμανικού εθνικισμού.
Κατά το Eurointelligence του Wolfgang Munchau, η μόνη θετική για την ευρωζώνη πολιτική εξέλιξη στη Γερμανία θα ήταν ο σχηματισμός ενός “κοκκινο-κοκκινοπράσινου συνασπισμού”, αλλά Σοσιαλδημοκράτες, Αριστερά και Πράσινοι δεν συγκέντρωσαν αθροιστικά ούτε 40% της ψήφου. Η εκτίμησή του είναι ότι η Merkel θα γαντζωθεί στην εξουσία, οι Πράσινοι θα επικεντρωθούν στο θέμα της κλιματικής μεταβολής και το FDP θα επιχειρήσει να καταστρέψει την ευρωζώνη, ενώ η AfD θα “καταδιώκει”, όπως υποσχέθηκε. Μια φιλοευρωπαϊκή συμμαχία μετριοπαθών Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων δεν θα αποτολμήσει, για πολιτικούς λόγους, να εκδηλωθεί στις ψηφοφορίες της Bundestag.
Αυτό σημαίνει ότι όλη η προεδρία Macron μένει μετέωρη και κινδυνεύει να αποτύχει όπως οι προηγηθείσες των Sarkozy και Hollande και για τον ίδιο λόγο. Η τακτική του “να βοηθήσει τη Merkel να τον βοηθήσει”, δηλ. να σύρει τη Γερμανία σε ένα σχέδιο μεγαλύτερης ευρωπαϊκής εμβάθυνσης έναντι δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα καταστήσουν τη Γαλλία “αξιόπιστη” στα γερμανικά μάτια, θα ακυρωθεί χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση από την άλλη πλευρά του Ρήνου. Ήδη προτού κλείσει εξάμηνο στην προεδρία ο Macron πληρώνει το κόστος της ραγδαίας υποχώρησης της δημοτικότητάς του λόγω των αντιδημοφιλών ανατροπών στα εργασιακά – όμως το “αντίτιμο” μπορεί και να μην το εισπράξει ποτέ.