Επιμέλεια: Μπίτη Αγγελική
Σαστισμένη οι ελληνική και ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παρακολουθεί την κλιμακούμενη “έξοδο” ενός λαού από τη χώρα του.Ο πόλεμος στη Συρία συνεχίζεται για πέμπτο χρόνο, με τη διεθνή κοινότητα αδύναμη και άβουλη να σταματήσει τη σφαγή και τον ξεριζωμό των συνανθρώπων μας. Οι Σύροι πρόσφυγες παλεύουν με τη γη, τη φωτιά και τη θάλασσα για να βρουν έναν τόπο ασφαλή για εκείνους και τις οικογένειες τους. Οι πρόσφυγες που έχουν καταφύγει σε γειτονικές χώρες εξαιτίας του πολέμου στη Συρία ξεπερνούν, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, τα 4 εκατομμύρια, επιβεβαιώνοντας ότι η κρίση αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων.
Η χώρα μας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού, υποδεχόμενη καθημερινά στα νησιά του Αιγαιου πρόσφυγες που περνούν με αυτοσχέδιες λέμβους και βάρκες για να φτάσουν “στη γη της Επαγγελίας”,την Ευρώπη.
Τι γίνεται όμως μετά; Πως μπορούμε να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας να βρουν καταφύγιο και να συνεχίσουν τις ζωές τους;
Ως προς την ευρωπαϊκή και ελληνική στρατηγική αντιμετώπισης, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο και η αντίδραση και των δύο πλευρών μοιάζει να έρχεται κατόπιν εορτής και χωρίς να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το μείζων αυτό πρόβλημα τόσο για τους ίδιους τους πρόσφυγες, όσο και για τη χώρα μας, η οποία δεν φαίνεται να έχει την υποδομή, τους πόρους και ίσως και την ανάλογη πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει τα εν λόγω βάρη.
Αδιαμφισβήτητα, η διεθνής και η εγχώρια κοινή γνώμη έχει θορυβηθεί. Και προσπάθειες γίνονται για να βοηθήσουν τους κατατρεγμένους. Μη κυβερνητικοί φορείς, ευαισθητοποιημένες οργανώσεις και εθελοντές ως μονάδες προσπαθούν, επίσης, με ότι μέσα διαθέτουν να βοηθήσουν.
Λυπηρό παραμένει το γεγονός ότι υπάρχουν φωνές μισαλλοδοξίας, ισλαμοφοβίας και ρατσισμού που περιχαρακώνουν την κοινή γνώμη και δεν αφήνουν το πραγματικού γεγονός της σφαγής ενός λαού να αναδυθεί ως το βασικό συμβάν της ιστορίας μας.
Ίσως η κατανόηση του προβλήματος , να είναι μια δίοδος προς την αντιμετώπιση του.
Οι συνάνθρωποι μας, φεύγουν για να σώσουν τις ίδιες τους τις ζωές από τον πόλεμο. Φεύγουν να ξεφύγουν από κάθε απειλή που βρίσκεται, στη χώρα τους είτε είναι η κυβέρνηση, είτε οι αντιπολιτευτικές ομάδες, οι τρομοκρατικές και εξτρεμιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις.
Οι σφαίρες είναι σφαίρες, οι βόμβες είναι βόμβες απ’ οπού και αν προέρχονται.
Η προσφυγιά είναι μονόδρομος για αυτούς.
Δεν τίθεται θέμα επιλογής. Και όπως πολύ καλά θα έλεγε ο λαός μας είναι το γνωστό μας δίλημμα: Ελευθερία ή Θάνατος. Πως γίνεται, λοιπόν, να κατηγορείς κάποιον επειδή διάλεξε την ελευθερία.
Βοηθητικό θα ήταν να γινόταν πιο ξεκάθαρο, τι είναι πρόσφυγας για να κατανοηθεί στην ουσία της η προσφυγιά. Πρόσφυγας είναι αυτός που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να φύγει από την πατρίδα του. Ο όρος πρόσφυγας αναφέρεται σε άτομο το οποίο βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του και έχει «δικαιολογημένο φόβο δίωξης εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της συμμετοχής του σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών του πεποιθήσεων» (ορισμός της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων) και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Πρόσφυγας είναι επίσης όποιος κινδυνεύει στη χώρα του λόγω πολέμου ή γενικευμένης βίας. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του και δικαιούται άσυλο και διεθνή προστασία στη χώρα που καταφεύγει, με βάση της Αρχής της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Μετά την οριοθέτηση της έννοιας του πρόσφυγα και γνωρίζοντας πλέον τι ακριβώς σημαίνει, μπορούμε κατά την πλατωνική θεωρεία να ξαναθυμηθούμε ή να ξαναζωντανέψουμε μέσα μας την έννοια αυτή. Τι προϋποθέτει, όμως, η αναζωογόνηση αυτής της ανάμνησης;
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, και τη θεωρία της γνώσης, κάθε γνωστική πράξη είναι πάντοτε μια ανάμνηση, δηλαδή μια θύμηση: γνωρίζω δεν σημαίνει αποκτώ από το εξωτερικό περιβάλλον νέες αντιλήψεις, αλλά επαναφέρω στη μνήμη, μέσα μου, αυτό που ένα μέρος μου (η ψυχή) ήδη γνωρίζει, αλλά έχει ξεχάσει. Είναι, λοιπόν, μια διαδικασία ανάμνησης με την οποία αναδημιουργείται η αλήθεια μέσω της θύμησης. Από το περιβάλλον, δηλαδή από την αισθητή αντίληψη του κόσμου, μπορεί να δημιουργηθεί το πολύ μια ώθηση, ένα ερέθισμα στο μνημονικό.
Γνωρίζουμε, λοιπόν, την Ιδέα της Προσφυγιάς, το μόνο που μένει είναι να την ξαναθυμηθούμε. Η προσφυγιά βράζει μέσα μας και στην παράδοση του τόπου μας ως σταυροδρόμι. Η προσφυγιά είναι δίπλα μας, μέσα στα σπίτια μας ,στις οικογένειές μας , στις γειτονιές μας, στα τραγούδια και στα κείμενα του λαού μας, και το παρόν μας επιβάλει να την ξαναθυμηθούμε.
Επιβάλλεται να ξαναθυμηθούμε την προσφυγιά του 1922 και τους κατατρεγμένους από τις πατρογονικές τους εστίες Μικρασιάτες, τους Έλληνες του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης και την προσπάθεια τους να σωθούν από την τουρκική σφαγή. Επιβάλλεται να ξαναθυμηθούμε τους ελληνικούς πληθυσμούς του Καυκάσου, τις ελληνικές κοινότητες στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην Αμπχαζία, στην Τσετσενία και τη μετασοβιετική έξοδο τους από τις φλόγες του πολέμου και της κατάρρευσης. Επιβάλλεται, να θυμηθούμε τους πρόσφυγες της ματωμένης Κύπρου του Ιούλη του 74′, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Οι αναφορές στις αναμνήσεις δεν μπορούν να εξαντληθούν στον παρόν άρθρο, και αναφέρονται κυρίως σε προσφυγικές ροές, αν η αναφορά αφορούσε και μεταναστευτικές ροές, ίσως η λίστα των αναμνήσεων μας να γινόταν ανεξάντλητη, σε μια χώρα σταυροδρόμι λαών που έχει υποδεχτεί στις αγκάλες της πολυσπερμιά λαών. Σε μια χώρα που έχει στείλει και η ίδια μεγάλο κύμα μεταναστών στην Αμερική, στην Γερμανία, στην Αυστραλία και σε πολλά ακόμη μέρη του πλανήτη.
Η καταγραφή μας γίνεται, από ανάμνηση, ολοζώντανο παρόν και μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Οι προσφυγιά εξ ανατολής, θα πρέπει να έχει μία και μόνο αντιμετώπιση. Την ανθρώπινη. Οι συνάνθρωποι μας αυτοί, θα πρέπει να λάβουν την αμέριστη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη μας.
Αυτοί οι άνθρωποι, έχασαν τα πάντα, τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, την πατρίδα τους. Μην του αφήσουμε να χάσουν και την ελπίδα τους.
Είναι μονόδρομος και για εμάς.