Του Γιάννη Μπρούζου
H Έλσα είχε βάλει ήδη το μαγιό της και τραβούσε το μπαμπά από το χέρι. Αν μπορούσε θα τον έσερνε μέχρι την παραλία. Ο Λούντβιχ όσο μπορούσε να βλέπει ακόμα, την κοίταξε στα μάτια για να δει στο πρασινογάλαζο το ματιών της την θάλασσα ….Guardò negli occhi la ragazza quegli occhi verdi come il mare…
Δεν θα πήγαινε εκείνη τη μέρα στην θάλασσα ο Λούντβιχ. Η αγαπημένη του Ενριέτε το ήξερε. “Έλα πάμε εμείς, άσε τον μπαμπά να ξεκουραστεί, είπε στην Έλσα”. Άκουσε την φωνή της Ενριέτε και θυμήθηκε εκείνη την υπέροχη δασκάλα μαθηματικών και φυσικής που είχε ερωτευτεί στο Γκρατς. Θυμήθηκε τα όμορφα χρόνια τους εκεί. Το πάθος της Ενριέτε να διδάξει έστω ανεπίσημα, που της το στερούσαν οι “νόμοι της εποχής”, την δική του ενθάρρυνση και στήριξη να επιμείνει και να τα καταφέρει τελικά…. Te voglio bene assaje ma tanto tanto bene sai…
Θυμήθηκε και τον επιστημονικό του ενθουσιασμό όταν ανακάλυπτε πως κινούνται τα αέρια που τα σκεφτόταν πάντα σαν ένα χαοτικό σμήνος ατόμων. Πως άρχιζε να κατανοεί την τάξη και την αταξία, πως όρισε την εντροπία, το βαθμό τάξης και αταξίας ενός φυσικού συστήματος από όλες τις πιθανές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί. Πως θεωρούσε όλες τις καταστάσεις ισοπίθανες, όσο απίθανες και να φαίνονταν κάποιες από αυτές… μια αλυσίδα ξέρεις ζεσταίνει το αίμα μας μέσα στις φλέβες… è una catena ormai che scioglie il sangue dint’e vene sai…
Καθώς έφευγαν κόρη και μητέρα, ο Λούντβιχ με την περιορισμένη όρασή του σαν να είδε μαζί τους να φεύγουν και τα άλλα δύο κορίτσια του και τον μονάκριβο γιο του που έχασε πριν λίγα χρόνια.
Στο Ντουίνο της Τριέστης επέμεινε η Ενριέτε να έρθουν. Όλοι πίστευαν οτι μετά το ταξίδι του στην Καλιφόρνια και την τεράστια επιτυχία των διαλέξεων που έδινε τα τελευταία χρόνια, οι μαύρες σκέψεις του είχαν υποχωρήσει. Η Ενριέτε που τον ήξερε καλά, ανησυχούσε πολύ, αλλά ούτε εκείνη φανταζόταν τι είχε βάλει στο μυαλό του να κάνει.
Έβαλε στο γραμμόφωνο ένα δίσκο του Ενρίκο Καρούζο να παίζει τον Ντον Τζιοβάνι του Μότσαρτ. Αγαπούσε πολύ τον Μότσαρτ τον Βιενέζο συμπατριώτη του που τόσο ψηλά έφτασε την μουσική, αλλά και τον νέο Ιταλό τενόρο που μόλις είχε αρχίσει να μαγεύει με την υπέροχη φωνή του. Ο ήχος, μια κίνηση των αερίων, η φωνή και οι αναπνοές, η τάξη μέσα από το χάος. Ό,τι αγαπούσε ο Λούντβιχ ήταν. Κοίταξε λίγο από το παράθυρο τον ουρανό και τον ήλιο της Μεσογείου. Κοίταξε και προς τα κάτω στα πλακόστρωτα σαν να περίμενε μήπως έρθουν…
Οι φίλοι του. Άλλους τους ήξερε καλά, και άλλους όχι. Κάποιοι είχαν ήδη πεθάνει, ο Μάξγουελ από τη Σκωτία, ο Γκιμπς από την από την Αμερική. Ο καθηγητής του ο Στέφαν που τόσο τον είχε βοηθήσει στα πρώτα του βήματα στην επιστήμη. Περίμενε ίσως τον Γκούσταβ και τον Έμιλ που μαζί είχαν ιδρύσει την Αυστριακή Ακαδημία Μαθηματικών ή τους φοιτητές του, τον Καρλ, τον Πωλ, την Λίζε.
Και συνάμα είχαν ξεκινήσει να τον βρουν και κάποιοι άλλοι που δεν ήξερε. Ο Περίν που είχε ξεκινήσει να στήνει τα πειράματά του με τα οποία θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη των ατόμων και θα μετρούσε την περίφημη σταθερά του. Την σταθερά που θα έπαιρνε το όνομά του. Την σταθερά του Μπολτζμαν. Την σταθερά που μέσα της έκρυβε όλα τα μυστικά της θερμοκρασίας και της εντροπίας. Της τάξης και της αταξίας στον κόσμο. Της τάξης και της αταξίας που με βάση την στατιστική και την ύπαρξη των ατόμων είχε καταφέρει να κατανοήσει ο Λούντβιχ Μπόλτζμαν.
Στην ίδια άμαξα των άγνωστων φίλων του έρχονταν ακόμα ο Λουντβιχ Βιτγκενστάιν και ο Ερβιν Σρεντινγκερ που ανέμεναν να τον έχουν δάσκαλο στις διαλέξεις του την επόμενη χρονιά στη Βιέννη. Κατέφθανε επίσης ο Βλάντιμιρ Ίλιτς Ουλιάνωφ. Που είχε αρχίσει να γράφει την πολεμική του από υλιστική- ρεαλιστική σκοπιά στον Εμπειριοκριτικισμό, ένα από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα του μαρξισμού. Ο Λένιν θεωρούσε τον Μπολτζμαν φωτεινό παράδειγμα ρεαλιστή επιστήμονα που πολεμούσε και από επιστημονική και από φιλοσοφική άποψη στα τελευταία του χρόνια να αποδείξει την αυθύπαρκτη ύπαρξη των ατόμων και της ύλης απέναντι στις θεωρίες του “ενεργισμού” του Όστβαλντ και του εμπειρισμού του Μαχ.
Ο Όστβαλντ και ο Μαχ. Οι εχθροί του. Δεν δέχονταν την ύπαρξη των ατόμων γιατί δεν μπορούσαν να “τα δουν”. Κι ο Λούντβιχ Μπόλτζμαν που είχε βασίσει όλη τη δουλειά του πάνω στην ύπαρξή τους, πόσες φορές είχε προσπαθήσει να τους πείσει, πόσες φορές είχε προσπαθήσει έστω να τους προσφέρει έναν συμβιβασμό δεχόμενος ότι τα άτομα είναι μια “εικόνα του κόσμου”. Αλλά δυστυχώς εκείνη την εποχή εκείνοι είχαν την αυθεντία. Και ενώ ο Λούντβιχ είχε πολλούς υποστηρικτές, η ατομική θεωρία δεν ήταν ακόμα επιστημονικά καθιερωμένη. Το αντίθετο.
Ακούγοντας τον Καρούζο, όχι μόνο τις κορώνες του αλλά και τις ανάσες του, ο Λούντβιχ το ένιωθε πως το τέλος είναι κοντά. Δεν βοηθούσε πια και το σώμα του. Πιο πολύ όμως είχε καταπονηθεί η ψυχή του και διαρκώς στριφογύριζε το μυαλό του από τον γνωστό του ενθουσιασμό για επιστημονική έρευνα, στο μαύρο και την απελπισία. Έπιασε το σκοινί και το έκανε θηλιά. Για να κόψει με το ίδιο του το χέρι την τελευταία του πνοή.
Το απόγευμα η Ενριέτε μπήκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Έβγαλε μια κραυγή και αμέσως πήρε το παιδί μακριά. Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Λένιν με ένα βιβλίο δώρο με αποφθέγματα αρχαίων Ιώνων φιλοσόφων. Διάβασε, σχεδόν σαν επιμνημόσυνη δέηση, όπως ο Λούτσιο Ντάλα θα τραγουδούσε μετά από λίγα χρόνια στον Καρούζο που έφυγε και αυτός σε ένα δωμάτιο ιταλικού ξενοδοχείου, μια φράση του Δημόκριτου, του πατέρα της ατομικής θεωρίας:
Τόλμα πρήξιος αρχή, τύχη δε τέλεος κυρίη
Η τόλμη είναι η αρχή κάθε πράξης, την έκβαση όμως την καθορίζει η τύχη.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 13.5.2017