Από τη Ζωή Σταύρου
Άπλωσε πρώτα τα καφάσια. Το παλιό στρώμα κατευθείαν στο τσιμέντο θα ρούφαγε την υγρασία και θα της πηρούνιαζε όλη νύχτα τα κόκκαλα. Έτσι της είχε πει ο Θανάσης που ήταν τρίτο χρόνο στο δρόμο και δέχτηκε τη συμβουλή του χωρίς πολλά πολλά. Πάνω στα καφάσια έριξε το στρώμα, καμποσες εφημερίδες, κουβέρτες κι ένα τρύπιο πάπλωμα που συχνά της έφερνε στο μυαλό το παραμύθι της πριγκίπισσας και το μπιζέλι.
Όλο το φωχικό κρεβάτι της ήταν παραχωμένο στην εσοχή ενός εγκαταλελειμμένου κτηρίου που παλιά ήταν τσαγκαράδικο. 30 χρόνια το δούλεψε ο κυρ Αποστόλης μα τώρα είχε βγει στη σύνταξη. Τον συναντούσε καμιά φορα στο καφενεδάκι της πλατείας, αλλά απο αμηχανία έκανε πως δεν τον έβλεπε κι ίσως κι εκείνος να μην την θυμόταν, γιατι κανα δυο φορές που τα μάτια τους συναντήθηκαν εκείνος γύρισε βιαστικά απ’ την άλλην…
Βολεύτηκε όπως όπως στο παλιό στρώμα κι έβγαλε την νάυλον σακούλα που βρήκε κρεμασμένη με το ονομά της πάνω σε ένα καρφιτσωμένο χαρτάκι. “κυρία Βάγια”. Εκλερακια και πάστες. Πάντα την θυμούνταν στο σχόλασμά τους τα παιδιά απο το ζαχαροπλαστείο. Δεν ήθελε να τους πει ότι είναι διαβητική, κάποιος παλιότερα την είχε ειρωνευτεί “διαλέγεις κιόλας” και δεν το ρίσκαρε, αλλά πάλι, αυτά δεν ήταν τέτοια παιδιά… Θα τα έδινε στο Θανάση, σαν “ευχαριστώ” για τις συμβουλές.
Είχε πολλές μέρες να κάνει ινσουλίνη, προσπαθούσε να μην το σκέφτεται αλλά αγχωνόταν. Σε ποιόν να πήγαινε; Τα παιδιά απο τα γύρω μαγαζια πάντα της έδιναν ψιλά. Πότε ο ένας πότε ο άλλος, αλλά φρόντιζε να μην πηγάινει συχνά, δεν ήθελε να γίνεται φόρτωμα, είχαν κι αυτά οικογένειες να θρέψουν και μα το Θεό, ντρεπόταν τόσο πολύ. Ήταν όμως με τη δική τους βοήθεια που πήρε τα φαρμακα της την τελευταία φορά κι ένα γκαζακι να ζεσταίνει τις κονσέρβες της. “Θα μπορείς τώρα να ‘δέχεσαι’ και για τσάι”, χασκογέλασε η Κατερίνα που ξεχειμώνιαζε πίσω απο τους κάδους του σουπερμάρκετ και της πηγαινε συχνα κούτες για να αντικαθιστά αυτές που βρέχονταν.
Είχε να πάει στο μαγαζάκι με τα ηλεκτρικά είδη πολλές μέρες. Το ψηλό παιδί με τα πολλά τατουάζ πάντα κάτι της έδινε. Ο συνέταιρός του δεν την άφηνε καν να πατήσει στο μαγαζί και έκανε “τς τς” με τη γλώσσα του όταν την έδιωχνε, αλλά είχε μάθει τώρα απο τον αντικατοπτρισμό στη γυαλινη πόρτα, να κοιτάει ποιος καθόταν πίσω απο το ταμείο. Κι ευτυχώς σήμερα ήταν ο καλός. Έτσι είχε μάθει να τους ξεχωρίζει. Ο καλός κι ο κακός. Όπως κανουν τα παιδάκια.Την καλωσόριζε πάντα σαν πελατισσα. Του είπε δυο αδέξιες κουβέντες για τον καιρό, της ειπε για την κορούλα του που φέτος πήγαινε στο δημοτικό κι όταν έκανε να φύγει της έβαλε ενα χαρτονόμισμα στη χούφτα. Έτσι χωρίς λόγια, όπως έκανε πάντα.
“Να χεις την ευχή μου”, του έλεγε πάντα. Δεν της απαντούσε ποτέ, σαν η κίνηση του εκείνη να μην είχε μόλις γίνει, μα της φάνηκε πως τον είδε κανα δυο φορές να βουρκώνει. Της θύμιζε λίγο το γιο της, αλλά ίσως και να ήταν η λαχτάρα που την ξεγελούσε.
Τώρα, πίσω στη γωνίτσα της ειχε απλώσει τα πόδια της και τα παρατηρούσε. Πάλι εκεινος ο φόβος, να την παραλύει. Σύντομα ο διαβήτης, το έβλεπε, θα διεκδικούσε πια, κομμάτι απο τη σάρκα της. Και τότε; Τι θα γινόταν τότε;
Ξάπλωσε πίσω και μάζεψε τα πόδια της σε εμβρυική στάση. Μια κίνηση παρηγοριάς που χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Ψαχούλεψε λίγο στο σκοτάδι και άρχισε να χαϊδεύει τα πλήκτρα απο το μικρό παιχνιδι-πιανάκι.Θυμήθηκε ξανά τη μητέρα που με υπομονή τη μάθαινε να “νιώθει” τις νότες. Έδιωξε τις εικόνες αυτές βιαστικά. Δεν έπρεπε να θυμάται. Όχι αν ήθελε να επιβιώσει. Οι αναμνήσεις αυτές την αποδυνάμωναν, την μαλάκωναν και δεν ήταν να παίζεις μ’ αυτα.
Το ήξερε ότι ήταν γελοίο, αλλά τις τελευταίες μέρες είχε φτιάξει μια καινούργια εικόνα και της άρεσε να την προβάλλει νοερά κάθε βράδυ προσθέτοντας και αφαιρώντας λεπτομέρειες της ιστορίας. Ερχόταν λέει το παλικάρι με τα τατουάζ, το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς και την έπαιρνε με το αμαξι του και την πήγαινε σπίτι του. Την έβαζε να κάτσει δίπλα στη γυναικα του και στο κοριτσακι του κι αυτό την έλεγε “γαγιακα”. Και θα της σερβιραν το πιο καλό κομμάτι και θα της εστρωναν στον καναπε, γιατί κανείς δεν πρεπει να κοιμάται εξω ένα τέτοιο βραδυ.
“Τι χαζή που είσαι;” γέλασε με τις σκέψεις της κρυφοκοροϊδεύοντας τον εαυτό της. “ξεκούτιανες καημένη…”
Κι όμως κάπου είχε διαβάσει ή ειχε δει μια παρόμοια ιστορία σε κάποια ταινία.
Έσβησε τη λάμπα και τραβηξε κοντά το πιανάκι της. Με τα γαντοφορεμένα δάχτυλα σκάρωσε ένα παιδικό νανούρισμα μεχρι που ένιωσε τα βλέφαρα της να βαραίνουν. Έπρεπε να κοιμηθει νωρίς. Οι νοικοκυραίοι εβγαζαν τα σκουπιδια τους πολύ πρωι κι επρεπε να ξυπνησει πριν περασει το σκουπιδιάρικο. Κι έβρισκε καλά πράματα τετοιες μέρες…
30/12/2016
Ζωή Σταύρου, για το Νόστιμον ήμαρ