Κείμενο: Παναγιώτης Μουντούρης*
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ Τώρα θα μιλήσω εγώ εκδ. ΠΑΤΑΚΗ
Το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού Τώρα θα μιλήσω εγώ (εκδ. Πατάκη) αποτελεί μία ψυχική μετάγγιση για την επανακατάκτηση της χαμένης υποκειμενικότητας της αδελφής του Μαρίνας. Ένας σύντομος μονόλογος – όπως σύντομη ήταν και η ζωή της Μαρίνας – όμως τόσο σπαρακτικός για να περιγράψει παραστατικά το διαβρωτικό αίσθημα της θλίψης, την εσωτερική ένταση, την αγωνία, τη δυσφορία, τη μοναξιά, τον ψυχικό πόνο, το εσωτερικό κενό, το βασανιστικό αίσθημα του ανικανοποίητου, τον τυραννικό καταναγκασμό της εξάρτησης από την ηρωίνη, την απελπισμένη αναζήτηση ψυχικού νοήματος σε έναν κόσμο χωρίς νόημα.
Ο Χάρης Βλαβιανός, με προσοχή στα σπαράγματα των αρχείων της οικογενειακής του ιστορίας, αλλά και με σεβασμό στη μνήμη της αδελφής του, λειτουργεί ως διανομέας ζωής για την Μαρίνα και εμφυσεί μέσα της λόγο και ύπαρξη ώστε να εξιστορήσει η ίδια αυθύπαρκτα την ιστορία της. Ο συγγραφέας τόσο από τη θέση του αδελφού όσο όμως και από την ταυτότητα τού ποιητή διαμορφώνει ένα ασφαλές πλαίσιο όπου ο μονόλογος της Μαρίνας συγκροτεί ψηλαφητά την αφήγηση της ζωής της εξετάζοντας πολυπρισματικά τη βιωματική μνήμη και εκφέροντας, όσο το δυνατό πιο ελεύθερα, τη δική της ανεξάρτητη τοποθέτηση για τα ελλείμματα στον ψυχισμό της και τις ρωγμές στο ταυτοτικό της οικοδόμημα.
Στη χαρτογράφηση της Μαρίνας ο θάνατος είναι παγκρατής στην ψυχική της σκηνή. Στον μονόλογος της υπάρχει μια σημαίνουσα ανάμνηση που αφορά τη σύλληψη και την ύπαρξή της : « Μόλις έμεινε έγκυος σ’μένα, άρχισε να έχει αιμορραγία. Δεν γνώριζε ότι ήταν έγκυος. Ο Έλληνας γυναικολόγος που την εξέτασε της ανακοίνωσε ότι έχει καρκίνο στη μήτρα. Πανικόβλητη ταξιδέψε ώς τη Ρώμη για να τη δει και ο Ιταλός γυναικολόγος, ο οποίος γελώντας τής είπε : « Αυτό που οι Έλληνες αποκαλούν όγκο εμείς, εδώ στην Ιταλία, το λέμε έμβρυο». […] Αλλά εκείνη έτσι με έβλεπε εξαρχής : σαν κακοήθη ασθένεια. Μια αρρώστια. Που της έτρωγε τα σπλάχνα». Από εκείνη τη στιγμή εγκαθίσταται μια αλλεργική σχέση και η Μαρίνα εγγράφεται στο ασυνείδητο της μητέρας ως μια νεκρή ταυτότητα. Γίνεται ο κληρονόμος της αρρώστιας που καταστρέφει το σώμα και η ενόρμηση του θανάτου βάζει ανεξίτηλη σφραγίδα στο Εγώ της. Άλλωστε η ζωή είναι ανυπόφορη στη σκέψη ότι ο σημαντικός Άλλος δεν επιθυμεί την ύπαρξή μας.
Ο εσωτερικός κόσμος της Μαρίνας αφυδατώνεται από τη μητρική αγάπη. Μετατρέπεται σε σκιά με ανέκφραστο πρόσωπο και παγωμένο βλέμμα, ζωντανή – νεκρή, χαμένη στο λαβύρινθο της απελπισίας, της ψυχικής της μοναξιάς, περιφέρεται περιδεής σε πλατείες, δρόμους και μεγάλες πόλεις αναζητώντας εναγωνίως να καλύψει το ψυχικό της κενό με την ηρωίνη. Η ηρωίνη γίνεται ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας, μια συσύφεια αναμέτρηση με τον θάνατο. Αναζητεί απελπισμένα τη δόση της , γνωρίζοντας ότι κάθε δόση μπορεί να είναι και η μοιραία δόση. Είναι φανερό ότι την σαγηνεύει ο θάνατος, φλερτάρει διαρκώς μαζί του. Ζει χωρίς πλαίσιο και όρια, γνωρίζοντας ότι αυτός ο τρόπος ζωής την εκθέτει σε μυριάδες κινδύνους. Παρ’όλα αυτά επιμένει. Το κάνει όχι από ευχαρίστηση αλλά από ανάγκη. Άλλωστε τα ναρκωτικά δεν αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας αλλά ανάγκης. Η εξάρτηση από τις τοξικές ουσίες για τη Μαρίνα δεν είναι παρά μια ασυνείδητη καταναγκαστική επανάληψη του τραύματος, ένα καθημερινό μαρτύριο, που μετατρέπει τη ζωή της σε κόλαση. Μέσα από την έκχυση της ηρωίνης στο σώμα της επιτελείται μια διαρκής προσομοίωση θανάτου.
Στο αφήγημα Τώρα θα μιλήσω εγώ, δίνοντας φωνή στη νεκρή του αδελφή, ο συγγραφέας λειτουργεί ως σκαλωσιά για να γίνει ένα ψυχικό οικοδόμημα που πρωτομάστορας είναι η Μαρίνα. Ο Χάρης Βλαβιανός διαμεσολαβεί και επανακτά τη χαμένη υποκειμενικότητα της αδελφής του.
*Ο Παναγιώτης Μουντούρης είναι επιστημονικός υπεύθυνος σε μονάδα ψυχιατρικής αποκατάστασης και ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής