Σινεμά

Μια Φορά κι Εναν Καιρό… στο Χόλιγουντ [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

August 31, 2019

του Νικήτα Φεσσά

‘Buddy movie’ παλαιάς κοπής; Ένοχη απόλαυση; Φιλμ ειδικού ενδιαφέροντος για σινε-geeks και μανιακούς της pop κουλτούρας; Μεταμοντέρνο pastiche που παρακολουθείται και ως παιχνίδι ‘βρες την κινηματογραφική/πολιτισμική αναφορά’ (για μένα μια από αυτές τις στιγμές ήταν όταν εντόπισα το θρυλικό – κανείς δεν ξέρει πόσα και ποια είναι τα αυθεντικά από αυτά που  κυκλοφορούν— prop/αγαλματάκι ‘γεράκι της Μάλτας’, από την ομώνυμη ταινία του Χιούστον, το οποίο σε κάποια φάση χαϊδεύει η πρωταγωνίστρια στον πάγκο ενός βιβλιοπωλείου); Όλα αυτά μαζί;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η νέα και, σύμφωνα με παλαιότερη δήλωσή του, τελευταία ταινία του Quentin Tarantino είναι ένα ερωτικό γράμμα σε μια πολύ συγκεκριμένη εποχή στη χολιγουντιανή και αμερικανική ιστορία. Μια εποχή όπου κάτι, όχι απαραίτητα καλό, πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Μια συναρπαστική εποχή που ασκεί ακόμα ακατανίκητη γοητεία με το μυστήριο, την ψυχεδέλεια, και τις αντιφάσεις τις.

Τρεις κυρίως ιστορίες διαπλέκονται στο Μια Φορά κι Εναν Καιρό… στο Χόλιγουντ (ο τίτλος αποτελεί νύξη τόσο στα παραδοσιακά παραμύθια, όσο και στον αγαπημένο σκηνοθέτη του Tarantino, Sergio Leone – η ταινία αναφέρει τον δεύτερο αγαπημένο του Sergio, στο ίδιο είδος του σπαγγέτι γουέστερν, τον Corbucci): αυτή ενός αλκοολικού πρωταγωνιστή της παλιάς φουρνιάς του Χόλιγουντ (Leonardo DiCaprio), ο οποίος περνάει καλλιτεχνική και υπαρξιακή κρίση βλέποντας το άστρο του να φθίνει στη νέα εποχή, αυτή του κασκαντέρ/σοφέρ/κολλητού του (Brad Pitt σε mood Redford), και τέλος ένα κομμάτι από τη ζωή της Sharon Tate (Margot Robbie), ηθοποιού και τότε συζύγου του σκηνοθέτη Roman Polanski, της οποίας η τραγική μοίρα είναι λίγο-πολύ γνωστή.

Ο Tarantino μπλέκει φαντασία και (εναλλακτική) πραγματικότητα/ιστορικό ρεβιζιονισμό (το έχει ξανακάνει με τα Django Unchained και Inglourious Basterds). Εκτός από την Tate, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο DiCaprio είναι εν μέρει βασισμένος στον Burt Reynolds. Ο χαρακτήρας του Pitt είναι επίσης βασισμένος εν μέρει στον κασκαντέρ του Reynolds. Ιστορικές προσωπικότητες εμφανίζονται σε απρόσμενες καταστάσεις – η σκηνή με τον Bruce Lee είναι μαεστρικά σκηνοθετημένη, όπως και αυτή στο ράντζο όπου έχει κατασκηνώσει η «Οικογένεια» του Charles Manson. Τέλος, παιχνιδιάρικα, και τεχνικά εντυπωσιακά, ο Tarantino βάζει τους ηθοποιούς του κυριολεκτικά ‘μέσα’ σε κλασικές σκηνές από παλιές ταινίες.

Στην ταινία παρελαύνουν πολλές από τις γνωστές μουτσούνες με τις οποίες έχει δουλέψει κατά καιρούς ο Tarantino, αλλά και αρκετά, νέα, γνωστά ονόματα με τα οποία συνεργάζεται για πρώτη φορά.

Παρελαύνουν επίσης, περισσότερο απενοχοποιημένα από ποτέ, τα φετίχ του σκηνοθέτη – βλ. γυναικείες πατούσες, lunch boxes, και pulp λογοτεχνία, μεταξύ άλλων.

Κοστούμια, εικόνα, κινηματογράφηση, μουσική, όλες οι μικρολεπτομέρειες της εποχής (αμάξια, πινακίδες, αφίσες, ακόμα και οι κονσέρβες ή τα κουτάκια μπίρας) είναι εκεί. Τα καλλιτεχνικά στάνταρ και το επίπεδο της παραγωγής δεν θα γινόταν να είναι υψηλότερα.

Αυτό όμως που καταφέρνει να πιάσει ο Tarantino είναι η πεμπτουσία μιας εποχής στην Αμερική, στο μεταίχμιο κοσμογονικών αλλαγών μέσα κι έξω από τα κινηματογραφικά στούντιο, το ανεπανάληπτο vibe της, που οφείλεται κυρίως στη σουρεάλ συνύπαρξη χίπηδων, Βιετνάμ, την άνθηση τηλεοπτικών σίριαλ αμφιβόλου ποιότητας, τον χυδαίο καταναλωτισμό, τα ναρκωτικά, την παρακμή του παλαιού Χόλιγουντ, και τη νέα, αβέβαιη κατάσταση που έρχεται. Μια εποχή που, για λίγο, έμοιαζαν όλα πιθανά, δημιουργικά/καλλιτεχνικά, πολιτισμικά, και πολιτικά.

Και εκεί είναι που η ταινία επιτυγχάνει ιδιαίτερα, στην αναγκαστικά συγκεχυμένη και θραυσματισμένη αναπαράσταση αυτής της πραγματικότητας, επικεντρώνοντας στη σύγκρουση μεταξύ δύο ιδεολογικών κόσμων εντός της αμερικανικής κοινωνίας των τελών του ’60 — αλλά χωρίς να παίρνει σαφή θέση, πέρα από το αναμενόμενο exploitation. Οι δύο άντρες πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, και λιγότερο ο χαρακτήρας της Tate, εκπροσωπούν σε μεγάλο βαθμό το κατεστημένο, έστω και με ‘κουλ’ τρόπο. Στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι απόκληροι του Manson, το περιθώριο, αυτοί και αυτές που μεγάλωσαν με σκουπιδοταινίες, και αποτελούν το ανεστραμμένο είδωλο του ‘αμερικανικού ονείρου’.

Ωστόσο ο Tarantino αποφεύγει κάθε αναφορά στη ρατσιστική διάσταση της λούμπεν ιδεολογίας της ομάδας Manson, του οποίου το μανιφέστο μιλούσε για φυλετικό πόλεμο.

Ένα άλλο μεγάλο αρνητικό της ταινίας είναι η σοκαριστική, ειδικά στην παρούσα φάση (μετά από τα Me Too, τον Weinstein — και τη στενή και μακροχρόνια επαγγελματική σχέση του με τον Tarantino —, τις κατηγορίες της Uma Thurman για κακοποιητική συμπεριφορά του Tarantino στα γυρίσματα του Kill Bill, κλπ. κλπ.) αχρείαστη και αδικαιολόγητη ακόμα και σεναριακά, ανδρική βία σε βάρος γυναικείων χαρακτήρων. To χειρότερο δε είναι ότι οι άνδρες αυτοί όχι μόνο μένουν ατιμώρητοι για τις πράξεις τους, αλλά δεν χάνουν και ποτέ το ‘swag’ τους ενώ τις διαπράττουν. Η παράλληλη (φευγαλέα) παρουσία στην ταινία γυναικών ηθοποιών όπως η Lena Dunham, που εκπροσωπούν το πιο hip παρακλάδι του φεμινισμού στην Αμερική, λειτουργεί ταυτόχρονα ως άλλοθι και ως σκληρό αστείο εκ μέρους του δημιουργού. Είναι σαν ο Tarantino να μας κουνάει το μεσαίο δάχτυλο, μοστράροντας το προνόμιό του.

Παρόλα αυτά, στο σύνολό της, η ταινία παραμείνει καλύτερη από το χάος του The Hateful Eight.

*Μείνετε για τις εκπλήξεις κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους, και μετά από αυτούς.

Βαθμολογία 4/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Λιλά για τη φιλοξενία