Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Είναι βράδυ, έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα, δικοί μου λόγοι κάνουν την ψυχολογία μου να μοιάζει απόκομμα κακού άρλεκιν, ψιλονυστάζω αλλά έχω εκείνη την όμορφη ανάγκη να γράψω κάτι. Κι αν με τον ύπνο έχω βρει τους τρόπους μου και κάνουμε τις μοιρασιές μας, με τις λευκές σελίδες ακόμη δεν τα καταφέρνω. Τόσες χιλιάδες λέξεις μετά, τόσα άδεια στυλό, τόσα γεμάτα χαρτιά, τόσα κλικ στο πληκτρολόγιο και πάλι, κι ακόμη δυσκολεύομαι. Και να πω όλη την αλήθεια; Κάθε φορά και περισσότερο. Είναι ίσως οι απαιτήσεις μου, ίσως τα μηχανήματα που έχω πάρει και επιβάλλουν καλύτερη λείανση των προτάσεων στις γωνίες, μεγαλύτερη προσοχή στις ατέλειες, είναι μάλλον κι η σχέση που προχωράει, που δοκιμάζεται απ’ το χρόνο. Που αν θέλει να διατηρήσει τον ερωτισμό της σε κάθε αλλαγή παραγράφου, σε κάθε τσάκισμα σελίδας θα πρέπει να ξεπερνάει κάθε φορά τα στριπτίζ της Ντέμι Μούρ, το σταύρωμα ποδιών της Σάρον Στόουν, τον χορό της Σάλμα Χάγιεκ… Και όλο αυτό δεν είναι εύκολο. Δεν είναι καθόλου εύκολο…
Οκτώβρης όμως είναι πια. Και τον Οκτώβρη οι ιστορίες λέγονται με την ίδια ευκολία που λέγονται τον Δεκέμβρη μπροστά στη φωτιά. Η διαφορά έχει να κάνει στην αφοσίωση αυτού που τις ακούει. Τον Δεκέμβρη η φωτιά, το κρύο, τα ζεστά ποτά κάνουν τη δουλειά τους. Τον Οκτώβρη ωστόσο ο αφηγητής πρέπει να κάνει τα μαγικά του. Οφείλει να πείσει για τη βροχή που έρχεται και δεν έρχεται, για τη μπύρα ή το κρασί, για τη ζακέτα ή το κοντομάνικο, για τη μέρα που με ταχύτητα μικραίνει ή τη νύχτα που με βιάση μεγαλώνει.
Ο Οκτώβρης είναι ιδιαίτερος. Δεν είμαι παιδί του Οκτώβρη, αντίθετα με ετούτη την ιστορία. Ετούτες οι λέξεις έχουν γενέθλια απόψε. Ας τις ακολουθήσουμε από εδώ ως τον τελευταίο Βορρά. Ας τις ακούσουμε από τη σιωπή ως το θάνατο και την κυρά του, ως την άβυσσο και τα σκοτάδια της.
*****************
Η Σέδνα είναι η Θεά του Κάτω Κόσμου των Εσκιμώων. Ταυτόχρονα είναι και η Θεά της θάλασσας και των θαλάσσιων ζώων. Κι αυτά συνδέονται μεταξύ τους γιατί οι άνθρωποι με τις γούνες και το ένα ολόκληρο λεξικό μόνο για τις διαφορετικές αποχρώσεις του λευκού, αποφάσισαν κάποτε ότι ο Άδης τους βρίσκεται στην άβυσσο. Ότι οι ψυχές των ανθρώπων όταν πεθαίνουν δεν έχουν πάνω τους τόνους λάσπης και πέτρας και σκουληκιών αλλά εκατομμύρια λίτρα αρμυρού νερού και κοπάδια ψαριών. Κι έφτιαξαν και μια ιστορία για να στείλουν τη Σέδνα εκεί κάτω. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι ξεκίνησε ως κορίτσι, λίγο σνομπ, λίγο ψηλομύτικο, λίγο τουπεδιάρικο.
Η Σέδνα λοιπόν, ζούσε με το χήρο πατέρα της στο ιγκλού τους κι έκανε όλες εκείνες τις δουλειές που κάνει μια Εσκιμώα στο σπίτι: καθάριζε ψάρια, γυάλιζε τα παγάκια και διέλυε με την πατσαβούρα τις προεκλογικές συγκεντρώσεις της σκόνης πίσω απ’ την πόρτα. Τα χρόνια πέρασαν κι η Σέδνα έγινε ένα κορίτσι να το πιεις στο ποτήρι και να γλείφεις και την άμμο που έλιωσε και φτιάχτηκε το γυαλί του. Ήταν σε ηλικία γάμου και οι γαμπροί την περιτριγύριζαν, τη φλέρταραν, τη γούσταραν, την ήθελαν νύφη τους. Αυτή ωστόσο μουλάρι σε βολιβιανό πέρασμα των Άνδεων. Όχι έλεγε σε όλους και στύλωνε τα πόδια της στο κονάκι της.
Όπως κάθε στραβό ξύλο όμως που δυσκολεύει τον απλό τεχνίτη, μια μέρα βρήκε κι αυτή το μάστορά της. Ένας νέος όμορφος, δίμετρος, σχιστομάτης, με τα βιζόν του και τα ελεφάντινα δόρια του έφτασε με βάρκα έξω απ’ το ιγκλού της. Αντί ωστόσο να αποβιβαστεί, έπιασε να της κάνει καντάδα αφήνοντας το καϊκάκι του να το παρασέρνει το ρεύμα. Της Σέδνας της καλάρεσε ο Μικ Τζάγκερ αλλά είπε να το παίξει λίγο δύσκολη ακόμη. Συνέχισε τα νάζια της αναγκάζοντας τον Τζον Λένον να βάλει στην άκρη το ελαφρολαϊκό και να το γυρίσει σε σκληρό ροκ. Τώρα της τραγουδούσε με κιθαριές για τις ομορφιές της χώρας του, εκεί που αυτή θα κοιμάται σε μετάξι που θα πλέκουν εκείνη τη στιγμή μεταξοσκώληκες και θα τρώει από χρυσά κουτάλια που θα μαγειρεύουν μόνα τους και τη σούπα.
Ε, δεν άντεξε άλλο η μικρή. Έβγαλε τη μεσοποδιά, φόρεσε παπούτσια, πλησίασε τη βάρκα, μπήκε μέσα και ούτε γεια δεν είπε στον πατέρα της. Τα πράγματα όμως ήρθαν σαν σχέση που φτιάχνεται μέσω facebook: ο γόης της φωτογραφίας δίπλα στο κωλοφτιαγμένο golf και το απόσπασμα Μάρκες για καληνύχτα, όταν φανερωθεί από κοντά μοιάζει με ρεβύθι άβραστο έπειτα από ώρες στη χύτρα και με μόνο βιβλίο που έχει διαβάσει τους “4 τροχούς” ενώ περίμενε στο κουρείο. Έτσι κι ο άντρας της Σέδνα δεν ήταν άνθρωπος και δυστυχώς δεν ήταν ούτε χιονάνθρωπος. Ήταν ένα πτηνό-πνεύμα που είχε τη δυνατότητα να παίρνει ανθρώπινη μορφή. Μόλις η κόρη μας το ανακάλυψε έπεσε σε μαύρη κατάθλιψη. Δεν μπορούσε να ζήσει δίπλα στη μάινα αλλά δεν μπορούσε και να φύγει. Ήταν μακριά απ’ το σπίτι της, μεσολαβούσε θάλασσα, καράβι δεν είχε και φοβόταν τον κοκκινολαίμη.
Κάπου εκεί οι αρχαίοι Έλληνες έστελναν τον από μηχανή θεό. Το ίδιο έκαναν και οι Εσκιμώοι. Έστειλαν τον πατέρα της. Πώς την βρήκε ανάμεσα σε τόσα παγόβουνα και παγοχώραφα ένας θεός ξέρει, πάντως τη βρήκε. Σε στιγμή που ο τσαλαπετεινός έλειπε απ’ το σπίτι, την πήρε στο καράβι του και ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής.
Τα πράγματα όμως πάλι δεν πήγαν καλά για την Σέδνα. (Ξέρω, spoiler είναι αυτό αλλά τι να κάνω, με πόνο ψυχής το γράφω.) Ο στρουθοκάμηλος γύρισε σπίτι και όταν κατάλαβε τι είχε γίνει πήρε μορφή φαντάσματος και κυνήγησε το πλοίο. Ο πατέρας βλέποντας το αερικό να πλησιάζει έκρυψε την κόρη του κάτω απ’ τα γουναρικά που έχει μαζί του κάθε Εσκιμώος που σέβεται τον εαυτό του. Ο σεντονόμορφος σύζυγος απαίτησε να του επιστρέψει τη γυναίκα του. Ο πατέρας αρνήθηκε σαν Άγγλος υπουργός πολιτισμού σε αίτημα Ελλήνων για επιστροφή των μαρμάρων.
Ο Κάσπερ κατάλαβε ότι είχε χάσει το παιχνίδι και μεταμορφώθηκε ξανά σε γύπα. Έβγαλε τότε μια κραυγή που κάλυψε τον αέρα, σκοτείνιασε τον ουρανό και τάραξε τη θάλασσα. Κύμα μεγάλο σηκώθηκε, η βάρκα άρχισε να μπάζει σαν ρετιρέ δημόσιου κτιρίου και ο πνιγμός και των δύο ήταν βέβαιος. Ο πατέρας λίγο σοφός, λίγο εαυτούλης σκέφτηκε ότι ο πουλής τον καταράστηκε και για να γλιτώσει θα έπρεπε να ρίξει την κόρη του στη θάλασσα. Έτσι και έκανε. Την τσουβάλιασε και την πέταξε στα κύματα χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Σέδνα πιάστηκε απ’ τη βάρκα προσπαθώντας να γλιτώσει. Ο καλός γονιός είχε τη λύση: το τσεκούρι. Τα δυο δάχτυλα της Σέδνας που κόπηκαν έγιναν φώκιες. Πριν η μαύρη άβυσσος πάρει τη μέλλουσα θεά άλλα πέντε δάχτυλα κόπηκαν με τον ίδιο τρόπο αυξάνοντας το κοπάδι με τις Μονάχους-Μονάχους.
Η Σέδνα βυθίστηκε, η θάλασσα κόπασε κι ο μύθος τη θέλει να γίνεται η θεά του υγρού στοιχείου αλλά και των ψυχών των ανθρώπων που κάποια μέρα της ζωής τους αλλάζουν τον τρόπο θέασης των ραδικιών. Ή εν προκειμένω: των καραβιών.