Από τον Νικόλα Γκίμπη
Όταν η σιωπή που περιβάλλει την ανεργία σπάει, τότε ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή αμηχανία, με μια έλλειψη ίσως ερμηνευτικών σχημάτων και αναλυτικών κατηγοριών ικανών να συσχετίσουν το ανθρωπολογικό με το οικονομικό, το συγκεκριμένο με το αφηρημένο, την ψυχική κατάσταση με την αριθμητική καταμέτρηση. Αποτέλεσμα αυτής της αμφισημίας των λογικών σχηματισμών είναι μια αδυναμία διαύγασης των αιτιών και των αιτιατών της μαζικής ανεργίας, που σαν φαινόμενο παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Το σίγουρο είναι πως υπάρχει μια συμπάθεια και μια αγωνία για τους ανέργους, όσο είναι απομακρυσμένοι στον αρκτικό πόλο των στατιστικών στοιχείων, μια προσπάθεια να θυματοποιηθούν και ίσως μέσω αυτής της διαδικασίας να γίνουν και όπλο καταγγελίας ενάντια στις κυβερνητικές πολιτικές. Όμως, όταν η έκφραση της αφηρημένης λύπησης αποκτά σάρκα και οστά και εντοπίζεται μέσα στην κόλαση του πραγματικού, τότε οι όροι αντιστρέφονται.
Εκεί που το πρόβλημα αρχίζει να σκουντάει τους ενσωματωμένους στην αγορά εργασίας, τότε είναι αναγκαία η εμφάνιση ενός ιδεολογικού αμυντικού μηχανισμού που θα μεταβιβάσει στους ανέργους όλα τα άγχη και όλη την πίεση της οικουμένης, ξεκινώντας από αιτιάσεις περί ατυχίας, προσωπικής ανεπάρκειας και έλλειψης εργασιακής πείρας και καταλήγωντας σε μια αντιπαρασιτολογική κλινική μελέτη που σκοπεύει στην κάθαρση του σώματος από το μικρόβιο της «τεμπελιάς». Κατ’ αυτό τον τρόπο διεκπεραιώνεται και η περίφραξη του προβλήματος της ανεργίας στην ιδιαίτερη κατηγορία των ανθρώπων που βρίσκονται εντός της: είναι η στιγμή που ο πιο ακραίος υποκειμενισμός εμπεδώνεται σαν κοινωνικό αντίδοτο, σαν δίχτυ προστασίας των άμεσων ανταγωνιστών των ανέργων προκειμένου να μεταμφιεσθεί με μια, έστω και παροδική, ανακούφιση ο κατά τ’ άλλα διαρκής κίνδυνος που βλέπει κάποιος στα θαμπά τζάμια απ’ τις ανάσες τους, καθώς γρατζουνάνε τα παράθυρα. Άλλωστε, στο κάτω κάτω, με την ανεργία να διακηρύσσεται δημόσιος κίνδυνος τότε και ο καθένας αντιμετωπίζεται ως δυνητικός εχθρός, έτοιμος να πετάξει κάποιους άλλους έξω απ’ τα παράθυρα που χωρίζουν τον λαμπρό κόσμο της εργασίας από τις χωματερές ανθρώπινων απορριμμάτων.
Η ανθρωπότητα έχει ξαναπεράσει από αυτές τις συμπληγάδες, ειδικότερα στη φάση της βιομηχανικής επανάστασης ή καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ως προς αυτό τίποτα καινοφανές. Όμως, ίσως να είναι η πρώτη φορά που η ανεργία δεν αντιμετωπίζεται ως μια προσωρινής μορφής ανωμαλία αλλά ως σημείο εκκίνησης και δομικό στοιχείο της νέας οικονομίας. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη αυτή τη λεπτομέρεια, βλέπουμε πως στην κοινωνία των παραγωγών, που σημάδεψε τον ερχομό του καπιταλισμού, οι άνεργοι θεωρούνταν ένας στρατός εφεδρείας, ανά πάσα στιγμή έτοιμος να ριχθεί στα βαθιά νερά της βιομηχανικής παραγωγής προκειμένου να συμβάλει με τη δύναμη του μόχθου του στην οικονομική απογείωση και κατ’ επέκταση στην κοινωνική πρόοδο. Δεν ισχύει το ίδιο και για την κοινωνία της κατανάλωσης. Εδώ οι άνεργοι δεν συγκροτούν από κοινού με τους εργάτες μια κοινή τάξη με κοινούς ρόλους και κοινούς σκοπούς μέσα σε μια συμπαγή παραγωγική δομή· μακράν του να συνθέτουν μια κοινωνική τάξη μέσα από την αλληλεπίδραση ανέργων και ενεργών παραγωγών, οι άνεργοι στις εξατομικευμένες, ελαστικές, ευέλικτες και πλήρως τεμαχισμένες συνθήκες που προκαλεί η ναρκισσιστική κουλτούρα αντιμετωπίζονται ως έκπτωτοι απ’ την τάξη αυτών που εργάζονται, déclassés, πλεονάζοντες, ελαττωματικοί καταναλωτές. Παράλληλα, πράγμα εξίσου σημαντικό, είναι έκπτωτοι και απ’ τη συστημική τάξη πραγμάτων που καταμερίζει το σύνολο των αναγκαίων θέσεων και ρόλων για την παραγωγή και την αναπαραγωγή της κοινωνίας, οι υπερτροφικοί της λιτοδίαιτης από ανθρώπινη σάρκα παραγωγικής διαδικασίας, τα αναπόφευκτα απόβλητα που δημιουργούν τα εργοτάξια της οικονομικής ανάπτυξης που, καθώς τους έχει αφαι ρεθεί κάθε αξία χρήσης, οφείλουν να καταλήξουν στις χωματερές1.
Υπάρχει επομένως ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ του παραγκωνισμού της ανεργίας ως κοινωνικών διαστάσεων πρόβλημα απ’ τη δημόσια συζήτηση -πέραν φυσικά μερικών σχολίων υποκριτικού φιλανθρωπισμού που δεν κοστίζουν τίποτα- με τον εγκλωβισμό του ατόμου εκτός των κοινών τόπων της ζωής όπου, μέσα σ’ αυτές τις εφιαλτικές συνθήκες ανασφάλειας και αβεβαιότητας, καλείται να βρει βιογραφικές λύσεις για ένα πρόβλημα που το προσπερνά και το υπερβαίνει, που αν μη τι άλλο λαμβάνει συστημικά χαρακτηριστικά2. Η περιθωριοποίηση της ανεργίας απ’ τις μεγάλες ιδεολογικές μάχες, η πεποίθηση δηλαδή πως συνιστά απλά μια ατυχή και ήσσονος σημασίας συγκυρία που θα επιδιορθωθεί κατόπιν της εορτής που ακούει στο όνομα «οικονομική ανάπτυξη», συμβαδίζει με την κατάτμηση των ανθρώπινων σε απομονωμένους ιδιώτες, ακρωτηριάζοντας κάθε ενδεχόμενο ενότητας της άμεσης εμπειρίας αυτού που συμβαίνει με μια υψηλότερης μορφής πολιτική και διανοητική οργάνωση του συλλογικού βίου.
Μέσα σ’ αυτή την πλήρη αδυναμία αυτοοργάνωσης έστω και στο περιθώριο είναι μόνο υπό τη σκέπη του στατιστικού συγκεντρωτισμού όπου μπορεί να γίνεται λόγος για τους ανέργους ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία ή ευπαθή πληθυσμιακή ομάδα. Κατά τ’ άλλα, στη ζωή της πραγματικής καθημερινότητας, στις ουρές του ΟΑΕΔ, στις ικεσίες που ακούγονται στα γραφεία ευρέσεως εργασίας και στις συνεντεύξεις με τους επίδοξους μελλοντικούς εργοδότες, μοναχικά και σιωπηρά ο καθένας επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις προκειμένου να βρει μια λύση στο πρόβλημα όχι της ανεργίας αλλά της δικής του ανεργίας με σκοπό να δραπετεύσει, μέχρι νεοτέρας, απ’ τους υπονόμους3.
Η μεταμόρφωση, λοιπόν, της ανεργίας σε ένα «ιδιωτικό πρόβλημα» το οποίο οφείλει να παραμείνει εντός των τειχών του οίκου πηγάζει, σε σημαντικό βαθμό, απ’ τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ εργασίας και ανεργίας στην εποχή της εξατομίκευσης των κοινωνικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα μια νέα ποιότητα να αρχίζει να ριζώνει στις σχέσεις εργασίας. Ανεργία και εργασία δεν συγκροτούν τις δύο όψεις του ίδιου προβλήματος, δηλαδή τη θεμελιώδη αντίφαση της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής τόσο στο να αποκλείει τον ανθρώπινο παράγοντα για να τον αντικαταστήσει απ’ τη νεκρή εργασία της μηχανής, όσο και στο να αναζητά διακαώς την ενεργό συμμετοχή και την ευφυΐα του που θα επιτρέψουν στην παραγωγή να λειτουργήσει. Σήμερα, αντιθέτως, όπως φαίνεται, η επαναφορά της εσχατολογικής πίστης στη λειτουργία μιας αόρατης χείρας σαν απόλυτο ισοζύγιο όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, συγκροτούν την εργασία και την ανεργία ως δυο αντιμαχόμενους πόλους πλήρως αποκομμένους ο ένας απ’ τον άλλον. Ο ενδοταξικός ανταγωνισμός, το bellum omnium contra omnes, ο αγώνας για επιβίωση ανατινάζουν τα κοινωνικά θεμέλια της συνείδησης με αποτέλεσμα τα όρια της αυτορρύθμισης στην αγορά εργασίας να βιώνονται πρωτίστως ως προσωπικό δράμα μιας ενδεχόμενης αποτυχίας για ανέλιξη ή επαγγελματική καριέρα.
Ο ξεριζωμός των κοινωνικών καταβολών των προβλημάτων, ο εξοβελισμός και η εγκατάλειψη των ανέργων κάνουν το μαρτύριο της ανεργίας να είναι γεμάτο στρες, φόβους, αϋπνίες, ψυχική ένταση, θρήνο, παραίτηση, αυτοκτονίες. Η ψυχική κατάρρευση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαιτίας της κατάστασής τους δίνει το έναυσμα στον ψυχολογισμό να αναλάβει δράση, να μεταμφιέσει την αδικία σε παθολογία, να μιλήσει μια ιατρική γλώσσα, να διαβεβαιώσει πως πρόκειται περί «συμπτώματος». Η εργασία, υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται η κατάλληλη θεραπεία στα ψυχοπαθολογικά προβλήματα του καθενός, στη δυσφορία και τη δυσανεξία του. Η δημόσια πρόνοια, το welfare, γίνεται εργασιακή πρόνοια, workfare, πρόνοια διαμέσου της εργασίας, εργασιοθεραπεία, εθελοντισμός, εθελοδουλεία. Στις μέρες μας, οι δομές πρόνοιας, τα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης και τα εθνικά σχέδια αφορούν την επανένταξη όχι στην κοινωνία -λέγεται πως «δεν υπάρχει πλέον τέτοιο πράγμα»- αλλά στην αγορά εργασίας.
Την ώρα που χτυπάνε οι καμπάνες της κοινωνικής απορρύθμισης του αναγκαίου χρόνου για λογαριασμό της παραγωγικής διαδικασίας, παρατηρούμε το εξής παράδοξο που έρχεται να συμπληρώσει το μωσαϊκό των αντιφάσεων στις οικονομίες της αγοράς: mini jobs, εργασία εκ περιτροπής, μερική απασχόληση, «σπαστά» ωράρια, υποαπασχόληση, ημι-ανεργία, συμβάσεις έργου, voucher, κοινωφελής εργασία, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, πρακτική άσκηση, πεντάμηνα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και διαφόρων ειδών παρόμοιες στρατηγικές εργασιακού εθισμού εγκαθιδρύουν όχι τόσο πολιτικές απασχόλησης που σκοπεύουν στην εξάλειψη της ανεργίας, αλλά το ακριβώς αντίθετο, ήτοι πολιτικές καταναγκαστικής ανεργίας, πολιτικές με άλλα λόγια ορθολογικού ελέγχου της ανεργίας, με την τοποθέτησή της μέσα σε ένα οργανωμένο πλαίσιο αναπαραγωγής που θα διατηρεί μεν την «ανταγωνιστικότητα» στην αγορά εργασίας, χωρίς, όμως, να διέπεται από δυσθεώρητες αντιφάσεις που θα υποθάλπουν το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής ανάφλεξης και ταξικής σύγκρουσης. Μερικές δόσεις εργασιακής τόνωσης άλλωστε αρκούν ώστε να δημιουργηθεί το αίσθημα πως κάποιος μεριμνά για τους ανέργους, πως τελικά «το σύστημα λειτουργεί» και πως, αν θελήσουμε κάτι πολύ, όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει ώστε να το αποκτήσουμε.
Αν και φαινομενικά μοιάζει με αντίφαση να ισχυρίζεται κανείς ότι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η εργασία είναι για να αναπαράγει την ανεργία, τελικά υπάρχει ένα αόρατο νήμα που ενώνει την ψυχοθεραπευτική εργασιομανία, την ελαστικοποίηση της εργασίας και την αχαλίνωτη ανεργία που χαρακτηρίζουν την σήμερον ημέρα. Μια εποπτεία του χάσματος των γενεών και αυτής της αλλοίωσης των κοινωνικών σημασιών μπορεί να το επιβεβαιώσει. Είναι ακριβώς εξαιτίας της, προερχόμενης απ’ την ελαστικοποίηση, σχετικής αποσύνδεσης της εργασίας απ’ την υλική αναπαραγωγή, που τελικά όλο και λιγότεροι άνθρωποι ισχυρίζονται ανοιχτά πως δουλεύουν γιατί έχουν ανάγκη τα χρήματα απ’ τον μισθό που θα πάρουν, «για να τα βγάλουν πέρα». Αν εξαιρέσουμε τους παρίες των καταπιεσμένων υποτάξεων, αυτή η συνθήκη θα λέγαμε ότι αφορά μόνο στους φορντικού τύπου «παλαίμαχους» εργαζόμενους, καθώς, ως επί το πλείστον, αυτές είναι και οι κατηγορίες ανθρώπων που καλούνται καθημερινά να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη φυσική τους ύπαρξη, με την οργάνωση του οίκου τους.
Αντιθέτως, η νέα γενιά που έρχεται να στελεχώσει το εργατικό δυναμικό των καπιταλιστικών οικονομιών, όντας εμποτισμένη από τη θεραπευτική πίστη της εποχής μας, βιώνει την εργασία περισσότερο ως ζήτημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ισορροπίας παρά ως ικανοποίηση των, από φυσικής απόψεως, ζωτικών αναγκών ή, ακόμη περισσότερο, της ζωής του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Η ραγδαία υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, όπως εκδηλώνεται στη συμπίεση των χρηματικών απολαβών προς τα κάτω, στη συνακόλουθη «απελευθέρωση» του χρόνου εργασίας απ’ το οχτάωρο και στην επιμήκυνση των ορίων συνταξιοδότησης, αποτρέπει σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη μιας κατάστασης οικονομικής αυτοδυναμίας, γεγονός που μεταξύ άλλων φαίνεται να τροφοδοτεί μια κατά συρροή συγκατοίκηση των νέων με τους γονείς τους με αποτέλεσμα, εφόσον κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν τα «προς το ζην», να παραιτούνται απ’ αυτό το αίτημα οι παραγωγικές ηλικίες και να υιοθετούν μια ηδονιστική αντίληψη περί εργασίας. Δεν διστάζουμε, επομένως, να διαφημίζουμε ακόμα και το γεγονός ότι η άμισθη εργασία είναι cool και «έχει πλάκα», ότι μας βοηθάει να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους, μας φέρνει σε επαφή με τα όρια του εαυτού μας.
Με μια τέτοια εξύμνηση της εργασίας ήδη φαντάζει αρκετά απαιτητικό το να πληρώνεται κανείς, καθώς η μισθωτή εξάρτηση προϋποθέτει μια έχθρα προς την εργασία, την αναγνώριση ότι μόνο υπό τη θηλιά της φυσικής εξαχρείωσης θα αντάλλαζε κανείς τη ζωντάνια του. Όταν όμως το μόνο που μετράει για κάποιον είναι απλά να δουλεύει, τότε συμπυκνώνεται όλη η ματαιότητα της σύγχρονης ιδιώτευσης, διότι μόνο εφόσον πειστεί κανείς βαθιά μέσα του για την αδυναμία του να αλλάξει τις συνθήκες του κόσμου όπου ζει ή να λειτουργήσει μέσω της προσωπικής του πορείας ως ενάρετη ύπαρξη γίνεται ορατή και ικανή η υιοθέτηση στρατηγικών ψυχολογικής επιβίωσης με σκοπό να βελτιστοποιήσει τη δική του προσαρμογή μέσα στον ζόφο που τον περιβάλλει. Εξ ου και η μετατροπή της εργασίας σε «hobby», «job», ένα είδος ψευτο-απασχόλησης παραπλήσιο του jogging, της yoga, του stretching: να δημιουργούμε την εντύπωση της κινητικότητας, της αισθαντικής λειτουργικότητας, της ευελιξίας και της ελαστικότητας. Μια ελάχιστη οριακή αυτοέκφραση, κάτι απλώς για να περνάμε τον χρόνο μας και να ξεχνιόμαστε ή να αποφεύγουμε τους φόβους μας και τον εφιάλτη της ανεργίας.
Η μακρά περίοδος όπου η εργασία σχετιζόταν άμεσα με την αυτοσυντήρηση, την κοινωνικοποίηση, την αντικειμενοποίηση της ύλης, την κατασκευή ενός εμπράγματου κόσμου και την κοινωνική αναπαραγωγή δείχνει να υποχωρεί. Πλέον, αυτές οι συνθήκες μόνο δευτερευόντως σχετίζονται με τον εργασιακό βίο, καθώς αυτός ο τελευταίος περιορίζεται στη διαμόρφωση μιας υγιούς ψυχολογίας. Η προτεσταντική ηθική αποτέλεσε το υπόβαθρο ενός εγκόσμιου ασκητισμού όπου η στέρηση, η κόπωση και ο σωματικός πόνος του κάθε μεμονωμένου παραγωγού στο ατομικό επίπεδο ήταν το αναγκαίο τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για την κοινωνική πρόοδο και ευημερία, οι οποίες δύνανται να εκπληρωθούν μέσα από τη συσσώρευση πλούτου, τη δημιουργία αποθεματικού πλεονάσματος και τη δίκαιη αναδιανομή του.
Η θεραπευτική ηθική αντιθέτως οικοδομεί μια ατομικίστικη αντίληψη γύρω απ’ την εργασία, ως δραστηριότητα που πρωτίστως έρχεται να ωφελήσει το άτομο και όχι απαραίτητα την κοινότητα4· ο ασκητισμός μετατρέπεται σε ατομικό πρόγραμμα εξάσκησης, σε personal training. Η διείσδυση του ψυχολογισμού στην εργασία ωθεί στην ανομολόγητη σχέση της με τους καταναγκασμούς της ευτυχίας, όπως αυτοί προωθούνται από την ηδονιστική κοινωνία της κατανάλωσης. Τούτες οι εξελίξεις επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό και την ταξική πάλη, διότι εφόσον η εργασία έφτασε, αντί της συλλογικής λύτρωσης, να συμβάλει στην ατομική ευτυχία, τότε αναπόφευκτα υποχωρούν η διανεμητική δικαιοσύνη και τα αιτήματα για τη δραστική μείωση του χρόνου εργασίας προς όφελος του ελεύθερου χρόνου. Πρόκειται για μια μυστηριώδη πολτοποίηση εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου ακριβώς πάνω στη θεμελίωση της ψευδαίσθησης ότι η εργασία είναι κάτι άλλο από εργασία, ότι είναι πηγή αυτοπραγμάτωσης και γι’ αυτό τον λόγο αξίζει κανείς να εργάζεται ολημερίς και να αφιερώσει σ’ αυτήν όλο τον χρόνο του.
4 Ο ισχυρισμός ότι έχουμε ξεπεράσει τη θεολογική πίστη που χαρακτήριζε την προτεσταντική και πουριτανική αστική κοινωνία και στη θέση της έχουμε αντικαταστήσει τη θεραπευτική πίστη που χαρακτηρίζει την ναρκισσιστική μαζική κοινωνία, ανήκει στον Φίλιπ Ριφ και τον Κρίστοφερ Λας. Βλ. Ενδεικτικά, Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού: η αμερικανική ζωή σε μια εποχή μειούμενων προσδοκιών, μτφ. Β. Τομανά, Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 2008. Αυτό που ο αμερικανός ιστορικός υποστηρίζει είναι ότι η εργασία στον σύγχρονο κόσμο χάνει τον κοινωνικό της χαρακτήρα, δηλαδή τη σύνδεσή της με την ωφελιμότητα που κερδίζει η κοινότητα από τον μόχθο των μελών της ή ακόμη και με τον ρόλο του παιχνιδιού μέσα στην εργασία όπως φερ’ ειπείν ένας ρυθμικός καταμερισμός της εργασίας που προσέφερε το τραγούδι κατά τον θερισμό, και καταλήγει να αφορά κυρίως στο άτομο. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την διακύμανση της κουλτούρας έπαιξε και η γραφειοκρατική διόγκωση της παραγωγής, όπου απ’ την κοινωνία των μικροϊδιοκτητών και των εμπόρων ξαφνικά η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με επιχειρηματικούς κολοσσούς, γεγονός που οδήγησε στην αλλαγή της οργάνωσης της παραγωγής, οπότε και η ορθολογική «εξειδίκευση» του εργαζομένου στο να διεκπεραιώνει μια ολοένα και πιο περιορισμένη κλίμακα ενεργειών για την παραγωγή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, τον αποξένωσε σταδιακά απ’ τον κόσμο του.