Ηλιόλουστη αυτή η Κυριακή, με τον Φλεβάρη να θυμίζει καλοκαίρι και εμείς να μπαίνουμε στο τραίνο για την πλατεία Βικτωρίας. Το τραίνο γεμάτο πρόσφυγες, γεμάτο μετανάστες. Κρατούσαν στο χέρι τους ένα χαρτάκι που έλεγε victoria και παρακολουθούσαν με αγωνία μήπως κατεβούν σε λάθος σταθμό… Και η πλατεία, με κάθε τραίνο που φτάνει γεμίζει ανθρώπινες ψυχές. Μητέρες με μωρά στην αγκαλιά, άνδρες με τα λιγοστά τους υπάρχοντα σε ένα σάκο στον ώμο, νέα παιδιά που πιστεύουν ότι το ταξίδι στο όνειρο βρίσκεται κάπου στη μέση του και την αβεβαιότητα για το μέλλον στα πρόσωπα όλων.
Κάποιοι από αυτούς καλοντυμένοι, με ευγενικές φυσιογνωμίες προσπαθούν να σου χαμογελάσουν με όση δύναμη τους έχει απομείνει, κάποιοι άλλοι εντελώς εξαντλημένοι προσπαθούν να βολευτούν σε γωνιές της πλατείας αγκαλιά με κουβέρτες και κρατώντας σαν πολύτιμο κόσμημα ένα μπουκαλάκι νερό. Αυτή η πλατεία σήμερα ξαναγράφει μικρές ιστορίες. Αυτή του Αλί που τρέχει όταν δει αυτοκίνητο να σταματά και καταλαβαίνει ότι είναι ακόμη ένας εθελοντής με τρόφιμα . Πρέπει να εξασφαλίσει τροφή τουλάχιστον για τα τρία παιδιά του. Όπως αυτή της Νουράν που μοιάζει σαν να την πήραν βίαια μπροστά από τον καθρέφτη της την ώρα που ετοιμαζόταν για να συναντήσει τον καλό της. Και πάνω απ όλα σαν αυτές των μικρών παιδιών που μπορούν να δημιουργήσουν ακόμη και πάνω στα κρύα πλακάκια της πλατείας.
Που χώνονται στις αγκαλιές των κατοίκων της περιοχής όταν προσπαθούν να βοηθήσουν. Που ζωγραφίζουν με τις μπογιές που τους έφεραν οι εθελοντές θάλασσες και χαρούμενα πρόσωπα… Κανένας δεν ξέρει τι θα γίνει μόλις πέσει το σκοτάδι και μαζί μ αυτό και η θερμοκρασία. Προς το παρόν αφήνονται στην περιποίηση των ανθρώπων του ΕΚΑΒ και δέχονται με ευχαρίστηση την κάθε προσφορά . Ένα μεγάλο χωριό πάνω στην πλατεία. Με τους ανθρώπους του δήμου Αθηναίων να προσπαθούν να κρατήσουν το χώρο καθαρό, με τους εθελοντές να μοιράζουν τρόφιμα, ρούχα και παιχνίδια, με κάποιους αετονύχηδες που εκμεταλλεύονται αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους, με το κομμωτήριο στην κάτω μεριά της πλατείας να παραμένει ανοιχτό για να κουρευτεί ή να λουστεί όποιος θέλει. Και κάπου εκεί προς το μεσημέρι μια αντιφασιστική κίνηση πολιτών οργανώνει κοινωνική κουζίνα κάτω από το πανό που λέει: “Απέναντι στη βαρβαρότητα, αλληλεγγύη στους μετανάστες” και λίγο πιο δίπλα πάνω σε σεντόνια που έχουν απλωθεί οι εθελόντριες οργανώνουν δημιουργική απασχόληση για τα παιδιά…
Φτιάχνουν χάρτινα λουλούδια, ζωγραφίζουν αποκριάτικες μάσκες, μιλούν με τη γλώσσα των συναισθημάτων και όλα μοιάζουν ανέμελα. Αυτά τα παιδιά είναι υπόδειγμα. Ακόμη και τα πιο μικρά για να καθίσουν στο σεντόνι βγάζουν τα παπούτσια τους για να μην λερώσουν… Και οι γονείς τα παρακολουθούν να γελούν και να παίζουν δακρυσμένοι και με ευγνωμοσύνη στους ανθρώπους της Ελλάδας που είναι δίπλα τους.
Συγκινημένος με αυτές τις εικόνες και ο αστυνομικός που μαζί με συναδέλφους του βρίσκονται διακριτικά στην πλατεία. Τον κοιτάζω και σαν να διάβασε τη σκέψη μου μου λέει: “ Είμαι πατέρας… Πριν έρθω εδώ φτιάχναμε με το γιο μου το καπέλο της αποκριάτικης στολής του”... Μετά από αυτό σιωπή… Εικόνες που θα επαναληφθούν πάλι και πάλι… μέχρι αυτοί οι άνθρωποι να φύγουν από το κέντρο της πόλης… να πάνε στο άγνωστό και χωρίς ελπίδα…