Από τον Κώστα Κουσαρίδα
Νίκος Εγγονόπουλος και Ανδρέας Εμπειρίκος.
Στις δύο προηγούμενες βόλτες μας, επισκεφτήκαμε δυο συνοικίες της Αθήνας, το Παγκράτι και την Κηφισιά και περάσαμε από τις οικίες ανθρώπων που σημάδεψαν τη νεώτερη ελληνική ιστορία (Εδώ και εδώ).
Επιστρέφουμε αυτή τη φορά στο κλεινόν άστυ, για να περπατήσουμε μια άλλη περιοχή της Αθήνας και να γνωρίσουμε τις οικίες στις οποίες έζησαν κορυφαία πρόσωπα των γραμμάτων και των τεχνών (Εγγονόπουλος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Χαλεπάς, Παξινού και Μινωτής) αλλά και δυο σημεία που σημάδεψαν την πολιτική ιστορία της πόλης. Το σημείο της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη από τη «17 Νοέμβρη» και το σπίτι που έζησε μέχρι τον θάνατο του ο πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μέσα στο οποίο συνελήφθη την 21η Απριλίου του 1967, από το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών, όντας υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Αυτή την ομολογουμένως μεγάλη μας βόλτα θα την διηγηθούμε σε δυο μέρη για να διευκολύνουμε την αφήγηση αυτών των «μικρών» ιστοριών κάποιων «μεγάλων» ανθρώπων.
Αστική συνοικία στο κέντρο της Αθήνας, το Κολωνάκι εκτείνεται από τη λεωφόρο Πανεπιστημίου ανατολικά μέχρι το Μέγαρο Μουσικής και από περίπου την οδό Ομήρου νοτιοανατολικά μέχρι τη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το Κολωνάκι ονομάστηκε έτσι λόγω μιας παλαιάς μαρμάρινης κυλινδρικής στήλης ύψους 2 μέτρων και διαμέτρου 30 εκατοστών που βρέθηκε στην περιοχή και αναστηλώθηκε στην δεξιά σκάλα της Δεξαμενής. Οι Αθηναίοι του μεσαίωνα, προς αποτροπή επιδημιών ή άλλων συμφορών συνήθιζαν να κάνουν λιτανείες και ιεροτελεστίες με θυσίες νεαρών ζώων. Στα σημεία που κατέληγαν αυτές οι λιτανείες ολοκλήρωναν την ιεροτελεστία και έστηναν το «κολωνάκι». Έχουν βρεθεί πολλά σημεία στην Αθήνα που είχαν στηθεί τέτοια κολωνάκια.
Μετά τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, λόγω της εξαιρετικά προνομιούχου τοποθεσίας της στην καρδιά της Αθήνας, σε απόσταση αναπνοής από τα τότε Βασιλικά Ανάκτορα (η σημερινή Βουλή των Ελλήνων), η συνοικία εξελίχθηκε σε κέντρο τόσο της πολιτικής όσο και της εμπορικής και επιχειρηματικής ζωής της Αθήνας και κατ’ επέκταση της Ελλάδας και μέχρι σήμερα συνεχίζει να θεωρείται η κατ’ εξοχήν «αριστοκρατική» συνοικία του Δήμου Αθηναίων.
Ουσιαστικά έγινε συνοικία μετά την άφιξη του βασιλιά Όθωνα. Σε αυτή άλλωστε την αραιοκατοικημένη περιοχή χτίστηκε το πρώτο εργοστάσιο μπύρας από τους Βαυαρούς που ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με το Όθωνα. Συγκεκριμένα το 1864 o Γιοχαν Καρλ Φουξ (Johann Karl Fuchs), δημιουργεί στο Κολωνάκι μια μικρή χειροκίνητη ζυθοποιεία, τη γνωστή σε όλους μας ΦΙΞ, και λόγω της εύνοιας που είχε από τον συμπατριώτη του, Όθωνα, αποκτά και το προνόμιο του μονοπωλίου. Παραμένει σε αυτό το σημείο μέχρι το 1893, όπου οι εγκαταστάσεις μεταφέρονται στη λεωφόρου Συγγρού.
Το 1883 ιδρύεται από την βασίλισσα Όλγα, γυναίκα του βασιλιά Γεώργιου, το νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Τα πρώτα μεγάλα σπίτια αρχίζουν να χτίζονται μετά το 1920. Από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλλα «Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας» εκδόσεις Φιλιππότη, μαθαίνουμε ότι τα οικόπεδα ήταν εξαιρετικά φτηνά, λόγω του τραχέος γεμάτο βράχια εδάφους.
«Τότε χτίστηκαν μερικά μεγαλύτερα σπίτια. Τα οικόπεδα ήταν φτηνά. Το 1929 για παράδειγμα, κοντά στην Δεξαμενή είχε 1300 δρχ. ο πήχης [παλαιότερη μονάδα μήκους, διαφορετική από χώρα σε χώρα, που κυμαίνεται από 64 εκατοστά (εμπορικός) έως 1 μέτρο (βασιλικός)]. Στην οδό Σκουφά μια γωνιαία τριώροφη κατοικία με επτά δωμάτια σε κάθε όροφο και σε οικόπεδο 420 τετραγωνικών πήχεων δεν είχε περισσότερο από 2 εκατομμύρια δραχμές. Στην οδό Αλωπεκής μια τριώροφη επίσης κατοικία με 14 δωμάτια σε οικόπεδο 334 πήχεων είχε μόνο 1.200.000 δρχ. Πολλά σπίτια οι κάτοχοι τους παρακαλούσαν να τα πουλήσουν 500 και 700 χιλιάδες δραχμές.
Είχα την υπομονή την ημέρα που έγραφα για τις τιμές των σπιτιών στο Κολωνάκι, να ρίξω μια ματιά στις σελίδες με τις «μικρές αγγελίες». Απολαύστε λοιπόν και συγκρίνατε: Διαμέρισμα 245 τ.μ. 1ου ορόφου επί πλατείας, σε αριστοκρατική πολυκατοικία, ανακαινισμένο πλήρως, μεγάλη βεράντα, θέα όλη την πλατεία τιμή 2.500.000 ευρώ. (Σ.Σ. Σε δραχμές έχει δηλαδή 857.500.00 δρχ., εκεί που εβδομήντα χρόνια πριν μια ολόκληρη τριώροφη πολυκατοικία, όχι ένα διαμέρισμα, είχε λιγότερο από 2.000.000 δραχμές.»
Το 1930 αρκετοί μεγαλέμποροι αρχίζουν να αγοράζουν οικόπεδα και σπίτια και οι πρώτες πολυκατοικίες αρχίζουν να σηκώνονται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με τον οικοδομικό οργασμό της δεκαετίας του 1950. Λόγω του νοσοκομείου «Ευαγγελισμού», όπως και άλλα νοσοκομεία, έφερε προς το Κολωνάκι και πάρα πολλούς γιατρούς και έτσι το ονόμασαν «ιατροσυνοικία».
Η μεγάλη κοινωνική διαφοροποίηση που παρουσίαζαν μεταξύ τους οι σχετικά ομόηχες συνοικίες Κολωνός και Κολωνάκι έγινε αφορμή για πολλές ανέκδοτες προπολεμικές ιστορίες που χάρισαν και τον σχετικό τίτλο της ελληνικής ταινίας «Λαός και Κολωνάκι» (αντί του Κολωνός και Κολωνάκι).
Κατά την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής, το Κολωνάκι ήταν το βασίλειο της Γκεστάπο, των SS και των μαυραγοριτών. Στην οδό Μέρλιν βρισκόταν το αρχηγείο της Γκεστάπο. Στα Δεκεμβριανά αποτέλεσε τη βάση των στρατιωτικών δυνάμεων των Βρετανών και της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου που διοικούσε ο Βρετανός στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, με αποτέλεσμα να το αντιπαθήσουν οι ΕΑΜίτες και γενικότερα η αριστερά, που για πολλά χρόνια έκτοτε αποκαλούσαν το Κολωνάκι, Σκομπία.
Ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων.
Στις μέρες μας η συνοικία αυτή είναι συνυφασμένη με τα εμπορικά της καταστήματα που βρίσκονται περιφερειακά της πλατείας Κολωνακίου και τα πολλά καφέ και μπαρ στους παράδρομους της κεντρική λεωφόρου, την Πατριάρχου Ιωακείμ.
Σε αυτή την συνοικία έζησαν, δημιούργησαν και μεγαλούργησαν, μεγάλοι έλληνες καλλιτέχνες, ποιητές, γλύπτες και ζωγράφοι. Και αυτές τις κατοικίες θα επισκεφτούμε σε αυτήν μας την βόλτα.
Νίκος Εγγονόπουλος
Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου, ήταν καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907 και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη θητεία του ως ακροβολιστής στο 1o Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 κι εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, φοιτούσε σε Νυχτερινό Γυμνάσιο.
Από το 1930 έως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1932 γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη.
Το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Με επιρροές από τo μεταφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο και την υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης προσπαθεί να εκφράσει την παγκοσμιότητα του ελληνισμού, μέσα από την πολυσημία της σουρεαλιστικής γραφής.
Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις κι έλαβε τις διαστάσεις φιλολογικού σκανδάλου. Μερίδα των κριτικών τον ειρωνεύτηκε, όπως και τον Εμπειρίκο άλλωστε, θεωρώντας τη γραφή του πνευματικό παιγνίδι χωρίς βαθύτερο αντίκρισμα.
Μοναδικός του υπερασπιστής υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Ανδρέας Εμπειρίκος. Του έγραφε: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν».
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ’ όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.
Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του. Μέσα από τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής. Σύμφωνα με τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη, το μακροσκελές αυτό ποίημα αποτελεί τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» της γενιάς του ’30.
«Ο γενναίος Σιμών Μπολιβάρ ο ελευθερωτής», έργο του Ν.Εμπειρίκου.
Το 1945 ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελεύθερου Σχεδίου. Το 1969 έγινε καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973 με τη συνταξιοδότησή του.
Το 1958 του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω», ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’. Το 1979 θα του απονεμηθεί εκ νέου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες».
Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών της οδού Αναγνωστοπούλου στον αριθμό 69.
Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδίας. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Η καλλιτεχνική δημιουργία τού Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική σουρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση ελληνικότητας.
Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές. Ποιήματα του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση για το ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου.
«Ο ποιητής και η μούσα», πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου
Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως “Έτος Ν.
Εγγονόπουλου”.
Ανδρέας Εμπειρίκος
Κατεβαίνοντας την λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και πηγαίνοντας προς την πλατεία Συντάγματος, πριν την αποκλεισμένη πια Ηρώδου Αττικού, στρίβουμε δεξιά στην οδό Νεοφύτου Βαμβά η οποία οδηγεί στην πλατεία Κολωνακίου.
Στο αριθμό 6, ζούσε ο ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Γεννήθηκε στην Μπράιλα της Ρουμανίας στις 2 Σεπτεμβρίου του 1902. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Ανδρ. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογενείας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Μαζί με τους αδελφούς του Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1909-1935), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd. καθώς και άλλων εταιρειών. Την περίοδο 1917-18 υπήρξε επίσης βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Η μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Στεφανία, ήταν κόρη του Λεωνίδα Κυδωνιέως από την Άνδρο και της Ρωσίδας Σολωμονίδος Κοβαλένκο, από το Κίεβο.
Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα μετακομίζει μόνιμα στην Αθήνα. Φοιτά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στην σχολή Φιλοσοφίας αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά τον χωρισμό της από τον πατέρα του. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.
Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του ’30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του.
Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944.
Στο διάστημα της κατοχής ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους, καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι. Κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Δημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», ενώ τυπώθηκε και η Ενδοχώρα, από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με τη Βιβίκα (Ευριδίκη) Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης και να αποκτήσουν εικόνα για τα δρώμενα στη χώρα. Ο Εμπειρίκος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο, ενώ μετά το ταξίδι αυτό έγραψε το ποίημα Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50 σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης με μοναδική εξαίρεση τον Άγγελο Κατακουζηνό, τον περήφημο νευρολόγο-ψυχίατρο που τον υποστήριξε θερμά. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ’ επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής». Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.
Ο Εμπειρίκος, όπως και συνολικά ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αντιμετώπισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικότερα τη δεκαετία 1935-45, σκληρή κριτική, συχνά στα όρια του χλευασμού. H έκδοση της Υψικαμίνου συνοδεύτηκε από σύντομες αναφορές στον τύπο της εποχής, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στα όρια της ειρωνείας. Ο Στρατής Μυριβήλης, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, το περιέγραψε ως εύθυμο και πολύτιμο βιβλίο τέρψεως για οικογενειακές συναναστροφές, ενώ αργότερα υπήρξε περισσότερο ειρωνικός στην κριτική του. Μέσα από την Υψικάμινο, ο Κώστας Ουράνης αναγνώρισε στο πρόσωπο του Εμπειρίκου τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του σουρρεαλισμού στην Ελλάδα», αναγνωρίζοντας όμως στο έργο του, την «παγερή λαμπρότητα του στείρου και του ανωφελούς». Ένα χρόνο αργότερα, ο Κ. Μπαστιάς αναφέρθηκε στο «μοναδικό λεκτικό πλούτο» και κάποια «φραστική μυστικότητα» του έργου». Συνολικά, η Υψικάμινος αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία που παραμελήθηκε και σχεδόν χλευάστηκε. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, στο κριτικό του κείμενο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στους κριτικούς, ομολογώντας πως δεν έτρεφε συμπάθεια απέναντί τους. Μεγάλο μέρος της πρώιμης κριτικής που του ασκήθηκε ήταν συνυφασμένη με την αμήχανη και επιφυλακτική στάση απέναντι στο ίδιο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος σχολίασε τη στάση αυτή, αναφερόμενος το 1939 σε επιφυλάξεις «χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των κριτικών για όσα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη και την ουσία της υπερρεαλιστικής θεωρίας», θεωρώντας πως οι περισσότεροι δεν κατανόησαν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.
Το 2004 και 2006 ανακαλύφθηκε το χαμένο προπολεμικό αρχείο του Εμπειρίκου, το οποίο περιλαμβάνει φωτογραφίες και επιστολές, μία εκδοχή της Ενδοχώρας και των Γραπτών, την μοναδική σωζώμενη, δακτυλόγραφη μορφή της Υψικαμίνου, το κείμενο της περίφημης διάλεξης Περί Σουρεαλισμού, αλλά και τα πρό του 1935 ποιήματα, τα οποία συγκροτούν μία συλλογή με τίτλο Προϊστορία ή Καταγωγή. Το τελευταίο εύρημα φέρει ειδικό βάρος, διότι μαζί με τις επιστολές φανερώνει τις παλαμικές και ψυχαρικές επιρροές του Εμπειρίκου και τις πρώιμες απόψεις του πάνω στη γλώσσα και την ποίηση προ της σύνδεσής του με το υπερρρεαλιστικό κίνημα.
Και ως φωτογράφος ο Α. Εμπειρίκος ήταν ιδιαίτερα γνωστός, αναδεικνύοντας την πολυσχιδή προσωπικότητας του.