Της Έφης Παρασκευοπούλου
Διασχίζω την Ελλάδα αντίστροφα. Δίπλα μου περνάει μια πένθιμη παρέλαση παιδιών. Γιορτάζουν το φευγιό από το θάνατο και κλαίνε για ‘κείνους που δεν έφυγαν. Παντίερες τους κάτι δανεικά παιχνίδια και τα χέρια των γονιών τους.
Βλέπω δίπλα μου τα ίδια πρόσωπα που άφησα παραπάνω. Τα ίδια παιδιά. Τις ίδιες μάνες. Τους ίδιους ανθρώπους. Όλοι έχουν ένα πρόσωπο. Αυτό της προσφυγιάς.
Στόχος τους το σύνορο. Και μετά ακόμα ένα σύνορο. Και πόσα δάχτυλα θα ματώσουν περπατώντας,και πόσοι γονείς με ξερή κι ανήμπορη την αγκαλιά θα κουβαλούν βρέφη,ως που.
Πότε τελειώνει η Κόλαση για εκείνον που τη ζει; Πότε πεθαίνει η ζωντανή κατάρα του πρόσφυγα; Πότε στα μάτια του άλλου γίνεται άνθρωπος; Πότε παύει να είναι απλά ένας ανεπιθύμητος αριθμός;
Ντρέπομαι. Εγώ,η γερή. Εγώ που μπορώ. Εγώ που πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου και στο σπίτι μου και στην κανονικότητά μου. Εγώ που χθες βοήθησα και σήμερα πάω ανάποδα και τους αφήνω πίσω.
Τι να τους πω. Πως είμαι καλή; Πως εγώ δε θα τους έδιωχνα; Πως όταν δεν είμαι εκεί,αλλάζω συνειδήσεις με την πένα μου; Τι σημασία έχει αυτό όταν ένα παιδί κλαίει γιατί πεινάει; Τι αξία να έχει,τι αξία να έχω όταν ένας πατέρας στρώνει στη λάσπη για να κοιμηθεί το παιδί του;
Τίποτα δε μας έχει μείνει πέρα από την αλληλεγγύη. Το χέρι που θα μας κρατήσει πάνω από το θάνατο είναι αυτό που απλώνουμε ο ένας στον άλλον. Τίποτ’άλλο δε μετρά. Τίποτ’άλλο δε ζει. Μόνο η αγάπη που μοιραζόμαστε.
Τίποτα δε μας ανήκει απ’όσα βλέπουμε γύρω μας. Ούτε γη,ούτε ουρανός,ούτε περιουσία καμία. Ένα σκαρί μονάχα-που κι αυτό,χωρίς αγάπη να μπαίνει και να βγαίνει είναι χειρότερο κι από νεκρό. Μόνο αυτό μας ανήκει. Όταν ξαπλώσω απόψε,θα ονειρευτώ την πένθιμη παρέλαση να περνά από όλα τα σύνορα και να τα γκρεμίζει. Με ένα παιδί σημαιοφόρο,να δείχνει στον κόσμο τι πρόσωπο έχει η αγάπη στ’αλήθεια.