Ακούς φωνές, χαχανιτά, βλέπεις χαμόγελα σε κουρασμένα πρόσωπα, μάτια όλο ζωντάνια και απορείς
Η ώρα είναι περί τις 7 και μισή το απόγευμα. Λίγο πριν το μαγευτικό μεταίχμιο, ο ουρανός αγκαλιάζει με το ανεπαίσθητο αεράκι τα προσφυγόπουλα, που τρέχουν ανέμελα ακόμα, παίζοντας με μια μπαλωμένη μπάλα μπάσκετ. Ακούς φωνές, χαχανιτά, βλέπεις χαμόγελα σε κουρασμένα πρόσωπα, μάτια όλο ζωντάνια και απορείς. Απορείς από πού αυτοί οι κατατρεγμένοι, τα θύματα της αδυσώπητης μισαλλοδοξίας αντλούν αισιοδοξία και συνεχίζουν το ταξίδι με άγνωστο τέλος-προορισμό.
Κόσμος παντού, μεταφραστές, αυτόνομοι εθελοντές, διάφορα άτομα από συλλογικότητες του εξωτερικού, όλοι αψηφώντας τα πάντα, αφήνοντας την καθημερινή τους ζωή στο σπίτι, χωρίς ψήγματα ιδιοτέλειας βρίσκονται εκεί, να κάνουν το αυτονόητο, αυτό για το οποίο είναι προγραμματισμένος ο ανθρώπινος Άνθρωπος, να βοηθήσει τον συνΆνθρωπο του. Βοηθώ λίγο για το στήσιμο του απογευματινού φαγητού, μεταφέροντας το τραπέζι με ένα προσφυγόπουλο. Να ήταν 8 ετών;.. Τελειώνουμε, μου δίνει το χέρι του όσο πιο δυνατά μπορούσε και μου χαμογελά.. Καταφθάνει το φαγητό και όλοι μπαίνουν σε σειρά για μια μερίδα φαγητό, ψωμί και φρούτο. Όλα τακτοποιημένα από τους εθελοντές που βρίσκονται εκεί καιρό πριν από μένα.
Κάθε μοίρασμα μερίδας και των συνοδευτικών, συνοδευόταν από ένα αποκαρδιωτικό ευχαριστώ, ένα ειλικρινές ευχαριστώ, αυτό που οι περισσότεροι από εσάς δεν γνωρίζετε..
Ολοκληρώνεται και σήμερα το βραδινό, και ο κόσμος επιστρέφει στην οικογένεια του, τους φίλους του, στον εαυτό του. Ήρθε η σειρά των σημερινών εθελοντών να καθίσουν να φάνε. Μου προσέφεραν και μένα αλλά αρνήθηκα γιατί έπρεπε να φύγω. Διανύοντας όλη την απόσταση μέχρι την πύλη έναντι του ηλεκτρικού έβλεπες ανθρώπους να ετοιμάζονται να φύγουν, να αποχαιρετούν οικείους τους, να περιμένουν, μα εκείνη η ατμόσφαιρα στην πύλη Ε2 είχε ήδη εξαφανιστεί, σαν να πέρασες σε άλλον μικρόκοσμο, σε έναν μικρόκοσμο της εσωστρέφειας και της ιδιώτευσης..
Μπαίνω στον συρμό και κάποιοι κοιτάζουν αποδοκιμαστικά μια παρέα προσφύγων, που είναι φορτωμένοι με τσάντες και σακούλες χειρός. Διακριτικά καλύπτουν τη μύτη τους μια και δεν είναι συνηθισμένοι στη δυσοσμία του σώματος, παρά μόνο στη δυσοσμία του κούφιου τους μυαλού. Στην Καλλιθέα ένας γέρος επαίτης ωρύεται και αρχίζει να κλαίει με λυγμούς ζητώντας 20 λεπτά. Όλοι τον αγνοούν, κάνουν σαν να μην ακούν και ο γέρος συνεχίζει να βγάζει το παράπονο από μέσα του. Σκέφτομαι την ατιμωρησία των ελιτιστών, το πώς ανάγκασαν τον κόσμο να χάσει την όποια αξιοπρέπεια του και να ζητιανεύει και θυμώνω, λέγοντας στον εαυτό μου ότι αυτή η ανείπωτη αδικία δεν πρέπει να ζει άλλο πια.
Από τα ηχεία ακούω πώς φτάσαμε στο μοναστηράκι και οι περισσότεροι επιβάτες αποβιβάζονται. Ένας εκ των προσφύγων αντιλαμβάνεται το γέρο,του δίνει ψιλά και αποβιβάζεται και αυτός με τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Οι εναπομείναντες στον συρμό κοιτάζουμε σχεδόν έκπληκτοι, και τότε, ξαφνικά με χτύπησε σα χαστούκι στο πρόσωπο ένας αέρας πραγματικής ανθρωπιάς. Ο ίδιος πρόσφυγας, έχοντας βγει από το συρμό βρίσκει κι άλλα ψιλά, τρέχει και τα δίνει και αυτά στο γέρο, που τώρα έβγαινε τελευταίος.. Οι περισσότεροι δεν το είδαν, αλλά εγώ παρακολούθησα ένα μάθημα αλληλεγγύης που δεν συναντά προσκόμματα θρησκειών ή συνόρων.
Τελικά, ίσως, υπάρχουν ακίδες ελπίδας για το ανθρώπινο είδος..
Νίκος Νοσηρός Νικολέτος