Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Μεταξύ των κρίσιμων κοινωνικών αλλαγών του τελευταίου μέρους του 20ου αιώνα, συγκαταλέγεται, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, και η μείωση της κοινωνικής κριτικής στις ατομικές επιλογές των ανθρώπων. Αυτή ακριβώς η νέα κοινωνική δυναμική, που αναγνωρίζει και επιδιώκει τη μετατροπή των παλαιών εξουσιαστικών-εξαρτητικών σχέσεων εντός της οικογένειας, σε περισσότερο υγιείς και συναισθηματικές, «οδήγησε σε σημαντικό βαθμό στην αποδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των μελών της σύγχρονης οικογένειας» (Singly, 1996). Άλλο τόσο, προφανώς, οι κρίσιμες μεταβολές στις παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις (νέες τεχνολογίες, είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και αντικατάσταση του παλαιού οικογενειακού προτύπου που ήθελε τον άνδρα-κουβαλητή-τροφοδότη και τη γυναίκα-νοικοκυρά-μητέρα), οδήγησαν στην αντικατάσταση και των «παραδοσιακών» οικογενειακών μορφών.
Η μονογονεϊκή οικογένεια συστήνεται έτσι μέσα στο πλαίσιο αυτό.
Το εύρος μάλιστα της μονογονεϊκότητας είναι πλέον τέτοιο που δεν αφορά μια περιορισμένη πληθυσμιακή ομάδα καθώς, όπως υποστηρίζουν οι Moynihan, et al. (2004), «μεταξύ του 50% και του 54% όλων των παιδιών στις ΗΠΑ, θα περάσουν μέρος της παιδικής τους ηλικίας σε μονογονεϊκή οικογένεια» Και βέβαια και οι άλλες χώρες του δυτικού κόσμου δεν απέχουν πολύ από αυτόν τον δείκτη, εκτός ίσως την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία όπου η μονογονεϊκότητα παραμένει ακόμη μικρότερη του 10% του συνόλου των οικογενειών, αν και φαίνεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του φαινομένου σύντομα θα ακολουθήσει την κυρίαρχη τάση.
Εξ αιτίας και των κυρίαρχων στερεοτύπων «αγιοποίησης» των «κανονικών» οικογενειακών δομών, παλαιότερα περισσότερο, αρκετοί ερευνητές απέδιδαν στην μονογονεϊκότητα -ως αφ’ εαυτής- αιτιώδεις σχέσεις συνάφειας με τις μη τυπικές αναπτυξιακές πορείες των παιδιών, αφ-ορίζοντας την μονογονεϊκότητα ως αποκλειστικά υπεύθυνη για οτιδήποτε αποκλίνον, καθώς και ως κρίσιμο συντελεστή της κοινωνικής δυσλειτουργίας και της αύξησης της εγκληματικότητας. Αρκετοί ερμήνευαν, μάλιστα, τις συνέπειες αυτές της μονογονεϊκότητας στα παιδιά, ως συνέπειες εξ’ αιτίας της πατρικής απουσίας, δηλαδή της απουσίας του έμφυλου ρόλου του αρσενικού, υποθέτοντας ότι τα αγόρια των μονογονεϊκών οικογενειών «δεν θα αποκτούσαν ισχυρή αρρενωπή ταυτότητα ή σεξουαλικό ρόλο και δεν θα είχαν μοντέλα επιτυχίας με τα οποία να ταυτιστούν» Lamb, (2004).
Εντούτοις, από το τέλος της δεκαετίας του 1990, η πλειοψηφία των ερευνητών αντιλαμβάνεται πλέον τις μονογονεϊκές οικογένειες ως μια «ομάδα υψηλού κινδύνου», η οποία απειλείται από κοινωνική ευαλωτότητα, απομόνωση, κοινωνική αποκλεισμό και στιγματισμό, διάφορα προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας και βέβαια φτώχεια. (Wuest et al., 2003).
Ως εκ τούτου, τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών συγκρινόμενα με τα παιδιά των «άθικτων», διγονεϊκών, οικογενειών, θεωρείται ότι είναι πιο πιθανόν να αντιμετωπίσουν διάφορα αναπτυξιακά προβλήματα. Όμως, πιθανόν αυτές οι αντιλήψεις να παραγνωρίζουν την σημαντικότητα του παράγοντα της φτώχειας ή της μη συνεπούς γονεϊκότητας, οι οποίοι αναμφίβολα επηρεάζουν την εξέλιξη της αναπτυξιακής πορείας του παιδιού, ως αφ’ εαυτών πραγματικά επιβαρυντικοί παράγοντες, ανεξάρτητα από την οικογενειακή δομή. Και η αλήθεια είναι ότι η μονογονεϊκότητα είναι έντονα φορτισμένη και από φτώχεια και από κοινωνικό στιγματισμό και από, σχεδόν αναγκαστική, γονεϊκή ασυνέπεια, καθώς ο ένας από τους δύο γονείς απουσιάζει. Η αναγνώριση της σημαντικότητας (salient) των παραγόντων αυτών –και των εν γένει συνθηκών διαβίωσης- διευκολύνει στον αποστιγματισμό και στην απενοχοποίηση της μονογονεϊκότητας και επιτρέπει μια αντικειμενικότερη ανάλυση του φαινομένου και των συνεπειών του.
Ανεξάρτητα ή και παρά τις όποιες ηθικιστικές «κραυγές» ή και εύλογες διαμαρτυρίες, φαίνεται ότι η κοινωνική «χωροταξία» της οικογένειας -και μαζί της και η «αρχιτεκτονική» της οικογένειας- έχει αλλάξει άρδην, τόσο πιο πολύ όσο πλησιάζουμε στον πυρήνα των λεγόμενων αναπτυγμένων κρατών της Δύσης, ενώ μάλλον η μεσογειακή διαφοροποίηση έχει να κάνει, σ’ ένα ποσοστό, με ένα φαινόμενο delay effect, έως ότου να δούμε και εδώ περαιτέρω διεύρυνση των οικογενειακών αλλαγών.
Οι συνέπειες στα παιδιά
Είναι εύλογο ότι οι συνέπειες της μονογονεϊκότητας, απασχόλησαν και απασχολούν ευρύτερα τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και την ίδια την κοινωνία.
α) Προβλήματα συμπεριφοράς.
Όπως υποστηρίζουν σε ανασκόπηση τους οι Moynihan et al. (2004), «Τα παιδιά που βίωσαν αυτή την εμπειρία είναι πιο πιθανόν να υποφέρουν από συμπεριφορικά προβλήματα όπως η συστολή, η ντροπή ή η επιθετικότητα, απ’ ότι άλλα».
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τα προβλήματα συμπεριφοράς και την παραβατικότητα, αναφέρεται ότι «μόνο 11 % των παιδιών που ζούσαν και με τους δυο βιολογικούς γονείς είχαν αποβληθεί από το σχολείο, είχαν τιμωρηθεί με αναστολή ή είχαν εκδιωχθεί ή είχαν κληθεί οι γονείς τους για κάποιο πρόβλημα συμπεριφοράς. Αντίθετα, τέτοια προβλήματα ανέφεραν το 19 % των παιδιών σε οικογένειες με θετούς γονείς, το 21 % σε οικογένειες ζευγαριών που συγκατοικούσαν (όπου ο άνδρας δεν ήταν ο πατέρας του παιδιού), το 23 % σε οικογένειες με χωρισμένες μητέρες και το 26 % σε οικογένειες με μητέρες που δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Στην ίδια μελέτη παιδιά που ζούσαν και με τους δυο γονείς «σκόραραν» χαμηλότερα στην ντροπαλότητα-αναστολή και στην επιθετικότητα και υψηλότερα στην κοινωνικότητα και στην πρωτοβουλία» (σελ 123).
Έτσι ή αλλιώς, η επιθετικότητα των παιδιών φαίνεται να συσχετίζεται ισχυρά με την μονογονεϊκότητα.
β) Χρήση ουσιών και παραβατικότητα.
Με δεδομένη τη συσχέτιση μεταξύ επιθετικότητας των παιδιών και της μονογονεϊκότητας, ανακαλύπτουμε ερευνητικά και συσχετίσεις με την χρήση ουσιών και την εν γένει παραβατικότητα. Όπως διαπιστώνεται «παιδιά που ζούν χωρίς τον βιολογικό τους πατέρα, είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν παράνομες ουσίες και να έχουν από νωρίς «επαφή» με τις αστυνομικές αρχές». Ειδικότερα, «ο αριθμός των ετών που τα παιδιά περνούν με τον βιολογικό τους πατέρα, είναι σε αρνητική συσχέτιση με την χρήση ουσιών και την επαφή με την αστυνομία». Επίσης, «παιδιά που πέρασαν κάποιο χρόνο σε μονογονεϊκή οικογένεια, είναι κατά 70% πιο πιθανόν να έχουν μια καταδίκη και κατά 28 % πιο πιθανόν να καπνίσουν μαριχουάνα, πριν την ηλικία των 15 ετών».
γ) Προβλήματα εσωτερίκευσης.
Ερευνώντας, από την άλλη πλευρά, τα προβλήματα εσωτερίκευσης, (άγχος, κατάθλιψη ή απόσυρση), όπως εντοπίζουν οι Moynihan et al. (2004) «Υπάρχουν συνεπείς αποδείξεις ότι τα επίπεδα του άγχους και της ψυχολογικής προσαρμογής του γονέα-κηδεμόνα σχετίζονται με τα αποτελέσματα των παιδιών. Παιδιά καταθλιπτικών μητέρων έχουν υψηλότερα σκόρ στις συμπεριφορές τόσο εσωτερίκευσης, όσο και εξωτερίκευσης».
δ) Συνέπειες στις πρώϊμες μεταβάσεις-ορόσημα της ζωής.
Η μονογονεϊκότητα, μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ζωή των παιδιών, ιδιαίτερα μάλιστα εάν οι συνέπειες της εκδηλώνονται σε κρίσιμες αναπτυξιακά στιγμές –ορόσημα- του παιδιού, όπως η είσοδος στην εφηβεία, η ολοκλήρωση του σχολείου, η έναρξη της σεξουαλικής ζωής κλπ. «Παιδιά που περνούν μέρος της ζωής τους σε οικογένειες μόνων μητέρων, είναι πιο πιθανόν να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα νωρίς στη ζωή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νέες γυναίκες από οικογένειες μόνων μητέρων έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αποκτήσουν ένα παιδί εκτός γάμου μέχρι την ηλικία των 20, ενώ αντίστοιχα τα κορίτσια από θετές οικογένειες έχουν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες».
δ) Συνέπειες στις σχολικές-ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Δεν είναι λίγες οι έρευνες που αναφέρονται στα μειωμένα σχολικά-ακαδημαϊκά επιτεύγματα των παιδιών που προέρχονται από μονογονεϊκές οικογένειες, αλλά και στις δυσκολίες σχολικής προσαρμογής ή τις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών αυτών, ύστερα από συγκρίσεις με παιδιά διγονεϊκών οικογενειών.
Οι έρευνες αυτές συναρτούν τις μειωμένες σχολικές επιδόσεις με συχνές απουσίες στο σχολείο, ασυνεπή παρακολούθηση των μαθημάτων, εγκατάλειψη του σχολείου ή με τις χαμηλές προσδοκίες εκπαιδευτικών και μόνων γονέων. Είναι επίσης μάλλον συνηθισμένο το μοτίβο του απόντος πατέρα και της ως εκ τούτου ανυπαρξίας οικονομικής αλλά και γενικότερης στήριξης και συμμετοχής του στην εκπαίδευση των παιδιών.
Εντούτοις, οι επιδόσεις αυτές παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική βελτίωση σε περιπτώσεις όπου οι μόνοι γονείς διαθέτουν επιπλέον χρόνο για την προετοιμασία του παιδιού ή μεγαλύτερο ενδιαφέρον και συμμετοχή/επαφή με την σχολική κοινότητα ή όταν ο μόνος γονέας απολαμβάνει πρόσθετη οικονομική ενίσχυση ή σχετικές εργασιακές διευκολύνσεις (άδειες κλπ),
Σε έρευνα των Graham and Beller (2002), εντοπίστηκε ακόμη η συσχέτιση της ακαδημαϊκής επίδοσης των παιδιών μονογονεϊκών οικογενειών με την συνεπή καταβολή της διατροφής από τον «απόντα» γονέα. Το εύρημα αυτό κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό στην γενικότερη κατανόηση του ρόλου του απουσιάζοντος γονέα και του «μηχανισμού» με την οποίο αυτός επηρεάζει την ανάπτυξη των παιδιών.
Όπως επισημαίνει ο Lamb, (2004) «οι πατέρες που καταβάλουν την διατροφή ίσως να είναι περισσότερο δεσμευμένοι ή αφιερωμένοι στα παιδιά τους, μπορούν να έχουν καλύτερη σχέση με την μητέρα των παιδιών τους, μπορούν να επισκέπτονται τα παιδιά τους πιο συχνά και μπορούν να έχουν την ικανότητα και άρα την τάση να τα υποστηρίξουν. Μόνο μέσα από την ανακάλυψη τέτοιων δυνητικών –πιθανών μονοπατιών θα μπορούν οι ερευνητές να εξηγήσουν καλύτερα πότε, γιατί και πως, «σημαίνουν» οι πατέρες για τα παιδιά και τις οικογένειες».
Στην μονογονεϊκότητα, δηλαδή, δεν είναι τόσο ο έμφυλος όσο ο γονικός ρόλος που απουσιάζει και «παράγει» τις δυσμενείς συνέπειες του στην αναπτυξιακή πορεία των παιδιών, καθώς ένα γονιός μόνος του «δεν φτάνει». Με άλλά λόγια, χρειαζόμαστε περισσότερο «πατέρα» ως γονιό. Κι ίσως δεν είχε άδικο κάποιος έμπειρος ψυχοθεραπευτής που υποστήριζε ότι συχνά η εμπλοκή των παιδιών στην εξάρτηση από τις ουσίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κραυγή απόγνωσης για «συνάντηση των γονιών»… ακόμη και όταν δεν είναι χωρισμένοι.
Έτσι κι αλλιώς, οι έρευνες συνεχίζουν να επισημαίνουν ότι τα παιδιά των διαζευγμένων οικογενειών φαίνεται να έχουν υψηλότερο επίπεδο ευημερίας, από ό,τι τα παιδιά των «άθικτων» οικογενειών, που όμως αντιμετώπισαν υψηλές ενδογονεϊκές συγκρούσεις.
* Μ.Sc. Αναπτυξιακής & Κοινωνικής Ψυχολογίας