Παραφράζοντας τα λόγια του Κονδύλη, ο φόβος και η ελπίδα παρεμποδίζουν συστηματικά την κατανόηση των ανθρώπινων ζητημάτων. Αλλά η ελπίδα ξεπερνιέται πολύ πιο δύσκολα από ότι ο φόβος.
Του Μιχάλη Θεοδοσιάδη
Κατά τα φαινόμενα, η ιστορία προχωρά με γοργούς ρυθμούς, σε αντίθεση με τις τεχνικές της νεοαριστερής ιδεολογικοποίησης και της ποπ ακαδημαϊκής ξύλινης διανόησης, που ούτε ανανεώνονται, ούτε εμπλουτίζονται. Μονάχα ανακυκλώνονται, καταναλώνονται και αναπαράγονται για να καταστούν και πάλι βορρά των ανθρώπινων επιθυμιών, έως ότου επέλθει ο τελικός κορεσμός.
Σε τούτη την εξέλιξη, η πορεία των αριστερών διακρίνεται ολοφάνερα. Οπωσδήποτε αυτή η απουσία στοχασμού και δράσης, καθώς και η μανιώδης επίκληση στον κόσμο των ανεκπλήρωτων προσδοκιών, συνδέεται με τις ιδεοληπτικές παραισθήσεις των διανοούμενων του «ευρωκομμουνισμού» (με την ευρύτερη έννοια του όρου) που χαρακτηρίζει τους ακόλουθους της νεοαριστερής βιομηχανίας παραγωγής εφήμερων και εύπεπτων σχημάτων. Τα γεγονότα, βέβαια, από μόνα τους υποδηλώνουν το τέλος αυτής της πλαστικοποιημένης μπλουμσμπεριανής μόδας που η ίδια η ιστορία γελοιοποίησε, εκτοπίζοντάς την πίσω στο περιθώριο της φιλοσοφικής και πολιτικής ανυπαρξίας.
Βέβαια, για τους αντιπρόσωπους τούτης της «σχολής», από τους Ανδρούτσους των «αξιακών δεσμεύσεων» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κ.Δουζίνα, μέχρι και τους διάσπαρτους φιλοσοφικούς μπροστάρηδες του αριστερισμού, τίποτα από αυτά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι συσχετισμοί de facto αλλάζουν στην Ευρώπη, διαμηνύει και πάλι ο Α. Τσίπρας. Για τον δε Δουζίνα βέβαια, οι συσχετισμοί δυνάμεων άλλαζαν (προς τα αριστερά) ήδη από το 2013 (1). Άλλοι πάλι βρήκαν αυτό που εδώ και καιρό προσδοκούσαν: την αυτοθυματοποίηση και τον ηρωισμό μιας αριστεράς που «δεν θέλει να συμβιβαστεί αλλά την αναγκάζουν άλλοι».
Όλοι/ες αυτοί/ες, λοιπόν, που εδώ και μήνες διατυμπάνιζαν περισπούδαστα τη σύγκρουση με τη λιτότητα και την αλλαγή στην Ευρώπη μέσω της κινητοποίησης όλων των Ευρωπαϊκών λαών, πως η αλλαγή θα έρθει επειδή «έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας» (2) αρνούνται πεισματικά να θέσουν το εξής ερώτημα: τί πραγματικά έκαναν οι μάζες στην Ισπανία, την Ιρλανδία και τη Βρετανία κατά τους τελευταίους μήνες; Και, προπαντός, τί δεν έκαναν και για ποιούς λόγους; Αλλά, ας μην πάμε τόσο μακριά. Ας αναλογιστούμε πρώτα απ’ όλα, τί πραγματικά έκαναν οι μάζες στην Ελλάδα κατά το δημοψήφισμα της 5ης του Ιούλη! Ανέδειξαν την ανικανότητα της αριστεράς να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει, και προπαντός να υλοποιήσει αυτό που η ίδια προπαγάνδιζε εδώ και τόσους μήνες, το «μεγάλο ΟΧΙ» ενάντια στις επιταγές λιτότητας των Βρυξελλών.
Φυσικά, δεν είναι μονάχα η τραγικότητα της Ελληνικής πραγματικότητας που ξεμπρόστιασε την πλάνη όλων αυτών των ονειρώξεων. Τί απέγινε η αήττητη Κιρχνερική αριστερά στην Αργεντινή, το αναστραμμένο μας είδωλο στην άλλη γωνιά του Ατλαντινού, μόλις λίγες ημέρες πριν; Μυστήριο! Και γιατί μετά από πολλά χρόνια το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Βενεζουέλα ηττήθηκε από τη δεξιά αντιπολίτευση, σηματοδοτώντας το τέλος του Τσαβισμου, του Σοσιαλισμού για τον 21ο αιώνα, και τη στροφή προς ακόμα πιο επιθετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη Λατινική Αμερική (φυσικά, με αντίστοιχο αντίκτυπο και στον υπόλοιπο κόσμο); Πού βρίσκονται σήμερα οι άλλοτε πανίσχυροι Ισπανοί Podemos; Γιατί αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις εμφανίζονται ως τρίτη ή τέταρτη δύναμη και όχι πρώτη; Γιατί ανακόπηκε η άνοδος του Sinn Fein στην Ιρλανδία; Τί απέγιναν «οι φωνές που ξεσηκώθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες ενάντια στη στρατηγική λιτότητας» που, όπως έλεγε ο Α. Τσίπρας την άνοιξη του 2015, «µέρα µε τη µέρα πυκνώνουν και δυναµώνουν» (3);
Περίεργο! Κάποιοι, φυσικά, θα έλεγαν ότι η πτώση των Podemos, του Sinn Fein και ο θάνατος της αριστεράς στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α στην Ελλάδα. Βέβαια, τη νίκη των Συντηρητικών στη Βρετανία την είδαμε πολύ πριν την πανωλεθρία της κυβέρνησης Τσίπρα τον Ιούλη. Γιατί, λοιπόν, κατόπιν απανωτών περικοπών και συνεχιζόμενης φτωχοποίησης οι Βρετανοί επέλεξαν και πάλι τον κύριο Cameron (4); Φυσικά κάποιοι μύωπες την περίοδο εκείνη απέδιδαν την αποτυχία των Εργατικών στην απο-ριζοσπαστικοποίηση του κόμματος, στο λεγόμενο pasokification (sic) – όπως αποκαλούν την τάση των κεντροαριστερών Σοσιαλιστικών κομμάτων να συγχωνεύονται στο laissez faire. Πού βρίσκεται, όμως, δημοσκοπικά σήμερα το Εργατικό κόμμα, με μπροστάρη τον ακτιβιστή και ριζοσπάστη Jeremy Corbyn;
Αφήνοντας, βέβαια, στην άκρη τον έναν παράγοντα, την προβληματική ουσιοκρατική προσέγγιση των αριστερών πάνω στο ζήτημα της φτωχοποίησης (άλλωστε αυτό έχει ήδη συζητηθεί πολλάκις), πως δήθεν νομοτελειακά οι εξαθλιωμένοι θα εξεγερθούν κάτω από την παντιέρα ενός αριστερού κόμματος, προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα το ιστορικό τέλος της αριστεράς, αξίζει να σταθούμε σε ένα άλλο λεπτό ζήτημα. Είναι αλήθεια ότι οι Ιρλανδοί, κατά πάσα πιθανότητα, θα επανεκλέξουν τους Συντηρητικούς, το ίδιο και οι Ισπανοί. Από την άλλη, οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί και οι Ολλανδοί από ότι φαίνεται θα στραφούν προς την ακροδεξιά. Όλα αυτά μας φανερώνουν ότι οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι ομογενοποιημένες κοινωνικά και πολιτισμικά (πράγμα που οι αριστεροί παραβλέπουν συστηματικά, έχοντας αποβάλει από τις αναλύσεις τους κάθε προσέγγιση που δεν περιστρέφεται γύρω από οικονομίστικους όρους και μαρξιακά σχήματα).
Αντιθέτως, αποτελούν ξεχωριστά ανομοιογενή σύνολα, με την καθεμιά να ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί ένας πολιτικός σεισμός σε μια χώρα και μόνο (στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ή στην Ισπανία) για να επηρεάσει το πολιτικό σκηνικό μιας άλλης (της Γερμανίας ή της Ιρλανδίας). Γι’ αυτό, άλλωστε και την ώρα που ο εγχώριος αριστερός κυβερνητικός λόγος πανηγύριζε την επικείμενη αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη, οι συντηρητικοί Γερμανοί, Φινλανδοί και Ολλανδοί εκλάμβαναν την οδύνη του Ελληνικού λαού ως «απόδοση δικαιοσύνης» και «ηθικό δίδαγμα για όλους όσους αψηφούν τους κανόνες και τα προτεσταντικά εργασιακά ήθη». Εν ολίγοις, η Ευρώπη ουδέποτε υπήρξε μια, πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά, ενωμένη ήπειρος. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τις εξαγγελίες πολιτικών προσώπων και γραφειοκρατών για άρση της Σένγκεν και επιστροφή των συνοριακών ελέγχων (με αφορμή τις επιθέσεις στο Παρίσι), γεγονός που εξίσου αναιρεί και τις θριαμβολογίες του Α. Γαβριηλίδη πως δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ – με αφορμή το προσφυγικό – ανέτρεψε το καθεστώς (των συνόρων) στην Ευρωπαϊκής Ένωσης (!!!) (5).
Μήπως η νέα Πορτογαλική κυβέρνηση, που μοιράζεται την εξουσία με τα δύο εγχώρια αριστερά κόμματα, θα καταφέρει να τερματίσει τη λιτότητα; Για λόγους που έχουν ήδη συζητηθεί (και αφορούν κατά κύριο λόγο τον κεντρικό πυρήνα της αριστερής ιδεολογίας), η Σοσιαλιστική κυβέρνηση κατά πάσα πιθανότητα θα φανεί ανάξια των περιστάσεων, να παγώσει τις περικοπές και τις μειώσεις, έχοντας ήδη αναγγείλει πως δεν θα έρθει σε σύγκρουση με τις Βρυξέλλες. Παρομοίως στη Βρετανία, η ανάληψη της προεδρίας του Εργατικού Κόμματος από τον Jeremy Corbyn δεν δείχνει να επιβεβαιώνει τις ονειρικές φαντασιώσεις της νεοαριστερής ιντελιγκετσίας, δεδομένης της ραγδαίας δημοσκοπικής πτώσης του κόμματος και της χαμηλής δημοτικότητας του ίδιου του ηγέτη. Βέβαια, όλοι όσοι έβλεπαν τη «νέα ελπίδα» στην «αριστερή στροφή» των Εργατικών ουδέποτε διερωτήθηκαν γιατί η εκλογή του Corbyn – αυτού του «ιδανικού σοσιαλιστή» (sic) όπως τον αποκαλούσε η Πρεντουλή (σε άρθρο στα Ενθέματα), που θα άλλαζε το Εργατικό Κόμμα «σε πραγματική εναλλακτική πρόταση, τόσο για την Βρετανία όσο και για την Ευρώπη»– το μόνο που κατάφερε ήταν να οδηγήσει σε εσωκομματικές έριδες;
Αυτό που φυσικά δεν φαίνεται να κατανοεί η νεοαριστερή διανόηση είναι πως η αλλαγή της προεδρίας (ή και της κυβέρνησης της ίδιας) δε συνεπάγεται ταυτόχρονα και αλλαγή της κοινωνίας. Διότι προκειμένου να μπορεί κανείς/μια να μιλήσει για κοινωνική μεταστροφή θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει και να διαυγάσει τις υφιστάμενες πολιτικο-κοινωνικές διεργασίες ως έχειν, αντί να εγκλωβίζει τη σκέψη του/της σε ex desiderio (6) θεωρήσεις, παρεμβαίνοντας κατόπιν στο αναδυόμενο δημόσιο πεδίο των αυτοοργανωμένων πολιτικών σωμάτων. Αλλά βέβαια, ούτε η αυτοοργάνωση και η αυτοδιεθύθυνση ούτε η αμερόληπτη διαύγαση σήμαιναν ποτέ κάτι για τους νεοαριστερούς θεωρητικούς.
Σε ότι αφορά το ζήτημα της διαύγασης: όπως είχα γράψει και σε παλιότερη ανάρτηση, η Πρεντουλή, ο Δουζίνας και όλοι όσοι μιλούν για «το φαινόμενο Corbyn) προσπερνούν (παρότι γνωρίζουν ξεκάθαρα) πως στο παρελθόν η ίδια η αριστερή πτέρυγα των Εργατικών οδήγησε το κόμμα σε πανωλεθρία, και πως μονάχα μια κεντρώα νεοφιλελεύθερη ηγεσία, όπως του Μπλαιρ, το ανέβασε στην εξουσία. Τί μπορεί άραγε να σημαίνει αυτό; Ότι η κοινωνία δεν φαίνεται να επηρεάζεται εξ’ ολοκλήρου από το λόγο των κομματικών ηγεσιών ή τα Μέσα Ενημέρωσης, τα οποία (όπως λένε οι υποστηρικτές του Corbyn) είναι μεροληπτικά εναντίον του ηγέτη τους και χειραγωγούν την κοινή γνώμη υπέρ των Συντηρητικών.
Εφόσον, όμως, αναγνωρίζουμε ότι μια κοινωνία μπορεί να δίνει στον εαυτό της τα πρωτογενή ερωτήματα της ύπαρξης της, καθώς και να παράσχει απαντήσεις πάνω σ’ αυτά (εν ολίγοις να αυτοθεσμίζεται) με βάση την ολιστική σκέψη του Κορνηλίου Καστοριάδη και του Karl Polanyi (7), τότε υπερβαίνει το σχηματικό δίπολο βάση και υπερδομή που για την αριστερά αποτελεί μοναδική μεθοδολογία ανάγνωσης της εν γένει πραγματικότητας (στην προκειμένη περίπτωση, ως βάση αναγνωρίζεται το εκλογικό σώμα και υπερδομή η δημοσιογραφική ελίτ, το Συντηρητικό κόμμα, η βασιλική οικογένεια…). Οι κοινωνίες, λοιπόν, μπορούν και δημιουργούν τις δικές τους υπερδομές, αντικατοπτρίζοντας έτσι την παράλυση του αυθορμητισμού και αυτοστοχασμού τους, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπέρβαση βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων, οι οποίες νομιμοποιούν την ισχύουσα ηγεμονία (είτε αυτή φέρει το προσωπείο ενός γλυκερού Κεϋνσιανισμού, είτε εκφράζεται κάτω από τις μοδάτες σοφιστείες των εκπροσώπων της Αυστριακής Σχολής, βλ. Friedrich Hayek ή Ludwig von Mises).
Ως εκ τούτου, θα ήταν λάθος να εκλάβουμε την αρνητική στάση της πλειοψηφίας των Βρετανικών ΜΜΕ απέναντι στον Corbyn ως μια ύπουλη ενέργεια της υποχθόνιας άρχουσας ελίτ (υπερδομή), η οποία προσπαθεί συνεχώς να χειραγωγεί τους Βρετανούς πολίτες για δικό της όφελος. Κατά κύριο λόγο πρόκειται για μια (ίσως κυριαρχούσα) κοινωνική τάση (στην Αγγλική κοινωνία) να αποστρέφεται τις αριστερές πολιτικές, πράγμα που αντανακλάται μέσα από τον φακό της ευρείας κυκλοφορίας φυλλάδων και περιοδικών. Συνεπώς, ο αναγωγισμός (reductionism) της αριστεράς αναπαράγει ταλμουδικά μια και μόνο συγκεκριμένη πτυχή του κοινωνικού πράττειν την οποία και καθολικοποιεί, οδηγώντας σε υπεραπλουστευτικά και εσφαλμένα συμπεράσματα (πως σε περίπτωση που καταρρεύσουν οι υπερδομές – τα ΜΜΕ και οι πολυεθνικές, για παράδειγμα – οι οι μάζες θα μπορέσουν δίχως προσκόμματα να επιβάλουν τα δικά τους συμφέροντα, ανατρέποντας την εξουσία της υφιστάμενης ολιγαρχίας).
Σε αντίθεση, όμως, με την πλάνη του αναγωγισμού, η διαύγαση εκλαμβάνει ταυτόχρονα και άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την ψυχοσύνθεση του συνόλου αλλά και το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο (γενεαλογία) που συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης κουλτούρας η οποία οδηγεί ακόμα και άπορους Βρετανούς να ενστερνιστούν τον κοινωνικό Δαρβινισμό και τον αριστοκρατισμό, να ενημερώνονται από την Daily Mail και την Sun (και όχι από την Guardian όπως πολύ θα ήθελε αυτός ο κύκλος της νεοαριστερής διανόησης).
Αναφορικά με την αυτοοργάνωση: όπως αναφέρει και ο Γ. Οικονόμου (βλ ανάρτηση, Το Τέλος της Αριστεράς) όσες επαναστάσεις έμειναν στην ιστορία, δεν στηρίχθηκαν πουθενά παρά στην άμεση συμμετοχή των ανθρώπων σε συνελεύσεις πολιτών, από την Αμερικανική Επανάσταση του 1776, την Παρισιάνικη Κομμούνα του 1871, την Γαλλική Επανάσταση του 1789, τα σοβιέτ του 1905 και 1917 στη Ρωσία και τις κοπερατίβες της Ισπανίας του 1936, μέχρι και τα κινήματα αμφισβήτησης σε όλο τον κόσμο, και κυρίως ο Μάης του ’68 στη Γαλλία, το αντιδικτατορικό κίνημα στην Ελλάδα (με αποκορύφωμα την εξέγερση και την κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973 στην Αθήνα). Τα κινήματα αυτά κατάφεραν και έθεσαν τους σπόρους της κοινωνικής αλλαγής δίχως την καθοδήγηση και τον σφετερισμό των κομμάτων, δίχως τις κομματικές γραφειοκρατίες, πράγμα που η αριστερά ουδέποτε προσπάθησε να καταλάβει.
Γράφει, όμως, η Πρεντουλή και ο Lasse (8) τα εξής: κατά τη διάρκεια των πλατειών το 2011 η αριστερά αναγνώρισε τα αιτήματα των συνελεύσεων, προσπαθώντας να τα ενσωματώσει στο δικό της πολιτικό λόγο, κάτω από τον οποίο επιχείρησε να ενώσει όλες τις ετερόκλητες ομάδες. Πρόκειται, φυσικά, για την ίδια πάγια πατερναλιστική και ελιτίστικη τακτική των κομματικών μηχανισμών, να προσπαθούν να κυριαρχήσουν, να επιβληθούν και να ηγηθούν, παραγνωρίζοντας τα πραγματικά αιτήματα τέτοιων κινημάτων, που δεν είναι άλλα παρά η άρνηση της κηδεμονίας κάτω από τις κομματικές γραφειοκρατίες. Αυτό που ουδέποτε μπόρεσαν, μήτε θέλησαν, να καταλάβουν οι διανοούμενοι είτε της παραδοσιακής είτε της μεταστρουκτουραλιστικής αριστερής διανόησης (και συνάμα αποτελεί και το πραγματικό ιστορικο-πολιτικό διακύβευμα όλων των επαναστάσεων και των εξεγέρσεων του περασμένου αιώνα), είναι πως μια κοινωνία μπορεί από μόνη της να κινητοποιείται (όπως άλλωστε δείχνει και η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ή και τα κινήματα των πλατειών στην Ελλάδα και την Ισπανία), πως οι πολίτες δεν έχουν ανάγκη από κανέναν καθοδηγητή ή διαμορφωτή συνειδήσεων για να τους οδηγήσει στη χειραφέτηση.
Τα αιτήματα των πλατειών, λοιπόν, ήταν εκ’ διαμέτρου αντίθετα με αυτά που πρεσβεύουν οι στρατηγικές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και οι ιδεολογικοί του μηχανισμοί. Πολύ περισσότερο βέβαια, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κόμμα που απλά ενστερνίστηκε τις απαιτήσεις ενός κινήματος αλλά, απεναντίας, με ολοφάνερη ενσωμάτωση οριζόντιων πρωτοβουλιών στα «θέλω» της κομματικής γραφειοκρατίας. Με άλλα λόγια, το κόμμα λειτούργησε ως υπερδομή ενάντια στην κινηματική βάση, πράγμα που αντιφάσκει ακόμα και με την ίδια την αριστερή κοσμοθεωρία η οποία ανάγει τα πάντα στη μαρξιστική μεθοδολογία! Ακόμα, δηλαδή, και αν επισπεύσουμε την ίδια τη μαρξιστική προσέγγιση, πάλι ο ρόλος του κόμματος αυτοαναιρείται, όντας μια υπερδομή πολύ πιο αδυσώπητη, αδίστακτη και εξουσιαστική από ότι ο υποτιθέμενος «μηχανισμός χειραγώγησης» των Μέσων Ενημέρωσης. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η ενίσχυση της κοινωνικής κατάθλιψης έπειτα από την (αναμενόμενη) αποτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο οποίος αθετώντας ακόμα και αυτό που συνεχώς προπαγάνδιζε προεκλογικά, τον «ερχομό της ελπίδας», κατέστειλε ψυχικά κάθε διάθεση για δημόσια/πολιτική δράση.
Τέλος, θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε και τις εγγενείς αδυναμίες του βασικότερου (πλέον) θεωρητικού οπλοστασίου της μετα-μαρξιστικής, μεταστρουκτουραλιστικής (νεο)αριστεράς και του ευρωκομμουνισμού, την περιβόητη Θεωρία του Λόγου (discourse theory) όπως αναπτύχθηκε από τον Ernesto Laclau, την Chantal Mouffe (9) και τη σχολή του Essex. Με βάση τη θεωρία αυτή, η δημιουργία πολιτικών ταυτοτήτων και υποκειμένων αντίκειται στη γλωσσική επεξεργασία ιδεών και εννοιών, οι οποίες συνδέονται αναπόσπαστα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των μαζών. Ένας αριστερός (ή δεξιός) λόγος (discourse), για παράδειγμα, προσεγγίζει και χρωματίζει τις επιθυμίες αυτές σχηματίζοντας σταδιακά μια νέα συλλογική ταυτότητα. Στόχος του είναι η ηγεμονία, η οποία επιτυγχάνεται με την εξασθένιση της επιρροής όλων των αντικρουόμενων ιδεολογικών ρευμάτων.
Ωστόσο η συνάθροιση (articulation) ενός νέου πολιτικού λόγου και η ανάδειξή του σε ηγεμονικό δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα και αλλαγή της κοινωνικής θέσμισης. Με άλλα λόγια, ένας νέος πολιτικός λόγος (κυβερνητικός ή αντιπολιτευτικός, ελάχιστη σημασία έχει στην προκειμένη περίπτωση) ο οποίος διαχέεται μέσα από τις επικρατούσες τάσεις κοινωνικής απεύθυνσης, σε καμία περίπτωση δε σηματοδοτεί τη θεμελίωση ενός πλαισίου εντός του οποίου θα τεθούν οι πρώτες βάσεις για την κοινωνική μεταστροφή, εφόσον μπορεί κάλλιστα να αντικατοπτρίζει τη σφαίρα των συλλογικών επιθυμιών και μόνο αντί της πολιτικής πράξης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η αλλαγή του κυβερνητικού λόγου στην Ελλάδα όχι μόνο δεν επηρέασε τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο (10), αλλά την ίδια στιγμή άφησε άθικτη την ίδια την κοινωνία.
Η κοινωνική μεταστροφή, λοιπόν, είναι προϊόν συνεχόμενων συγκρούσεων και ανταγωνισμών (όπως άλλωστε μας δείχνει η ιστορία των δημοκρατικών κινημάτων, όπως του εργατικού κινήματος), πράγμα που δεν μπορεί να διευθετηθεί στο επίπεδο του λόγου και μόνο. Αντιθέτως, απαιτείται κινητοποίηση όλων των πολιτών με στόχο το άνοιγμα νέων δρόμων για την χειραφέτηση, πράγμα που, επιπλέον, απαιτεί ρήξη με τις κομματικές γραφειοκρατίες οι οποίες συνεχώς ποδηγετούν αυτοοργανωμένα κινήματα. Άλλωστε, η μοναδική συνάθροιση λόγου που πραγματικά μπορεί να υλοποιηθεί, δίχως «εκπτώσεις», μανούβρες, newspeaks και υποχωρήσεις θα είναι αυτή που αναδύεται μέσα από το ίδιο το πολιτικό σώμα, που δεν αναγνωρίζει καμία καθοδήγηση ή «πολιτική εκπαίδευση» (από τα πάνω).
Η ιστορία, λοιπόν, προχωρά με γοργούς ρυθμούς, αφήνοντας πίσω οριστικά την «ελπίδα» για «αριστερή μεταστροφή», ως φυσικό επακόλουθο της ολικής κατάρρευσης του αφηγήματος περί «αριστερής αντιπροσώπευσης». Ωστόσο, ο θάνατος των αριστερών προταγμάτων μάλλον θα ενδυναμώσει τα επικίνδυνα ακροδεξιά κόμματα και τις αυταρχικές πολιτικές στην Ευρώπη, δεδομένης της απουσίας εναλλακτικού κινηματικού προσανατολισμού. Παράλληλα, το ξεκίνημα μιας νέας σύγκρουσης με τον αραβικό κόσμο, εν όψη της απειλής του Daesh θα ενισχύσει τον ξενοφοβικό λόγο και την εσωστρέφεια σε μια περίοδο που κάθε αξία, παράδοση και νόρμα έχει υποχωρήσει στο βωμό του νεοφιλελεύθερου πολιτισμικού μηδενισμού, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω αυταρχικοποίηση της κυρίαρχης ολιγαρχίας (κάτι που ήδη βλέπουμε μέσα από τη στρατιωτικοποίηση των πόλεων και την περιστολή ελευθεριών και δικαιωμάτων «για λόγους ασφάλειας»).
Επείγει, συνεπώς, η αναζήτηση νέων προταγμάτων κοινωνικής χειραφέτησης, ένας νέος δρόμος δημοκρατικής ριζοσπαστικοποίησης που δεν θα παραμένει εγκλωβισμένος σε σχηματοποιημένα και συνάμα χρεοκοπημένα ιδεολογήματα, που δεν θα βασίζεται σε αφηγήσεις οι οποίες ανακυκλώνουν τις υφιστάμενες κοινωνικές διεργασίες, καθώς και τη ρηχότητα της κάθε ακαδημαϊκής φιλοσοφικής μόδας. Βλέποντας, ωστόσο, μεγάλη μερίδα «κινηματικών ανθρώπων» να συνεχίζουν να αναπαράγουν τη ζομποποιημένη φαντασίωση της «αριστερής εκπροσώπησης» ή να εμπλέκονται σε έναν ατέρμονο ποπ ακτιβισμό (a la ΜΚΟ), μια τέτοια επιθυμία μάλλον φαντάζει ευσεβής πόθος. Όπερ έδεί δέιξαι…
Πρώτη Δημοσίευση: Respublica
Σημειώσεις:
1) Όπως αναφέρει στο βιβλίο του Philosophy and Resistance in the Crisis (Publisher: Polity Press, Oct 14, 2013), οι διαδηλώσεις και εξεγέρσεις είχαν ήδη (από το 2013) αλλάξει ριζικά το πολιτικό τοπίο, αντιστρέφοντας τα σχέδια των ελίτ!!!
2) Όπως άλλωστε διαμήνυσε και ο Γιάνης Βαρουφάκης πριν μερικές εβδομάδες σε συζήτησή του με Βρετανούς συνδικαλιστές αναφορικά με την ανάληψη της προεδρίας των Εργατικών από τον Jeremy Corbyn, τα αρνητικά δημοσιεύματα του τύπου δεν παίζουν κανένα ρόλο. Αυτό που χρειάζεται κάποιος είναι να το δίκιο με το μέρος του και τη σωστή απεύθυνση. Αυτά και μόνο αρκούν ώστε το μήνυμα να περάσει στους πολίτες!
3) Στα λόγια του Τσίπρα, οι φωνές ενάντια στη λιτότητα «σήµερα ακούγονται σαν µια δυνατή φωνή, που εκφράζει την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας, το 99%, και ζητά αλλαγή, επιτέλους, στην Ευρώπη. Αυτό το µεγάλο και πολύµορφο κίνηµα έχει αναπτύξει, τα τελευταία χρόνια, µια µοναδική δυναµική, που πριν από την κρίση θα ήταν αδιανόητο. Στην Ελλάδα κέρδισε τις εκλογές απέναντι σε ολόκληρο το πολιτικό και οικονοµικό κατεστηµένο. Στην Ισπανία ετοιµάζεται να κάνει το ίδιο. Αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αναπτύσσεται και δυναµώνει µε ταχύτατους ρυθµούς».
4) Μέσα σ’ όλα ας συνυπολογίσουμε και το εξής: γιατί η Margaret Thatcher ακόμα εξακολουθεί να θεωρείται μια από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες για τους Βρετανούς; Γιατί η πλειοψηφία των Βρετανών τάσσεται υπέρ του πολέμου στη Συρία;
5) Ως εκ τούτου, η φιλελεύθερη θεώρηση πως δήθεν ζούμε σε μια ενιαία Ευρώπη, δίχως σύνορα και διαχωρισμούς φαντάζει μάλλον παραμύθι για μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αν κρίνουμε από το τελευταίο δημοψήφισμα των Δανών, οι οποίοι απέρριψαν την υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων ενίσχυσης της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
6) Χαρακτηριστικό παράδειγμα ex desiderio προσέγγισης της εν γένει πραγματικότητας αποτελεί το ίδιο άρθρο της Μαρίνας Πρεντουλή, «Ο Τζέρεμυ Κόρμπυν μεταξύ κινημάτων και κατεστημένου». Λέει λοιπόν η αρθρογράφος: «Η άρνηση του Κόρμπυν να αναγνωρίσει τη βασιλεία τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο» έγραφε σε άρθρο η Πρεντουλή δύο μήνες σχεδόν πριν, «προαναγγέλλει τη ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο».
7) Στα λόγια του Καστοριάδη (βλ. Η Άνοδος της Ασημαντότητας 2000, Αθήνα: Ύψιλον, σ.172) «κάθε κοινωνία δημιουργεί τον δικό της κόσμο, δημιουργώντας ακριβώς τις ιδιαίτερες σημασίες της, αυτό το μάγμα των σημασιών». «Οι μορφές που δημιουργεί κάθε κοινωνία, στήνουν έναν κόσμο, μέσα στον οποίον η δεδομένη κοινωνία εγγράφεται και δίνει στον εαυτό της μια θέση. Μέσω αυτών συγκροτεί ένα σύστημα κανόνων, θεσμών με την ευρύτερη έννοια του όρου, αξιών, προσανατολισμών και άσκοπων τόσο της συλλογικής όσο και της ιδιωτικής ζωής» (σ. 191). Όπως αναφέρει και ο Karl Polanyi (The Livehood of Man, 1997, σ.11) οι ανθρώπινες κοινωνίες βασίζονται στα κίνητρα: (incentives of everyday life). “Let the motive be religious, political or aesthetic; let it be pride, prejudice, love or envy, and man will appear essentially religious, political, aesthetic, proud, prejudiced, engrossed in love or envy” (Polanyi 1997, p.11).
8) Βλ. Radical Democracy and Collective Movements Today (2014). Κεφ. Autonomy and Hegemony in the Squares, Marina Prentoulis και Lasse Thomassen (σ.226-230).
9) Βλ. Ernesto Laclau και Chantal Mouffe, Hegemony and Socialist Strategy (2001, UK: Verso) και Ernesto Laclau, On Populist Reason (2007, London: Verso).
10) Βλ επίσης άρθρο του Νικόλα Γκίμπη και Αθανάσιου Γεωργιλά, Λόγος εναντίον πράξης: Η κυβέρνηση της Αριστεράς και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της.