Σινεμά

Mother! [κριτική- περιέχει ήπια σπόιλερ]

By Νικήτας Φεσσάς

October 21, 2017

του Νικήτα Φεσσά

Ποιητής με writer’s block και νεαρή εύθραυστη σύζυγος (δεν κατονομάζονται ποτέ) ζουν απομονωμένοι σε επιβλητικό σπίτι το οποίο η γυναίκα διαρκώς ανακαινίζει νευρωτικά. Σύντομα θα αρχίσουν να δέχονται τις αρμένικες βίζιτες διαφόρων δυσοίωνων φιγούρων που εμφανίζονται απρόσκλητες, διαταράσσοντας την κάπως υπερβολικά ειδυλλιακή προηγούμενη κατάσταση, και φέρνοντας στην επιφάνεια υποβόσκουσες εντάσεις με προοδευτικά ολοένα και πιο αφόρητο τρόπο, μέχρι την πλήρη κατάρρευση. Όμως δεν είναι όλα όπως δείχνουν. Αλλά δεν είναι και ούτε όπως δείχνουν ότι δείχνουν!

Τί είναι το Mother! ; Camp B-movie τρόμου; Θρίλερ για τις έμφυλες σχέσεις; Αυτοσυνείδητη μαύρη κωμωδία για τα κακά της διασημότητας; Πομπώδης θρησκευτική μεταφορά; Πολιτική αλληγορία; Οικολογική αλληγορία; Μια ταινία για τη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Της Δημιουργίας γενικά; Παρωδία/travesty; Pastiche ; Όλα αυτά μαζί; Ναι, και ίσως και κάποια ακόμα που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν.

Ο Darren Aronofsky δεν είναι αυτό που λεμε μίνιμαλ ή ολιγαρκής. Όπως μάς έχει ήδη δείξει στο παρελθόν με αμφιλεγόμενες εξτραβαγκάντζες όπως το Black Swan, και το πολύ καλύτερο The Fountain, το όραμα του είναι υπερφιλόδοξο, μπαρόκ, οπερατικό, μοιάζει με μια τούρτα με παγωτό, ζελέ, κρέμα, κι από πάνω έναν κουβά μερέντα. Για τον Aronofksy δεν υπάρχει less is more, μόνο more is more, is even more. Στο Mother! ο παραμικρός ήχος, και η παραμικρή λεπτομέρεια του σκηνικού παρουσιάζονται σαν να έχουν κάποιο (σκοτεινό) νόημα. Κάθε οπή στους οργανικούς τοίχους και ένα ματωμένο vagina dentata. Κάθε πλάνο είναι ασφυκτικό γκρο-πλαν. Κάθε χαρακτήρας, σχέση, αντικείμενο, πλοκή, υποπλοκή, κρύβουν (όχι πολύ καλά) από πίσω τους μια μεταφορά ή αλληγορία που έχει τη λεπτότητα Γκοντζίλα που οδηγεί μπουλντόζα.

Οι βιβλικές αναφορές (από τους έκπτωτους πρωτόπλαστους, τον Κάιν και τον Αβελ, τον Κατακλυσμό του Νώε, τις Επτά Πληγές του Φαραώ, και πολλά άλλα που δεν θέλω να αποκαλύψω -ουπς, το έκανα πάλι- εδώ) είναι τόσο in-your-face που σκέφτεσαι αν το Mother! θα μπορούσε υπό συνθήκες, να γίνει η αγαπημένη ένοχη απόλαυση του Παΐσιου (ή των φαν του). Οι αναφορές σε άλλες ταινίες δεν είναι τόσο ξεκάθαρες ή συγκεκριμένες, αλλά σίγουρα βλέποντας κανείς το φιλμ του Aronofsky έχει την αίσθηση ότι στο πρώτο μισό παρακολουθεί μια ιδιοσυγκρασιακή μίξη των Rosemary’s Baby (Polanski), The Shining (Kubrick), Exterminating Angel του Bunuel, Repulsion και The Tenant (πάλι Polanski), με μια δόση Von Trier (Antichrist), και έμπνευση από Children of Men (Cuarón), και High Rise (Wheatley).

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών Javier Bardem και Jennifer Lawrence (συν ανεκδιήγητη περούκα) πάλι είναι τόσο υπερβολικές και θεατράλε που κοντράρουν εκείνες του Burton και της Taylor στην Κλεοπάτρα, και των Βουγιουκλάκη- Παπαμιχαήλ στο Πιο Λαμπρό Αστέρι (ναι, πάρτε μερικά δευτερόλεπτα για να χωνέψετε τη σύγκριση), και κάνουν κάποιες απ τις Παπακαλιατειάδες να μοιάζουν υποδείγματα αυτοσυγκράτησης. Κάπου ο Vincent Price και ο Roger Corman κλαίνε που δεν είχαν ποτέ ένα τόσο προκλητικά μεγάλο μπάτζετ, όσο είχε ο Aronofsky – που προφανώς έχει το ελευθέρας από το στούντιό του – , για να φτιάξουν το αριστούργημά τους. Το πιο σημαντικό: τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για το δεύτερο μισό του Mother! , και κυρίως για το παραληρηματικό τελευταίο ημίωρο εξωφρενικής καλλιτεχνικής αυταρέσκειας, μνημειώδους αυθάδειας, και παράλληλα ωμής, ημι-αυτοβιογραφικής ειλικρίνειας, και το μουδιαστικό, ζαλιστικό εφέ που έχει όλο αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ πάνω στον/στη θεατή, μια πραγματική επίθεση στις αισθήσεις (και ενδεχομένως και στο καλό γούστο).

Το Mother! σίγουρα δεν είναι για όλες και όλους. Με διάρκεια δύο ωρών, είναι εξαντλητικό, εξουθενωτικό, ονειρώδες και εφιαλτικό, ενίοτε εξοργιστικό αν το πάρεις εντελώς στα σοβαρά, ή τοις μετρητοίς. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω είναι ‘υπέρλαμπρα τρομερό’, ‘επικά φριχτό’ και ‘γελοιωδώς μεγαλειώδες’. Ωστόσο, και μόνο για το γεγονός ότι λίγες ταινίες φέτος θα πολώσουν το κοινό τόσο πολύ, πηγαίντε να το δείτε (ή καλύτερα να το βιώσετε), και αποφασίστε μόνοι και μόνες σας.

Εμένα πάντως μου λείπει ο Aronofsky του Pi, αλλά και του The Wrestler (και καθόλου του Noah).

*Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία