Τέχνη & Πολιτισμός

Μουργκάνα, του Δημήτρη Χατζή

By N.

June 22, 2016

Επιμέλεια: ofisofi

Η νουβέλα «Μουργκάνα» του Δημήτρη Χατζή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1948 στην εφημερίδα «Φωνή του Μπούλκες», στη συνέχεια μεταφράστηκε στα γαλλικά από τη Μέλπω Αξιώτη και το 1979 ο συγγραφέας την συμπεριέλαβε στη «Θητεία». Συλλογή με αγωνιστικά κείμενα της περιόδου 1940 – 1950.

Η γραφή του Δημήτρη Χατζή  ρεαλιστική  τείνει περισσότερο προς την ιστορική αφήγηση και αναπαράσταση, κατορθώνοντας συγχρόνως να αποδώσει με  τις δυνατές και ζωντανές περιγραφές τις μάχες  αλλά και το ψυχικό μεγαλείο των αγωνιστών της Μουργκάνας.

Δημοσιεύουμε τη νουβέλα σε συνέχειες. Σήμερα το πρώτο μέρος.

«Βρισκόμαστε κοντά στη Μουργκάνα. Πρόκειται, να κάνουμε ενέργεια με μεγάλες δυνάμεις κι αυτή τη φορά φοβάμαι πολύ.» Είχε πάρει το γράμμα της λίγες μέρες πιο πριν και δεν πρόφτασε να της στείλει την απόκριση του. Της έγραφε πώς την αγαπούσε πολύ, πώς άμα γύριζε θα την παντρευότανε και της ξανάγραφε πώς φοβότανε πάρα πολύ στη Μουργκάνα. Ήταν ένας στρατιώτης από το τάγμα 583 της 75ης Ταξιαρχίας.

Τώρα κείτεται άθαφτος κάτω από έναν όρθιο βράχο στο Τσεροβέτσι με το πρόσωπο το μισό φαγωμένο, το ΄να πόδι σπασμένο και το χέρι φευγάτο δυο μέτρα μακρύτερα. Τ’ άλλο του χέρι, καθώς είναι πεσμένος, μοιάζει σα ν’ ακουμπάει στην τζέπη πού είχε τα γράμματα. Μέσα στη φουρτούνα εκείνων των ημερών, τα δυο γράμματα, πού τα πήραν οι δικοί μας, βραχήκανε και τα ονόματα χάθηκαν – το δικό του και το δικό της. Το κορίτσι που τον αγαπούσε και πού θα γινόταν γυναίκα του, αν τύχει ποτές και διαβάσει τούτη τη διήγηση, δε θα μας μισήσει εμάς για το θάνατο του. Εμείς τους είπαμε, τους ξανάπαμε, τους φωνάξαμε με τον τηλεβόα, κάθε βράδυ τους λέγαμε – αδέρφια μην έρχεστε… Οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι τους έσπρωχναν από πίσω και οι αξιωματικοί τους κρατούσανε το πιστόλι στα χέρια για να τους ρίχνουνε πάνω μας. Δέκα μέρες ακόμα πριν αρχίσουν τη μάχη, πέρασαν απ’ όλα τα τμήματα τους, για να ετοιμάσουν το μακελειό. Είτανε ένας Αμερικάνος αξιωματικός, ένας Εγγλέζος και δύο του Σοφούλη που πήγανε σε κάθε Μονάδα τους. Με τους στρατιώτες δεν καταδεχτήκανε φυσικά να μιλήσουν. Ρωτούσαν τους αξιωματικούς για τις θέσεις που κρατούσαμε μεις. Και κείνοι τους έλεγαν ψέματα πως κάθε μέρα τους χτυπούσαμε με όπλα βαριά που πήραμε από τούς Ρώσους. Ύστερα οι αξιωματικοί τους άρχισαν και βγάζανε λόγους κ’ έλεγαν άλλα ψέματα στους φαντάρους. Πως αν τέλειωναν γρήγορα και καλά και ξεμπέρδευαν με τη Μουργκάνα, θα ΄παιρναν όλοι τους άδεια. Πως είμασταν Αρβανίτες και Σλάβοι. Και τους έλεγαν και την αλήθεια πως όποιος έκανε πίσω ήταν διαταγή της Μεραρχίας να τον σκοτώνουν.

Ένας λοχαγός από το 611 τάγμα της 76ης Ταξιαρχίας, εξυπνότερος από τους άλλους, τους έλεγε πως αν ξεπάστρευαν τους αντάρτες και γινόταν ειρήνη στην Ελλάδα, τότε θα κάνανε κι αυτοί σοσιαλισμό και θα κανονίζανε τον Λαναρά και τον Παπαστράτο. Τ’ όνομα του Κουλούρης από την Κέρκυρα κι όταν ήρθαν κατόπιν τα σκούρα δε φάνηκε και πολύ παλληκάρι. Γι’ αυτή την περιοδεία των Αμερικάνων και των Εγγλέζων, και για όλα τα ψέματα που ‘λεγαν όλοι τους, βεβαιώνουν οι στρατιώτες πού πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Γράφω εδώ το όνομα του Γιάννη Σύρου μονάχα, από το Βόλο, ολμιστή στο 2ο λόχο του 611. Μέσα στη διήγηση θ’ αναφέρω κι άλλα ονόματα και μαρτυρίες στρατιωτών, εκεί που χρειάζεται.

Εμείς δεν είπαμε ψέματα. Μήτε το Αρχηγείο στους διοικητές των τμημάτων μας,  μήτε οι αξιωματικοί στους μαχητές,  μήτε οι μαχητές μας στον εαυτό τους. Τις ίδιες μέρες που οι Άγγλοι κ’ οι Αμερικάνοι κάνανε την περιοδεία τους, στο Αρχηγείο Ηπείρου μαζεύτηκαν όλες οι Διοικήσεις των τμημάτων μας. Πρώτα-πρώτα θα΄πρεπε να΄μαστε σίγουροι πως θα΄ρχόνταν να μας χτυπήσουν. Η «εαρινή εκστρατεία» κανονικά θα΄πρεπε να΄ρχιζε από μας. Θα ΄μασταν λίγοι μπροστά σε μια ολόκληρη στρατιά. Και θα΄χαμε ν’ αντικρίσουμε με τα φτωχικά μας όπλα , μια πολεμική μηχανή του καιρού μας. Όλοι το νιώθανε κι από πρώτα, άλλος πλιότερο κι άλλος λιγότερο, πως κάτι καινούργιο θα γινότανε – θα ΄πρεπε να γινότανε — τούτη την άνοιξη. Εκεί που βρεθήκαν όλοι μαζί στο Αρχηγείο, το καθάρισαν μέσα στο νου τους μια και καλή. Σε κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα δεν είχαν υποφέρει τόσο πολύ, όσο στην Ήπειρο, κάπου δυό χρόνια με τη φτώχεια και με τη γύμνια, με το κυνηγητό και το σκόρπισμα, όσο να μπορέσουνε να στερεωθούν. Ηρωικές αποτυχίες κι άτιμες προδοσίες στα πρώτα ξεκινήματα, το 1946, εμποδίσανε τον αγώνα στην Ήπειρο να αναπτυχθεί και δημιούργησαν παραπανιστές δυσκολίες. Όλο το χειμώνα του 1946, κι ως την άνοιξη του  47, οι πρωτοπόροι ζήσανε σκορπισμένοι ομαδούλες ομαδούλες μα πολλές φορές κι ολότελα μοναχοί τους σαν τ’ άγρια θερία στα βουνά. Με την προδοσία του Αννίβα, ο Λεπενιώτης έμεινε, μιαν ολάκερη μέρα, κρυμμένος μέσα στο νερό του Καλαμά για να ξεφύγει. Ο Πετρίτης πολεμούσε κ’ έπρεπε κάθε τόσο να βγαίνει να στέκεται ορθός και να τον βλέπουν οι δικοί του, γιατί από πέρα τούς φώναζαν πως είχε παραδοθεί. Ο Νεμέρτσικας παράδερνε μήνες με λιγοστούς. Και χρειάστηκε το αίμα του Παλιούρα και των παλικαριών του για ν’ ανοίξουνε στα Τζουμέρκα οι δρόμοι που τρεις φορές από τότες πέρασε ο Δημοκρατικός Στρατός.

Αργότερα άλλαξαν τα πράγματα – δηλαδή τ’ άλλαξαν αυτοί. Το πέρασμά τους το Νοέμβρη του 1947, στη περιοχή Πωγωνιού – Καλαμά – Φιλιατών, ολοκλήρωσε τις πρώτες σίγουρες νίκες τους του Ζαγορίου και της Κόνιτσας. Η κατοχή της Μουργκάνας τούς εξασφάλιζε δω κάτι περισσότερο από μια καινούργια στέρεα βάση: ένα έξοχο ορμητήριο. Χρειάστηκε φυσικά να πολεμήσουν για να το πιάσουν. Χρειάστηκε –  να περάσουν ανάμεσα από την πυκνότατη, τότε, διάταξη των εχθρικών δυνάμεων. Να διαβούν τα θεόρατα βουνά από τον Πίνδο στο Φιλιάτι, μέσα σε μια μόνο νύχτα κι από τη Βωβούσα να ξημερωθούν στη Χρυσόραχη, τρέχοντας και κουβαλώντας μαζί τους τριακόσια φορτωμένα ζώα, τους αρρώστους, τους άοπλους. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα είδανε πάνω από το Μιτσικέλι τα Γιάννινα με τα φώτα τους που θαμπόφεγγαν στην ομίχλη. Μέσα στην αρχαία νεοελληνική πολιτεία με τα πανύψηλα κάστρα και τη μεγάλη δημοτική αναγεννητική παράδοση, ξεπεσμένη τώρα και ρημαγμένη από τη φτώχεια και την εγκατάλειψη, οι «κιοτήδες των κάμπων» είχανε μάθει για τη φάλαγγα που κατέβαινε κ’ έτρεμαν. Δεν ήταν ωστόσο ακόμα ο καιρός τους. Περάσανε δίπλα, πέσαν στον κάμπο, κι από τα χαράματα χρειάστηκε να χτυπηθούνε με το στρατό για ν’ ανοίγουν το πέρασμά τους. Τινάξανε γιοφύρια κ’ εγκαταστάσεις, σάρωσαν τη χωροφυλακή. Σκορπίσανε ολόκληρο το 625 τάγμα ώσπου να φτάσουν. Και χρειάστηκε, φυσικά, και κατόπι να πολεμήσουν συνέχεια για να κρατήσουνε τη βάση και τ’ ορμητήριο της Μουργκάνας. Τώρα με την επίθεση που περίμεναν, όλα μπαίνανε στη ζυγαριά της μεγάλης κρίσης: ο εχθρός θα τούς χτυπούσε με όλα τα μέσα του. Κι αυτοί δεν έπρεπε μονάχα να κρατήσουν. Μα και να στερεώσουν την εγκατάστασή τους σ’ αυτό το βουνό, που μοιάζει σάμπως ν’ ανοίγει τα μπράτσα του πάνω απ’ όλη την Ήπειρο, προς όλους τους δρόμους της, προς την εξόρμηση και τη νίκη. Αυτά είπανε τότες – που μαζευτήκανε στο Αρχηγείο. Από κει και πέρα, ο κάθε μαχητής είταν κιόλας έτοιμος να βάλει στη συνείδηση του τα πράματα ορθά και κομμένα. Η μικρή στρατιά πριν αντικρύσει τον εχθρό είχε να δαμάσει τον άγριο βράχο της Μουργκάνας. Τρεις μήνες τα χέρια τους μάτωσαν, τα χνάρια των ποδαριών τους τυπώθηκαν απάνω στην πέτρα της. Μέσα στις μέρες που λείπονταν, όλα όσα είχανε κάνει θα ΄πρεπε τώρα να τα κοιτάξουνε πάλι, να τα τελειώσουν. Ολόπλευρη και γρήγορη προετοιμασία λέγεται αυτό στη γλώσσα που μεταχειριζόμαστε συχνά στον αγώνα. Εδώ για τη Μουργκάνα θα πει καλώδια για τα τηλέφωνα, περασμένα πάνω από βαθιές χαράδρες και δρόμοι βατοί που ανοιχτήκανε σ’ απάτητα στεφάνια του Βουνού. Θα πει χαρακώματα σκαμμένα μέσα στο βράχο, πολυβολεία με ξύλα κουβαλημένα από πολλές ώρες μακριά, χωρίς τη βοήθεια της μηχανής, χωρίς καν εργαλεία – όλα με τα χέρια, όλα με το μυαλό. Τόσο πολύ πού λέω πώς αν κάποτε θα ‘τανε να μετρήσουμε στην Ελλάδα τι κάναμε αυτά τα οχτώ χρόνια πού πολεμούμε ετούτη η Μουργκάνα θα ‘πρεπε ν’ απομείνει έτσι όπως είναι τη τώρα, απείραχτη, σαν ένα μέτρο της ανθρώπινης δύναμης. Ένα μνημείο της θέλησης και της πίστης.

Μεγάλα είταν και του εχθρού τα συμφέροντα σ’ αυτή τη μάχη. Όπου κι αν κάνει να κινηθεί στην Ήπειρο και ίσαμε το Γράμμο, ενάντια στις άλλες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στράτου, έχει τη Μουργκάνα στα πλευρά του. Γι’ αυτό κουβάλησε εννιά τάγματα ταχτικό στρατό, δυό τάγματα από κομάντος, ένα ανεξάρτητο τάγμα από μισθοφόρους εγκληματίες, μια δύναμη από εφτά χιλιάδες πεζικό, μαζί με οχτώ κανόνια μικρά και μεγάλα, κι άρχισε από δω την «εαρινή εκστρατεία» του 1948. Και γι’ αυτό, σα δεν πέτυχε την πρώτη φορά, ξαναδοκίμασε πάλι σε λίγο με μεγαλύτερες ακόμα δυνάμεις. Και τόσο πολύ το πίστευε σίγουρο, που κουβάλησε τότες και τη διαβόητη Βαλκανική Επιτροπή για να μας ιδεί πώς θα σκορπίζαμε και θα μπαίναμε κυνηγημένοι στην Αλβανία. Ο αντισυνταγματάρχης Ντήνς και ο λοχαγός Γκωτιέ είτανε μαζί. Δέκα φορές ολιγότεροι και με μέσα τιποτένια μπροστά στα δικά τους, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στράτου τα ‘βγαλαν πέρα και την πρώτη και τη δεύτερη φορά. Και η «αμυντική» μάχη που έπρεπε να δώσουν για να κρατήσουν τις θέσεις τους γλήγορα γίνηκε, και την πρώτη φορά και τη δεύτερη, μάχη φθοράς και καταστροφής του εχθρού – μέσα σε λίγες μέρες, δική μας επιθετική μάχη. Πως τα κατάφεραν; Ο παραλογισμός του άκρου ηρωισμού είναι η απάντηση για το Μεσολόγγι του 1826, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, για το Δεκέμβριο στην Αθήνα. Μα για τις επιχειρήσεις της Μουργκάνας, μια τέτοια εξήγηση, με μόνο στοιχείο τον ηρωισμό των μαχητών του Δημοκρατικού Στράτου, θα ‘τανε λειψή. Θα πρέπει εδώ να μπει μαζί και η σταθερή και μελετημένη διεύθυνση όλης της επιχείρησης από το Αρχηγείο Ηπείρου. Θα πρέπει φυσικά να μπει μαζί και το κατώτατο ηθικό του στρατού που χρησιμοποιήθηκε για την επίθεση. «Έχομεν επιδοθεί σ’ έναν αγώνα εξοντωτικόν, που δεν υπάρχει τίποτε που να μας ενθουσιάζει και να μας χαροποιεί», γράφει ο στρατιώτης Ρήγας Λαζανάς, Αθηναίος από τον 3ο λόχο του 611, στο ημερολόγιο του. «Τρεις μήνες αστείρευτων θλίψεων και ταλαιπωριών», γράφει ο στρατιώτης Μιχαήλ Παπακώστας από το 627 της 74ης Ταξιαρχίας. Μα πάνω απ’ όλα πρέπει να μπει το μυστικό της ταχτικής του Δημοκρατικού Στράτου – της ταχτικής της ενεργητικής άμυνας. Αυτό δεν είναι λόγος αδειανός σαν τους όρους των στρατηγών της Αθήνας. Ενεργητική άμυνα θα πει πέντε ντουφέκια που χτυπούν έναν ολάκερο εχθρικό καταυλισμό, μια προφυλακή που γίνεται γραμμή κύριας άμυνας. Θα πει ποδάρια που περπατούνε – ξυπόλυτα κάποτε – μέσα σε λάσπες και χιόνια για να φτάσουν πίσω από τις εχθρικές θέσεις. Θα πει νάρκες που τινάζουνε τ’ αυτοκίνητα μακριά από το μέτωπο. Όλμοι που κουβαλιούνται δέκα και δώδεκα ώρες στην πλάτη. Θα πει ένας σύνδεσμος δεκαοχτώ χρονών που τρέχει ανάμεσα από τις σφαίρες, ένας γέρος μεταγωγικός πού κουβαλάει στην πλάτη του ένα κορίτσι με σπασμένο ποδάρι και αυτό τραγουδάει: Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα.

Θα προσπαθήσω να ιστορήσω τα πράματα όπως γίνανε με τη σειρά τους.

(συνεχίζεται)

Δημήτρη Χατζή Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940 -1950), Κείμενα, Αθήνα 1979

Την Κυριακή 26 Ιουνίου ανηφορίζουμε στα δύσβατα μονοπάτια της Μουργκάνας στη Θεσπρωτία ακολουθώντας  τα βήματα των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ. Εκδήλωση μνήμης και τιμής για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που διοργανώνει το ΚΚΕ.

 

 

 

Πηγή:atexnos.gr