Του Μιχάλη Καλούπη
Αυτό το κείμενο έχει αρχίσει να γράφεται εδώ και πολύ καιρό και είναι από αυτά που δε μπορούν να τελειώσουν εύκολα. Αφενός επειδή προσπαθώ να συγκροτήσω όλα αυτά που περιφέρονται μέσα στο μυαλό μου ώστε να αποδώσω σωστά το νόημά τους χωρίς να παρεξηγηθώ, κι αφετέρου επειδή μιλώντας -από θαυμασμό πάντα- για έναν άλλον άνθρωπο αυθαίρετα και χωρίς την επίσημη άδειά του, προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν πιο ευαίσθητος και δίκαιος μαζί του, περιγράφοντάς τον από τη δική μου οπτική.
Ο Δημήτρης Μυστακίδης είναι ένας βιρτουόζος της λαϊκής κιθάρας, κι αν ίσως ο όρος βιρτουόζος πέφτει βαρύς, ας χρησιμοποιήσω τον όρο λάτρης, γιατί από εκεί ξεκινάνε όλα -πώς θα υπηρετήσεις την τέχνη σου αν δεν είσαι παθιασμένος γι’αυτήν άλλωστε. Αγαπάει τη μουσική, τη λαϊκή κιθάρα, την μελέτη και την ιστορία της, κι αυτό φαίνεται σε κάθε του έκφραση για αυτήν. Μιλάει με σεβασμό,τρυφερότητα και την υπηρετεί γεμάτος μεράκι. Η τελευταία του ενέργεια είναι η προσπάθεια καθιέρωσης και αναγνώρισης των λαϊκών οργάνων, πιο ειδικά η αναγνώριση της λαϊκής κιθάρας αρχικά, σαν άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Unesco, εγχείρημα κολοσσιαίο αν σκεφτεί κανείς πως το ίδιο μας το κράτος ακόμα δεν έχει αναγνωρίσει επισήμως την πολιτισμική αξία της λαϊκής μουσικής και των οργάνων της, κάτι που θα έμοιαζε αυτονόητο για μία χώρα με μία τόσο ιδιαίτερη μουσική ιστορία,η οποία όμως απαξιώνεται από το πολιτικό σκηνικό και την ανάδειξή της επωμίζονται οι πραγματικοί πιστοί εραστές της. Πέρα από αυτό το καλλιτεχνικό προφίλ του όμως, από τη δική μου ματιά θεωρώ πως είναι κι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και θα επικεντρωθώ εκεί, αφού αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος του κειμένου.
Η συμβίωση του καλλιτέχνη και του ανθρώπου στο ίδιο σώμα.
Όσο καλός κι αν είναι κάποιος σε αυτό που κάνει, η υγιής αναγνώριση θα προκύψει από την ανθρώπινη πλευρά του, από την σεμνότητα και την δοτικότητα που χαρακτηρίζει τον κάθε καλλιτέχνη, από την αλληλεπίδραση και την όρεξη, κι ο Δημήτρης στα δικά μου μάτια τα εκπέμπει όλα αυτά.
Ξοδεύει από όσο γνωρίζω πολύ από τον χρόνο του σε σεμινάρια, σε στούντιο με κάθε λογής καλλιτέχνη, σε συναυλίες κυρίως με τους λεγόμενους «κουλτουριάρηδες» μουσικούς, όπως τους έχει χαρακτηρίσει η μάζα, μη μπορώντας να τους παρακολουθήσει. Παράλληλα, τον έχω μαρτυρήσει να συμμετέχει σε δεκάδες συναυλίες αλληλεγγύης, να στέλνει μηνύματα ενότητας, έχω δει τους μαθητές του να μιλάνε γι’αυτόν και να στάζουν μέλι.
Σήμερα στο facebook λοιπόν, έπεσα πάνω σε μία φωτογραφία του από ένα σπίτι, πλάι πλάι με τη Ματούλα Ζαμάνη -μία ακόμα λεγόμενη «κουλτουριάρα»-, να παίζουν και να τραγουδούν σε έναν ξενώνα γεμάτο προσφυγόπουλα.
Αναρωτιέμαι λοιπόν εδώ και αρκετή ώρα, γιατί να μην ευσταθεί ο όρος της κουλτούρας στη μουσική και να κατακεραυνώνεται όποιος τον ασπάζεται. Αναρωτιέμαι πού είναι όλος ο υπόλοιπος εμπορικός καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας και ποιες είναι οι ανησυχίες τους. Αναρωτιέμαι αν ζουν αυτοί οι υπόλοιποι «λαϊκοί» μουσικοί σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου τα καθημερινά προβλήματα και ανησυχίες του «λαού» είναι κάτι που δεν τους αφορά, αφού εκείνοι είναι κάτι άλλο, αναρωτιέμαι αν η μουσική που παλαιότερα έδινε φυσική υπόσταση στην ανθρώπινη αγωνία, τον πόνο, την χαρά, τον έρωτα, η μουσική που αισθητοποιούσε αυτά τα ακατανόητα συναισθήματα λειτουργώντας σαν πύλη που συνδέει τον εσωτερικό κόσμο με τον εξωτερικό έχει πεθάνει και έχουν απομείνει μόνο νότες αναίσθητες, ποτά, τσιγάρα και μεθύσια.
Πώς να μην διαχωρίζονται αυτές οι μουσικές σαν εκφράσεις τέχνης, όταν βλέπεις τους όρους να μπερδεύονται, όταν οι Μυστακίδηδες του κόσμου, οι οποίοι εκπροσωπούν κατά κύριο λόγο αυτό που -όντας διαφορετικό από το πλέον συνηθισμένο- βαφτίστηκε λανθασμένα ως η απόμακρη «έντεχνη κουλτούρα» ενώ στην πραγματικότητα είναι διατήρηση της παράδοσης που όλοι καμαρώνουν μα λίγοι σέβονται, όταν εκείνοι οι μουσικοί λοιπόν συμμετέχουν με μικρά λιθαράκια για ένα δικαιότερο και πιο τρυφερό κόσμο προσφέροντας ακόμα και μικρά πραγματάκια, έστω στιγμές διασκέδασης στους κατατρεγμένους, υψώνοντας ανάστημα, παίρνοντας θέση, ενώ πολλοί βαφτισμένοι πλέον «λαϊκοί» τραγουδιάρηδες που καπιλεύονται τον όρο, έχουν αποκτήσει δημόσιο βήμα και επιρροή στη μάζα, καθισμένοι στους χλιδάτους καναπέδες τους, και κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα προκαλείται μαζικός εμετός ρατσισμού, μισαλλοδοξίας, αμάθειας, υπεροψίας και ανεπαρκούς αντίληψης του κόσμου που κατοικούν, άνθρωποι αποκομμένοι από την καθημερινότητα, βολεμένοι σε μία δική τους φούσκα που προσπαθούν να απομυζήσουν όσα περισσότερα μπορούν μέχρι εκείνη να σκάσει και να τους επιστρέψει στην «απλή καθημερινή ζωή τους», αφού άξαφνα έχουν χρήσει τους εαυτούς τους για κάποιο απροσδιόριστο λόγο σαν κάτι διαφορετικό από το σύνολο, από τον «απλό άνθρωπο».
Πότε η μουσική έγινε μονάχα τρόπος ψυχαγωγίας και απομακρύνθηκε από τις ρίζες της, από την Τέχνη;
Πολλοί διαφωνούν για το τι ακριβώς είναι τέχνη και έτσι ο ακριβής ορισμός της είναι δύσκολος. Πόσο μάλλον για μία έκφραση της τέχνης όπως είναι η μουσική, η οποία είναι τόσο διαδεδομένη και κρίνεται σε τόσο υποκειμενική βάση. Ας μιλήσουμε όμως για την κουλτούρα της μουσικής. Για να εξηγηθούμε, η «κουλτούρα» είναι δάνεια λέξη και προέρχεται από το γερμανικό kultur που εκφράζει την καλλιέργεια του πνεύματος, την παιδεία και δεν αναφέρομαι στο εκάστοτε είδος της μουσικής. Ποιο ανώτερο δείγμα παιδείας από ένα κάλεσμα για αλληλεγγύη, από μία κιθάρα περιτριγυρισμένη πιτσιρίκια, από δυο στίχους που μιλάνε για ένα καλύτερο και δικαιότερο αύριο, ή ακόμα περισσότερο που αναβιώνουν άλλες εποχές. Πόσο πιο ανθρώπινη είναι αυτή η πλευρά της μουσικής, πόσο πιο χρήσιμη, σε αντιδιαστολή με όλους εκείνους που μέσω της μουσικής δεν πήραν ποτέ θέση για μία ανθρώπινη αγωνία. Δεν μπαίνω στις φιλοσοφίες «πολέμου» του ενός είδους με το άλλο, έννοιες «ποιότητας» της ίδιας της μουσικής, γνωρίζοντας μάλιστα πως ο εν λόγω καλλιτέχνης έχει συνεργαστεί με μουσικούς από όλα τα στρατόπεδα, όμως νιώθω πως θα έπρεπε όταν βρίσκεται πάνω στη σκηνή κάθε καλλιτέχνης , η αύρα του χαρακτήρα του θα έπρεπε να μην είναι κάτι το ανούσιο και το προαιρετικό, αλλά μέρος της παράστασης. Ο χαρακτήρας και το ήθος του καλλιτέχνη έχει τον τρόπο να χρωματίζει το έργο του. Πότε πάψαμε να κοιτάμε πίσω από τον «οργανοπαίχτη» ή τον «τραγουδιστή» για να διακρίνουμε τις αξίες του ανθρώπου, πότε ο βίος του καλλιτέχνη διαχωρίστηκε από το έργο του;
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των εκπροσώπων αυτής της «εναλλακτικής» μουσικής σκηνής, όπως λανθασμένα βαφτίστηκε και πάλι, νομίζω πως είναι η σεμνότητα και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά με την υπόλοιπη καλλιτεχνική κομπανία. Είναι φυσικά τραγικό και ακατανόητο το να θεωρείται πλέον μία ρεμπέτικη βραδιά ή ένα παραδοσιακό γλέντι «εναλλακτική» μουσική διασκέδαση, μιας και θα πίστευε κανείς πως η μουσική παράδοση θα ήταν ένα κοινό σημείο αναφοράς για όλους, αλλά αυτό δε συμβαίνει. Αυτό είναι και το σημείο που η μουσική μέσω τέτοιων καλλιτεχνών επανέρχεται στη λαϊκή της βάση, στη βάση του ότι μπορώ να καθίσω να πιω ένα τσίπουρο με τον καλλιτέχνη και να μιλήσουμε για αυτό σαν φιλαράκια, να μου μεταδώσει το πάθος του, να είμαστε και οι δύο σε διαφορετικό βαθμό κάτω από την ομπρέλα της μουσικής και να αναγνωρίζουμε πως αυτή είναι πάνω από εμάς και μας φέρνει πιο κοντά. Αυτό το μικρό σκηνικό είναι και το αγκάθι της εμπορικής μουσικής. Επειδή σου δίδεται η εντύπωση πως δε μπορείς να επιτύχεις αυτή την ένωση με τον κυρίως κορμό αυτών που έχουν αρπάξει τον όρο «μουσική» στη σύγχρονη Ελλάδα και τον χρησιμοποιούν όπως θέλουν, που έχουν βρεθεί στην στρατόσφαιρα και η προσφορά τους μετράται σε selfies, προτεινόμενες δίαιτες και ρούχα που προμοτάρουν. Αυτή η ευτέλεια του όρου «μουσική» με εξοργίζει. Πώς δεν αντιλαμβάνεσαι πια την λαχτάρα για συνένωση και επικοινωνία απέναντι στην απόμακρη στάση του star system των πρωινάδικων, όλων αυτών που κλείνουν τα μάτια στις καθημερινές τοπικές και παγκόσμιες αγωνίες για να μας μιλήσουν περί ανέμων και υδάτων κι αν τους αρέσει να τρώνε φρυγανιές το πρωί ή γιαούρτι.
Πώς ταυτίζεται κανείς περισσότερο με αυτούς που ζουν τόσο διαφορετικά από τον ίδιο από ότι με εκείνους που κάθονται στο διπλανό τραπέζι μαζί του, όπως κάθισα κι εγώ με τον Δημήτρη και τον Φώτη και τον Μανώλη στην Ικαρία, σε ένα όμορφο γλέντι, αναρωτιέμαι.
Πώς να μην εκτιμήσει και να διαχωρίσει κανείς τους καλλιτέχνες εκείνους που σε τέτοιες εποχές δε μένουν αμέτοχοι αλλά παίρνουν θέση και στηρίζουν τον απλό άνθρωπο, που δεν διαχωρίζονται από αυτόν αλλά αποπνέουν μία συλλογικότητα, όπως έκανε η τέχνη σε όλη τη πορεία μας έως εδώ.
Μακρυά από τη μουσική, σε κάθε έκφραση τέχνης, καιρός να διαχωρίσουμε την ποιότητα της κάθε δήλωσης και κάθε πράξης του δημιουργού.