Σύμφωνα με το λεξικό, ένστικτο είναι η έμφυτη τάση ή ορμή του ανθρώπου προς ορισμένες συμπεριφορές, η οποία εκδηλώνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες. Είναι ανεξάρτητη από τη μάθηση, παραμένει αναλλοίωτη και χαρακτηρίζει ένα ολόκληρο βιολογικό είδος.
Από την άλλη, αισθητήριο θεωρείται η αντιληπτική ικανότητα που βασίζεται κυρίως στο λογικό.
Κατά αυτόν τον τρόπο καθείς εξ ημών τοποθετείται ακόμα και σε αντιφατικούς μουσικούς δρόμους, ακολουθώντας την έμφυτη τάση του, το ένστικτο του δηλαδή, αλλά και χρησιμοποιώντας την αντιληπτική ικανότητα που έχει αναπτύξει, είτε μέσα από την διαδικασία της καλλιέργειας του πνεύματος του, είτε μέσα από την εκπαιδευτική παρέμβαση. Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που νιώθουμε μουσική έλξη προς τόσα και διαφορετικά πράγματα, που μας κάνουν να απορούμε και οι ίδιοι.
Οδηγούμαστε, λοιπόν, αυτομάτως σε διαφορετικές προσεγγίσεις της τέχνης των ήχων, της τέχνης των μουσών, της μουσικής. Άλλοι ακούν μουσική με στόχο τη διασκέδαση κι άλλοι ακούν μουσική με τον ίδιο τρόπο που διαβάζουν ένα καλό βιβλίο. Για άλλους η μουσική είναι ένα χαλί, που ταιριάζει με την εκάστοτε περίσταση, είναι κομμάτι ενός παζλ, ενός μοτίβου, μιας ρουτίνας. Για άλλους πάλι, είναι η προϋπόθεση για να λειτουργήσει η φαντασία τους, είναι η συντροφιά των στιγμών τους, είναι το πάθος τους. Άλλοι ζουν ενστικτωδώς, μην κουράζοντας το πνεύμα τους κι άλλοι ταλαιπωρούν την ύπαρξή τους προσπαθώντας να βρουν νόημα σε κάθε τι.
Όλοι μας όμως, ως υποτιθέμενα μέλη σύγρονων κοινωνιών και έχοντας ήδη καλύψει, σε μεγάλο βαθμό, τις βασικές ανάγκες της πυραμίδας του Μάσλοου, προσπαθούμε να βρούμε τα ίδια ακριβώς αγαθά, μεταξύ άλλων και αναγνώριση και σεβασμό από τους γύρω μας, εν ολίγοις κοινωνική αποδοχή. Αναπόφευκτα γινόμαστε μέλη μικρών ή και μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων, ανταλλάσσοντας απόψεις, προσφέροντας και λαμβάνοντας την αναγνώριση που αποζητάμε. Κάπου εδώ όμως αρχίζει και τελειώνει ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς που προσεγγίζουν με τον ένα και τον άλλον τρόπο την μουσική. Το ένστικτο, όντας ανεξάρτητο από την μάθηση και την καλλιέργεια του πνεύματος, όσο και να προσπαθήσεις να το «ανταλλάξεις» σε μια συναναστροφή, παραμένει το ίδιο. Δεν αναπτύσσεται, δεν εξελίσσεται. Παραμένει πρωτόγονο.
Ταυτόχρονα γεννάται και η ανάγκη του κόσμου να μην είναι κομμάτι μιας κοινής νόρμας, θέλουν όλοι να είναι διαφορετικοί. Ψάχνουν αποκούμπια σε δήθεν εναλλακτικούς δρόμους, δρόμους που τους πλασάρονται από μέσα απόλυτα συντεταγμένα με τους μεγαλύτερους ραδιοφωνικούς ομίλους και τις μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής. Ραδιοφωνικοί όμιλοι με 2-3 συχνότητες υπό τη σκέπη τους, η απόλυτη τμηματοποίηση της αγοράς, ένα προϊόν για κάθε ομάδα καταναλωτών. Κι όλοι τρέχουν εκεί που νιώθουν πιο άνετα. Όπως τρέχουν να επιλέξουν ποιο αποσμητικό θα επιλέξουν, ανάμεσα από τα 3 που τους προσφέρει στο ράφι του σούπερ μάρκετ, στοχεύοντας να καλύψει κάθε καταναλωτικό προφίλ. Και αυτό που περιγράφουν οι Radiohead στο αριστουργηματικό “Fitter Happier” βρίσκει απόλυτη εφαρμογή και στην μουσική.
Κι αφού κλείσει η αγορά, αν δεν είναι ανοιχτή και τις Κυριακές, ήρθε η ώρα για διασκέδαση. Ήρθε η ώρα και η μέρα να βγούμε, είναι Σάββατο. Σε αυτή την πόλη που όπως είπε η Άννα στον Παύλο «(η Αθήνα) είναι τρελή, τη νύχτα είναι ολοφώτιστη τη μέρα σκοτεινή», οι τρόποι να ψυχαγωγηθείς και να διασκεδάσεις είναι αναρίθμητοι. Ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια που ζούμε, όπως πάντα συμβαίνει μέσα στην ιστορία, οι τέχνες ευδοκιμούν, όχι εμπορικά αλλά σίγουρα δημιουργικά. Αυτό που ευδοκιμεί όμως είναι και το «ψέμα» όπως λέει και ένας καλός φίλος. Μας πουλάνε ψέμα κι εμείς μέσα στην βιασύνη και την ανάγκη μας το αγοράζουμε όσο όσο. Κι έτσι καίγονται σκηνές, ανάμεσα στην τέχνη και την διασκέδαση.
Η ανασφάλεια του κοινού και των καλλιτεχνών οδήγησε στην ανέμπνευστη έξαρση των διασκευών παλιού ελληνικού τραγουδιού και στα 10δες συγκροτήματα που παίζουν άκομψες και άγαρμπες διασκευές κάθε λογής επιτυχιών, ξένων και ελληνικών. Αυτή η μουσική «προσφορά» ήρθε να καλύψει μια τεχνητή «ζήτηση» που θυμίζει την άξαφνη και επικίνδυνη του Σταύρου Θεοδωράκη στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Όλο το ελληνικό βλαχομπαρόκ κοινό που βγάζει σπυριά με το παραδοσιακό τραγούδι, ακούγοντας το παιγμένο με δυτικό τρόπο το αγκαλιάζει. Ευρωπολαγνεία. Και το αγκαλιάζει τόσο ασφυκτικά που και οι καλλιτέχνες τυφλωμένοι από ματαιοδοξία παραμερίζουν την δημιουργικότητα τους και αφήνονται στις «δανεικές» τους δάφνες. Δάφνες που αύριο θα τους τις πάρουν πίσω, σαν τα μετάλια της Μάριον Τζόουνς, χαρίζοντας τες στον επόμενο καιροσκόπο.
Το μόνο που μας μένει να πράξουμε είναι να μην γυρίσουμε την πλάτη στο ελληνικό τραγούδι επειδή τώρα είναι μόδα και τάση. Οφείλουμε όσοι αντιμετωπίζουμε την μουσική σαν τέχνη να μην επιδείξουμε αντανακλαστικά σνομπισμού, όπως έχει συμβεί με τις προηγούμενες γενιές και να βοηθήσουμε με κάθε μέσο τους νέους καλλιτέχνες να βρουν χώρο και χρόνο. Καλλιτέχνες όπως Τα Φρούτα του Δάσους, Η Δραμαμίνη, Ο Κος Κ. και πολλοί ακόμα, μακριά από οχήματα μεγάλων εταιριών δίνουν την δική τους μάχη. Και πιστέψτε με, εκεί έξω αυτό τον καιρό συμβαίνουν πολλά και όμορφα πράγματα…