By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Το φθινόπωρο σημαδεύει καλά μού μετράει τους χτύπους κι όλο παράταιρους τους βρίσκει μια ο κόσμος μια έσύ κι ένας αόριστος θάνατος μα πολύ συγκεκριμένος που χορεύουν στη γλώσσα μου. Ο παππούς που μου χάρισε δυο χτικιά : ένα, το αλφάβητο δύο, το στήσιμο της πλάτης Έκτοτε παρακαλάώ να μην υπάρχει άλλος κόσμος δε τη γλύτώνω τη καζούρα. Με πλάτη στραβή και στραβό αλφάβητο πώς να τον αντικρύσω. Ο κόσμος δεν αλλάζει με ποιήματα αλλά πρέπει να σου περιγράψω τη φρίκη για το πώς είναι όταν αυτός δεν αλλάζει. Φαντάσου την πιο άρρωστη φαντασίωση ενός καυλωμένου καλόγερου που σε περίοδο νηστείας θυμάται “έναν Γιωργάκη” πώς τον τάιζε με το “νάμα” του κι οι άγιοι επικροτούσαν ασάλευτοι όπως πάντα. Φαντάσου πως είναι να ξεμένεις απο κλίκ και να μη βρίσκεις στόχο κι η ειρωνεία είναι να νομίζεις πως βρήκες γιατί έχεις δει, τάχα, πιο μπροστά κι εκεί ακριβώς βρίσκεται την ώρα που σε χειροκροτείς που είδες πιο μπροστά η στιγμή που έχεις φτάσει πρώτη με κοιτάς τρομαγμένα και μου κάνεις μια κίνηση “Μη μιλήσεις, μη θα μας σκοτώσουν δεύτερη φορά”. Φαντάσου το αστείο πως είναι όταν βγάζεις τον σκύλο σου “Τζάνκι” αλλά εσύ είσαι στη θέση του γιατί σκύλος δεν υπάρχει και δεν γελάει κανείς μ’ αυτό φαντάσου να μας έβαζαν μια ταμπέλα “Προσοχή δαγκώνει” αλλά να δαγκώνουμε μόνο τις σάρκες μας και πρέπει ν’ ασκητέψεις με πολλή ασφυξία για να μάθεις πού να βάζεις κόμμα, αλλά δεν μας φτάνουν οι μάσκες γιατί το κόλπο είναι αλλού. Τόσο κλισέ. Φαντάσου πως στο σαλόνι σου ξεκοιλιάζω μανάδες και σου φέρνω τ’ αγέννητα όπως η γάτα σου φέρνει δωράκια -ξέρεις- ένα μικρό ποντίκι μια μύγα μισοτελειωμένη και με χαϊδεύεις πως το κάνω από αγάπη αλλά εγώ σου δείχνω πως θέλω να σε σκοτώσω, τόσο απλά. Ήθελα να σου μιλήσω κι εγώ για ένα θείο στοιχήματα και πώς την έβγαλα μέχρι τώρα αλλά πριν φύγεις μου βάζεις ένα σημείωμα στο χέρι που έγραφε επι λέξει : “Επαναλάβατε στον επόμενο: Μη μιλήσεις, μη μας σκοτώσουν δεύτερη φορά”. Κάπως αργά δεν νομίζεις ; Δεν άκουσες το “Μπάνγκ” ;
Nikos Lefou Pierrot Ziakas