Ιδρύεται στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), η δεύτερη μεγαλύτερη Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Ο ΕΔΕΣ ιδρύθηκε από τον απόστρατο συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα, τον αξιωματικό Λεωνίδα Σπάη, το δικηγόρο Ηλία Σταματόπουλο, και τον Μιχάλη Μυριδάκη και εκινείτο στον βενιζελικό-αντιμοναρχικό πολιτικό χώρο, έχοντας ανακηρύξει ερήμην ως αρχηγό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα.
Από το ξεκίνημα της δράσης του ΕΔΕΣ και μέσω σύνδεσης με τον Προμηθέα Β´, ενός δικτύου κατασκοπείας που είχαν οργανώσει οι Βρετανοί και ενίσχυσης 24.000 λιρών ο Ναπολέων Ζέρβας μαζί με 4 συντρόφους του, βγαίνει στον ένοπλο αγώνα στα βουνά της Δυτικής Ελλάδας στις 23/7/1942 αφού πρώτα απειλήθηκε με κατάδοση στη Gestapo καθότι τον βάρυναν κατηγορίες υπεξαίρεσης χρημάτων.
Η δράση του ΕΔΕΣ συνδέεται με τον υπαρχηγό της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα Chris Woodhouse, από τον οποίο καθοδηγείται η επιχείρηση στον Γοργοπόταμο στα τέλη του 1942 με συμμετοχή και του ΕΛΑΣ. Προτάσεις του ΕΑΜ για ενσωμάτωση του ΕΔΕΣ στο ΕΑΜ ναυαγούν, με τον Ζέρβα να ζητάει από τον αρχηγό της Βρετανικής Αποστολής την βίαιη διάλυση του ΕΛΑΣ κάτι που δεν έγινε δεκτό.
Από το 1943 ξεκινάνε οι ένοπλες διαμάχες ανάμεσα σε ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ, που υπέγραψαν και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, με την μάχη της Νεράιδας (30 & 31 Οκτωβρίου) να αποτελεί ίσως την πλέον θλιβερή στιγμή της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης.
Τον Νοέμβριο του 1943 ο Ζέρβας συμφωνεί μυστική ανακωχή με τα Γερμανικά στρατεύματα και ο ΕΔΕΣ χρησιμοποιείται από τις κατοχικές δυνάμεις για να διαφυλάξουν τις οδούς ανεφοδιασμού στη δυτική Ελλάδα ενάντια στις επιθέσεις του ΕΛΑΣ του Άρη Βελουχιώτη. Από αυτό το σημείο κι έπειτα ο πραγματικός σκοπός του ΕΔΕΣ είναι η διάλυση του ΕΛΑΣ, με πολλαπλά τεχνάσματα και διάδοση ψευδών γεγονότων.
Αυτή η περίοδος ενόπλων, αντι-ανταρτικών συγκρούσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, αποτέλεσε και την αρχή του Ελληνικού εμφυλίου (1946-1949), της πρώτης πράξης του ψυχρού πόλεμου στη μεταπολεμική ιστορία.
Το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη “Κάνε λιγάκι υπομονή” (1948), σε ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου, ήταν μια προσπάθεια του συνθέτη να αγγίξει κοινωνικοπολιτικά θέματα στη δύσκολη εμφυλιακή περίοδο ξεγελώντας τη λογοκρισία. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία χωρίζονταν στα δύο από τον σπαραγμό του εμφυλίου πολέμου, η μουσική αποτέλεσε για τον λαό μια συνεχή πηγή δύναμης για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και αυτά που ακολούθησαν.
Το 1950 το κομμάτι “Κάνε λιγάκι υπομονή” μπήκε στη λίστα των απαγορευμένων τραγουδιών, από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, με τον τίτλο “Ο Υπομονετικός“.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης στην αυτοβιογραφία του λέει:
“Τότε, με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. Εννοώ εκείνα που είχαν κατά τη γνώμη τους ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν μπορώ να ξέρω με τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε και μια λέξη γύρω από την πολιτική ή τα γεγονότα της εποχής, έπρεπε στα σίγουρα να το απορρίψουν. Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά: «Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή, καινούργια αγάπη να σου ζητήσει, κάνε λιγάκι υπομονή…»”