Κείμενο: Μουντούρης Παναγιώτης
ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ
Δεύτερη φωνή Ούρσουλα Φωσκόλου
Δύο
εκδ. Κίχλη
«Εκείνο για το οποίο δεν μπορούμε να μιλήσουμε είναι επίσης εκείνο που δεν μπορούμε να κατευνάσουμε· και αν δεν το κατευνάσουμε, οι πληγές εξακολουθούν να πυορροούν από γενιά σε γενιά». Έτσι περιέγραφε ο Bruno Bettelheim, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ψυχαναλυτές, ένα επί μακρόν ανείπωτο, ακατανόμαστο και αδιανόητο μυστικό που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη ψυχική επεξεργασία. Με έναν παρόμοιο ψυχαναλυτικό, ταυτόχρονα μυθοπλαστικό λυρισμό, η Έλενα Μαρούτσου καλεί τον αναγνώστη να προσέλθει στο καινούριο της μυθιστόρημα «Δύο» εκδ Κίχλη στο οποίο ψαύει την ατομική ταυτότητα δια μέσω των γενεών, όπως ακριβώς κάνει ένας καθαυτό ιστοριογράφος που θέλει να δει το παρελθόν υπό το φως του παρόντος.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας της η Μυρτώ ανακαλύπτει μια σειρά από επιστολές, κάτι σαν ερωτικά γράμματα, με άγνωστο παραλήπτη όσο όμως και αποστολέα. Το περιεχόμενο των επιστολών κλονίζει συθέμελα την ηρωίδα η οποία ξεκινά ένα ταξίδι με αφετηρία τα ψυχικά της έγκατα και εκτείνεται μέχρι την Σέριφο των πρώτων εργατικών κινητοποιήσεων ανασκαλεύοντας το οικογενειακό της πορτρέτο και μέσω αυτού την ατομική της ταυτότητα, το μυστήριο της αιώνιας γυναικείας σεξουαλικότητας προσωποποιημένο στο δεσμό μητέρας-κόρης, αλλά και όσα εγγράφονται σε αυτή τη σύνδεση που δρα μέσω του συναισθηματικού και φαντασιακού ομφάλιου λώρου.
Η σκαλωσιά πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί το μυθιστορηματικό μωσαϊκό αλλά και η ψυχική ταυτότητα της ηρωίδας αποτελείται από δύο παραμύθια. Η Μυρτώ μέσα στη σκληρή και ανείπωτη διαδικασία του πένθους και το βουβό πόνο ανακαλεί από την ψυχική της φαρέτρα δύο παραμύθια που της διηγιόταν η μητέρα της όσο η ίδια ήταν παιδί. «Δυο παραμύθια ήξερε η μητέρα μου. Το ένα μιλούσε για την Αγγέλα, ένα κορίτσι από χωριό, που κάηκε πετώντας πάνω απ’τον ανθισμένο κάμπο και μου το διηγιόταν πάντα καθώς μου χτένιζε τα μαλλιά».
Η αφήγηση και ο λόγος των παραμυθιών εμπεριέχουν αποτυπώματα της βιωμένης τραυματικής εμπειρίας και ταυτόχρονα όλα όσα η μητέρα της Μυρτώς σκέφτηκε, φαντάστηκε, φαντασιώθηκε. Συγκροτούνται από λόγια αποσιωπημένα, συμβολικές εικόνες και συναισθήματα ανεπεξέργαστα, άφατα και βουβά. Η μητέρα δεν αφηγούνταν στην Μυρτώ παραμύθια, ούτε βέβαια τη δική της ιστορία με ευκρινή τρόπο αλλά δραματοποιούσε, στην κυριολεξία, ένα κρυφό τραύμα που προοριζόταν να παραμείνει κρυφό. Η αγιάτρευτη, νοσηρή και πυορροούσα πληγή της μητέρας νοτίζεται δια μέσω του μυστικού όχι μόνο στα παραμύθια που διηγούνταν στην κόρη της αλλά είχε μεταγγιστεί στο ίδιο της το βλέμμα. Η εσωτερική της θλίψη εκχυλίζεται στο σύνολο της αρχετυπικής σχέσης μητέρας-κόρης.
Καθώς το ένα γράμμα διαδέχεται το επόμενο «νιώθω σαν να παίρνω μέρος σε μια σκυταλοδρομία με αόρατη σκυτάλη» και η αφήγηση προχωρεί, η όλο και πιο βαθιά αναδίφηση της διαγενεακής και υπεργενεακής κληρονομιάς της Μυρτώς θυμίζει την πορεία των μεταλλωρύχων στις μαύρες στοές της Σερίφου ορύσσοντας τα έγκατα της γης. Όταν πια συμβαίνει η μοιραία συνάντηση της Μυρτώς με το πρόσωπο κλειδί του μυστικού το μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου μετατρέπεται σε έναν πεπτικό σωλήνα ο οποίος μετασχηματίζει σε αναπαραστάσεις τις νέες πληροφορίες που ο ψυχικός χώρος της Μυρτώς μπορεί πλέον να ενδοβάλει, να αποσυνθέσει, να παραλλάξει και να αφομοιώσει δίνοντας ένα νόημα στην ιστορία της.
Συνδυάζοντας ιστορία και μυθοπλασία, φωτογραφία και ζωγραφική η Έλενα Μαρούτσου έγραψε ένα μυθιστόρημα για όλες εκείνες τις εμπειρίες που είναι δύσκολο να συμβολιστούν και να τους δοθεί ένα νόημα είτε επειδή είναι υπερβολικά βάναυσες είτε επειδή κανείς δεν δέχεται να τις μοιραστούμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως η μητέρα της Μυρτώς, ο καθένας λυγίζει κάτω από το ασήκωτο βάρος τις σιωπής και το μυστικό θυμίζει κάτι σαν καταχωνιασμένες ψυχικές ντουλάπες.