Ο Νίκος Μπελαβίλας, Επίκουρος καθηγητής της Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και επικεφαλής της δημοτικής παράταξης “Πειραιάς για Όλους”, γράφει για τον διορισμένο από την χούντα των συνταγματαρχών δήμαρχο Πειραιά Αριστείδη Σκυλίτση, με αφορμή το ξέπλυμα που επιχειρείται το τελευταίο διάστημα.
Η ανάρτηση
Μία παλιά ιστορία ξαναζεσταμένη έχει βγει στον αέρα στην πόλη μας. Λέγεται «Ο Άρχοντας του Πειραιώς» και αναφέρεται στον διορισμένο από τη δικτατορία των συνταγματαρχών δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση. Αναπαράγεται με πολλές και δικαιολογημένες αντιδράσεις σε ιστορικές σελίδες των social media. Η ιστορία της ανάδειξης του Σκυλίτση έχει προϊστορία μισού αιώνα! Τα «σταγονίδια» -όπως ονομάστηκαν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τα υπολείμματα της Χούντας- μετά το ’74 επιχείρησαν να ξεπλύνουν τον Σκυλίτση εμφανίζοντας τον ως επιτυχημένο δήμαρχο που «καθάρισε» τον Πειραιά.
Σήμερα επανέρχεται το φάντασμά του χάρη σε αναρτήσεις ωραίων εικόνων της πόλης από τα χρόνια της δικτατορίας. Με ό,τι αυτό κρύβει ή υπονοεί.
Ο Σκυλίτσης, για όσους δεν τον γνωρίζουν ήταν διαφημιστής και σχεδίασε ο ίδιος το έμβλημα της Χούντας, τον αναγεννώμενο φοίνικα με τον φαντάρο να το φυλάει. Εκείνο το διαφημιστικό γραφιστικό πέρασε στην Ιστορία ως «Το Πουλί της Χούντας». Ο ίδιος αλλά και οι νοσταλγοί του στη συνέχεια επιχείρησαν από τότε, να πιστωθούν μία μεγάλη ενότητα έργων εκσυγχρονισμού.
Ο Πειραιάς ήδη από νωρίς, από τη δεκαετία του ’60 έτρεχε με τους ρυθμούς της τουριστικής ανάπτυξης και της αντιπαροχής. Τα έργα της Μαρίνας Ζέας, το Εμποροναυτιλιακό Κέντρο δηλαδή ο «Πύργος», ο Σταθμός Επιβατών του ΟΛΠ δηλαδή η «Παγόδα», το Νοσοκομείο Μεταξά, το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, το νέο Στάδιο Καραϊσκάκη και ο νέος σταθμός του ΗΣΑΠ στο Φάληρο, η επιχωμάτωση του Φαληρικού Όρμου, τα νέα λιμενικά έργα με τα στέγαστρα των επιβατών, ακόμη και το νέο δημαρχιακό μέγαρο, όπως και πολλά άλλα είχαν δρομολογηθεί από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις ή τις δημοκρατικές δημοτικές αρχές πολύ πριν τον Απρίλιο του 1967, πολλά δε βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη το βράδυ του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου.
Αν μετρήσουμε τι ακριβώς έκανε ο Σκυλίτσης γνωρίζουμε τα εξής:
Επιχειρώντας να εμφανίσει έργο γκρέμισε αμέσως το Ρολόι, τη Δημοτική Αγορά, ένα σύμπλεγμα ισάξιο σε αρχιτεκτονική ομορφιά με τη Βαρβακείο Αγορά της Αθήνας, τη Ράλλειο Σχολή στην κεντρική πλατεία, ένα επίσης εκπληκτικό νεοκλασικό.
Ξεκίνησε ταυτόχρονα τρία έργα -τον «Πύργο», το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο και το Πνευματικό Ίδρυμα Αλ. Ζαχαρίου στην Καστέλλα.
Φεύγοντας το 1974 άφησε ημιτελή και τα τρία αυτά έργα και τον Δήμο Πειραιά υπερχρεωμένο με τεράστια ποσά που χρειάστηκαν δεκαετίες για να ξεχρεωθούν.
Στην Πειραϊκή υπήρχε ο γκρεμός κάτω από το Νοσοκομείο Μεταξά με υπολείμματα του αρχαίου Κονώνειου Τείχους. Εκεί υπήρχαν σπηλιές μεταξύ των οποίων η ονομαστή «Σπηλιά του Δράκου». Αποφάσισε και σκέπασε με μπάζα οικοδομών όλο αυτό το τοπίο για να διώξει τους περιθωριακούς χρήστες ουσιών που σύχναζαν εκεί. Μία ασύλληπτη και άφρων απόφαση που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της Πειραϊκής. Επί χρόνια καταρρέει αυτή η χωματερή και ακόμη δεν έχουμε ξεμπλέξει.
Σε συμφωνία επίσης με τη δικτατορική κυβέρνηση έκλεισε την Τρούμπα στο όνομα της τάξης και της ηθικής. Οι εκδιδόμενες γυναίκες έφυγαν από τα παλιά τους στέκια και έστησαν νέες πιάτσες ανεξέλεγκτης υπαίθριας πορνείας στη λεωφόρο Συγγρού και στη Γλυφάδα καθώς η πηγή του κακού, τα πληρώματα του 3ου Αμερικανικού Στόλου, όχι μόνο δεν εξέλιπε αλλά ο στόλος έκανε μόνιμο αγκυροβόλιό του το Φάληρο.
Έκανε ακόμη άλλα τρία πράγματα:
Τα «νερά που χορεύουν», ένα κακότεχνο πανάκριβο τεράστιο πλωτό συντριβάνι καταμεσής του Πασαλιμανιού. Στα εγκαίνιά του φώτισε τον ουρανό του Πειραιά με πυροτεχνήματα, πήραν φωτιά τέντες και μπαλκόνια, λούστηκαν τον πανύψηλο πίδακα νερού όσοι παρακολουθούσαν τα εγκαίνια και το θέαμα εγκαταλείφθηκε για πάντα. Το συντριβάνι σκούριαζε στην ακτή της Καστέλλας για χρόνια.
Έντυσε τους οδοκαθαριστές της πόλης με λευκές στολές και τους έβαζε να παρελαύνουν, ο ίδιος δε όρθιος σε στρατιωτικό τζίπ προηγείτο της παρέλασης χαιρετώντας τα πλήθη.
Τέλος οργάνωσε έναν μεγάλο γάμο 50 απόρων κορασίδων τις οποίες πάντρεψε ο ίδιος στην πλατεία Κοραή.
Αυτά χοντρικά έκανε ο Σκυλίτσης.
Τι γινόταν στον Πειραιά εκείνη την εποχή
Στις 21 Απριλίου 1967, το ξημέρωμα, η πόλη μας είχε την τιμητική της. Από τους δέκα χιλιάδες συλληφθέντες, κάπου χίλιοι ήταν Πειραιώτες και Πειραιώτισσες. Ο ανθός της τοπικής διανόησης-δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί, δάσκαλοι, καλλιτέχνες αλλά και εργάτες, ναυτικοί. Συγκεντρώθηκαν σιδηροδέσμιοι με φορτηγά στο Μεταγωγών δίπλα στο σημερινό Ναυτικό Νοσοκομείο, στον Ιππόδρομο και έπειτα στη Γυάρο. Αν αρχίσω να γράφω διάσημα ονόματα που τίμησαν την πόλη και βρέθηκαν εκείνη τη μέρα κρατούμενοι, το κείμενο δεν θα έχει τελειωμό. Ολόκληρη περιοχή «πειραιώτικη» με αντίσκηνα εξορίστων είχε στηθεί στο ξερονήσι.
Έπειτα άρχισε η επίθεση στη νεολαία. Μαθητές της Ιωνιδείου, φοιτητές της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής -του σημερινού ΠΑΠΕΙ, νέοι δραστήριοι των συνοικιών σέρνονταν στη Γενική Ασφάλεια της πλατείας Κοραή ή στον Λόχο ΕΣΑ στα Καμίνια. Οι πιο άτυχοι βασανίζονταν και έφευγαν μετά για τις νεόκτιστες φυλακές Κορυδαλλού.
Όσο για την πραγματική πόλη, τα έργα άρχιζαν και τέλειωναν στην τουριστική βιτρίνα του Πασαλιμανιού (που ο Σκυλίτσης άλλαξε σε «Ζέα»), του Τουρκολίμανου (που το άλλαξε σε «Μικρολίμανο»), του κέντρου και της ακτής Μιαούλη.
Οι γειτονιές, τα Καμίνια, τα Μανιάτικα, και πολύ περισσότερο η Δραπετσώνα, η Κοκκινιά, το Κερατσίνι και το Πέραμα στέναζαν από την εργοστασιακή ρύπανση.
Η νοσταλγία για τον Σκυλίτση είναι νοσταλγία για μία πόλη που βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στην κρίση, που μάτωσε, φυλακίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, χρεωκόπησε. Με μία απάνθρωπη, ανίκανη και εμμονική διορισμένη δημοτική αρχή που γνώριζε ως μόνο εργαλείο της άσκησης εξουσίας τον άρτο και τα θεάματα και τη βία. Ο Σκυλίτσης τα πήγε καλά στα δύο τελευταία.
Υ.Γ. Υπάρχει ένα μοναδικό έργο που κατάφερε να ολοκληρώσει. Το «Σκυλίτσειο Θέατρο» στην κορυφή του λόφου της Καστέλλας. Το ονόμασε έτσι προς τιμήν του παππού του Ομηρίδη-Σκυλίτση. Η δημοκρατία το μετονόμασε σε «Βεάκειο» προς τιμήν του Πειραιώτη Αιμίλιου Βεάκη.