Μυτιλήνη.
Αν ξεκινήσεις από το λιμάνι κι ύστερα προχωρήσεις από τον δρόμο που περνά από το άγαλμα, θα περάσεις δίπλα από ένα δασάκι. Αυτό θα ‘ναι στο αριστερό σου χέρι και η θάλασσα στο δεξί. Ύστερα, αν συνεχίσεις να περπατάς, το τοπίο γύρω σου θα ανοίξει και σε ένα σημείο ο δρόμος θα στρίψει, ανηφορικός, απότομα.
Κάνε τη διαδρομή το βράδυ κι ευχήσου να ‘χει καλό καιρό. Αν έχει καλό καιρό, θα δεις τα αστέρια στον ουρανό, σαν χιλιάδες πιτσιλιές σε έναν γκρίζο μακρόστενο κάθετο καμβά και γύρω μια θάλασσα στο χρώμα του κεριού κοντά στο βλέμμα σου.
Μα μην εύχεσαι να έχει καλό καιρό για τη θέα.
Εκεί, αν συνεχίσεις, θα δεις σκαρφαλωμένο σε ένα βράχο, που ισορροπεί κοπιωδώς στη στεριά ώστε να μην βρεθεί στα διπλανά κύματα, τον παλιό φάρο να αναβοσβήνει αργά. Να εύχεσαι να έχει καλό καιρό, να βλέπεις το φως του φάρου, να αντικατοπτρίζει στη θάλασσα, να φωτίζει την κοιλιά της.
Να εύχεσαι να έχει καλό καιρό, γιατί εκεί μέσα τώρα έχει βάρκες μ’ ανθρώπους. Κι αν είναι έτσι και είναι κι εκείνοι κι εσύ τυχερός, τότε θα τους δεις τη στεριά. Κι αν βρεθείς δίπλα τους και περπατήσεις, μπορεί να μπερδευτείς και να δεις κάπου ανάμεσα στα μπουλούκια τους, την αδερφή σου ή τον πατέρα σου ή τη μάνα σου. Να είναι όρθιοι, βρεγμένοι και τα παπούτσια τους να κάνουν στάμπες στην άσφαλτο.
Αν ξημερώσει, πήγαινε κοντά τους και μίλα μαζί τους. Δώστους ένα μπουκάλι νερό. Κάνε σ’ εκείνους όλα αυτά που θα ‘θελες να σου κάνουν και μην τους κάνεις όλα όσα δεν θα ήθελες να σου συμβούν. Γιατί μην ξεχνάς, ανάμεσα στους πρόσφυγες αυτούς, είναι κι η μάνα σου και η αδερφή σου κι ο πατέρας σου κι αν δεν με πιστεύεις πήγαινε κοντά τους και μίλα μαζί τους και γέλα μαζί τους. Παίξε με τα παιδιά τους και δες πως αυτοί είναι δικοί σου κι εσύ δικός τους.
Σαν έρθει το μεσημέρι δες τους να στριμώχνονται κάτω από τη ζέστη και την ανία. Είναι καλό που έχει ζέστη, όμως, γιατί αν έχει κρύο και βοριά, τότε οι βάρκες γυρνάνε ανάποδα. Δώστους το φαΐ σου και μοιράσου το γεύμα σου και συνεννοήσου χωρίς πολλά λόγια, με κινήσεις και πες τόσα πολλά, με τόσο λίγα.
Το απόγευμα άσε μια παρέα να σε πλησιάσει και τον έναν με τα σπασμένα δόντια και με το μαύρο καπέλο, τόσο χρήσιμο για να ξεχωρίζει μέσα στον κόσμο, να σου πει να σου κλείσει τα μάτια. Πάρε ένα ύφασμα και κλείστα σφιχτά. Ύστερα θα βάλει ένα άλλο ύφασμα κι εσύ θα πρέπει να το περάσεις από πάνω χωρίς να ακουμπήσεις. Λες να σε κοροϊδέψει και να το βγάλει ενώ εσύ δεν κοιτάς; Κι ύστερα, αν εκείνος κι η παρέα του γελούν κι εσύ προσπαθείς να προσπεράσεις ένα ανύπαρκτο κομμάτι ύφασμα; Τι έγινε;
Θα πάρει να βραδιάζει μετά και σαν αρχίζεις να παρατηρείς το σβήσιμο της βαβούρας των παιδιών, καθώς πλαγιάζουν τώρα δίπλα στις μανάδες τους, κατάχαμα. Σαν αρχίζεις να θυμάσαι το γέλιο και το πρόσωπο τους, τότε βάλε μέσα σου την σκέψη: Πως μπορεί κάποιος να τους αρνηθεί αυτούς τους ανθρώπους; Πως μπορεί να αρνηθεί αυτό το παιδικό χαμόγελο; Πως επιτρέπει στον εαυτό του να ζει μέσα από τη δειλία της απραγίας και της άγνοιας ή κάτω από το μίσος; Πως επιτρέπει στον εαυτό του να γίνει το κτήνος που θα εκμεταλλευτεί αυτά τα χαμόγελα όταν δεν είναι χαμόγελα αλλά κλάμα και δάκρυ που πέφτει ξανά στη θάλασσα και ανασηκώνει τη φουρτούνα.
Και μόλις έρθει η νύχτα και έχει σηκωθεί το κύμα, ψάξε με το φακό σου την ακτή. Δες την κόκκινη, απ’ τα στοιβαγμένα σωσίβια κι όχι μόνο. Εκείνα να επιπλέουν πέρα δώθε με τους ιμάντες τους σαν βρύα της θάλασσας, δίπλα από τις ταυτότητες, τα παπούτσια, τα σακίδια, τις οδοντόβουρτσες και τις μουλιασμένες, ξεθωριασμένες φωτογραφίες που σε κοιτούν νεκρές.
Στις ακτές αυτές, αργοσβήνει, σε ένα σωσίβιο, κι η αξιοπρέπεια σου, η ψυχή σου. Εκεί αργοσβήνεις κι εσύ μαζί της, που δεν θέλησες να διορθώσεις τον στραβό γιαλό και στράβωσε κι η δική σου βάρκα γιαυτό και τώρα είσαι κι εσύ στη θάλασσα.
Κι αν ξεβραστείς και ξαναβρείς το δρόμο σου, συνέχισε, δίπλα από το άγαλμα και προχώρα. Θα ξαναβρεις τον εαυτό σου σε εκείνη τη στροφή και το άνοιγμα. Κι ο ουρανός θα σου παίξει δύο κόλπα. Θα σου δείξει τ’ αστέρια, που βρίσκονται πάντα εκεί, στην ίδια θέση, σαν ο κόσμος να μην αλλάζει. Μην το πιστέψεις. Προσπάθησε για να πετύχεις.
Κι ύστερα θα νομίσεις πως είσαι στην άκρη του κόσμου. Πως απέναντι σου βρίσκεται ένας άλλος, ο επόμενος, κι ανάμεσα τους ένα κενό απροσπέλαστο. Εγώ είδα, όμως, ανθρώπους να το προσπερνούν και να ‘ρχονται δίπλα μου. Μου το ‘δειξαν εκείνοι πως είναι ένας κόσμος αυτός μπροστά σου, όχι δύο, ούτε χίλιοι.
Μόλις ξυπνήσεις αύριο, θυμήσου πως δεν ρώτησες τον φίλο σου με το καπέλο πως τον λένε. Δεν συστηθήκατε ποτέ. Κι ύστερα έλα μπροστά στην ανακλαστική κίνηση, στην σκέψη: «Δεν πειράζει, θα τον γνωρίσω σήμερα, θα τον ξαναδώ.»
Όμως δεν πρόκειται να γίνει. Δεν θα τον ξαναδείς. Ο φίλος έφυγε κι άλλοι πήραν τη θέση του. Και πάει με το καπέλο του μόνο, χωρίς άλλες αποσκευές στο άγνωστο χωρίς βάρκα την ελπίδα, γιατί οι βάρκες βουλιάζουν.
Και πρέπει τώρα εσύ, να γίνεις η ελπίδα.