Με αφορμή το “Τrumbo” του Τζέι Ρόουτς
Από τον Old Boy
Aκόμη και οι χώρες που προβάλλουν διαρκώς τόσο προς τα έξω, αλλά και προς τα μέσα, προς τους ίδιους τους πολίτες, πόσο ευλαβικά τηρούν τους τυπικούς κανόνες της δημοκρατίας και πόσο αδιαπραγμάτευτα δεν καταπατούν τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών τους, έχουν κατά καιρούς τις μελανές τους σελίδες.
Εν προκειμένω οι μελανές σελίδες ήταν -ανεπίσημες πλην εντελώς υπαρκτές- μαύρες λίστες στις οποίες καταχωρούνταν ονόματα ανθρώπων που δεν είχαν διαπράξει κανένα απολύτως αδίκημα, το μόνο που είχαν κάνει ήταν είτε να είναι μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, είτε να είναι απλά συμπαθούντες, είτε ενίοτε τίποτα από τα δύο αλλά μόνο ύποπτοι για τέτοιου είδους σχέσεις. Και αν στο κλίμα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αρχή του Ψυχρού Πολέμου δεν αποκήρυσσες δημόσια το ιδεολογικό παρελθόν ή παρόν σου, τότε κινδύνευες, όπως συνέβη με τους Δέκα του Χόλιγουντ, να μην μπορείς να βρεις δουλειά.
Ο Ντάλτον Τράμπο, ο πιο ακριβοπληρωμένος σεναριογράφος της εποχής του, βρέθηκε στο κέντρο αυτής της επίθεσης και αρνούμενος να προβεί σε τέτοιου είδους αποκηρύξεις ενώπιον της διαβόητης Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του Κογκρέσου (η οποία πάντως δεν ήταν παροδικό φαινόμενο αλλά εξακολουθούσε τις εργασίες της ως και το 1975), κατέληξε να χάσει την ελευθερία του και τη δυνατότητα να μπορεί να κάνει τη δουλειά του, αφού τα στούντιο δεν δέχονταν να συνεργαστούν με όποιον ήταν στη μαύρη λίστα.
Στην πιο ενδιαφέρουσα ίσως σκηνή του “Trumbo”, ο Τράμπο έχει μια φραστική διαμάχη με τον ομότεχνό του, ομοϊδεάτη του και εξίσου καταδιωκόμενο Άρλιν Χερντ (έναν χαρακτήρα φανταστικό, σε μια ταινία γεμάτη αληθινές και συχνά διάσημες κεντρικές φιγούρες του παλιού Χόλιγουντ).
Συζητάνε για τις διεξόδους που έχουν. Ο Χερντ λέει πως πρέπει να κυνηγήσουν δικαστικά το θέμα, να πάνε τους διώκτες τους στα δικαστήρια, να πληρώσουν για αυτό που έκαναν. Είναι η μια διέξοδος που τους δίνει η αστική δημοκρατία. Μα θα χάσουμε του απαντάει ο Τράμπο. Δε θέλει να χάνει άλλο.
Δεν είναι η ήττα ο αμερικάνικος τρόπος. Ο Χερντ προσπαθεί να τον πείσει ότι αν παλεύεις για έναν υψηλό σκοπό, αξίζει και να χάσεις. Όχι, ο Τράμπο δεν θέλει άλλη ήττα. Η νίκη είναι το αμερικάνικο όνειρο και ο αμερικάνικος τρόπος να συνεχίσουμε να δουλεύουμε παρά τα εμπόδια, να κάνουμε το μόνο πράγμα που όλοι λένε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε, να παράγουμε σενάρια, να γίνονται ταινίες, έστω κι αν χρησιμοποιούμε άλλα ονόματα.
Να ονειρευτείς και να ζήσεις το δικό μας όνειρο, αυτός είναι ο δικός μας τρόπος και στον ελεύθερο χρόνο σου ας υμνείς όσο θες άλλου τύπου καθεστώτα
Από τη διέξοδο της δικαστικής σύγκρουσης, επιλέγει τη διέξοδο του να εξακολουθήσει να τους πουλάει την εργατική του δύναμη, τα προϊόντα της διανοίας του, έστω και χωρίς την αναγνώριση του ως σεναριογράφου, έστω και φτιάχνοντας αρχικά σκουπίδια, έστω και σε χαμηλές για τα στάνταρ του τιμές. Κι έτσι η ταινία καταλήγει να είναι -ενδεχομένως αθέλητα- ένας ακόμη ύμνος στο αμερικάνικο όνειρο: ακόμη και στις πιο μαύρες εσωτερικές σελίδες μας,αν είσαι τόσο ικανός όσο ο Τράμπο δε θα πας χαμένος, θα επικρατήσεις, θα δικαιωθείς, θα θριαμβεύσεις.
Είμαστε τόσο αξιοκρατικά δομημένοι και υπάρχουν τόσες ευκαιρίες, που ακόμη και με μαύρη λίστα θα τη βρούμε την άκρη. Οι άξιοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Κι αν ο καπιταλιστής θα σου πουλούσε και το σκοινί που θα τον κρέμαγες, πολύ – πολύ – πολύ περισσότερο θα σου έδινε σταδιακά την ευκαιρία να του γεννήσεις με τη δουλειά σου ένα ποτάμι χρήματα, γράφοντας σενάρια ταινιών που θα γίνουν κλασικές. Και ναι αν φτάσεις να αποδείξεις ξανά την αξία σου, όλα αυτά θα γίνουν πια και με το δικό σου αζημίωτο.
Γιατί καλή η ιδεολογική διαμάχη, θα σε καταδιώξουμε κιόλας, αλλά αυτό είναι ένα περιστασιακό φαινόμενο, δεν είναι ο συνήθης τρόπος λειτουργίας μας. Το να σε κάνουμε δικό μας, να σε ενσωματούσουμε πλήρως, να ονειρευτείς και να ζήσεις το δικό μας όνειρο, αυτός είναι ο δικός μας τρόπος και στον ελεύθερο χρόνο σου ας υμνείς όσο θες άλλου τύπου καθεστώτα.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση είναι ότι η προβολή της ταινίας στην χώρα μας συμπίπτει με τον αιφνίδιο θάνατο του πιο εμβληματικού συντηρητικού δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, του Αντονίν Σκαλία, με αποτέλεσμα να υπάρχει θέμα τώρα για την αντικατάστασή του από Δημοκράτη Προέδρο, η οποία και θα αλλάξει τις ισορροπίες στο Δικαστήριο. Αντίστοιχα στην ταινία, ενώ η νομική στρατηγική των Δέκα του Χόλιγουντ στηρίζεται στο ότι αν υπάρξει καταδίκη για περιφρόνηση του Κογκρέσου θα καταπέσει αμέσως μετά στο τότε προοδευτικής πλειοψηφίας Ανώτατο Δικαστήριο, πεθαίνουν αιφνιδίως όχι ένας αλλά δύο λίαν προοδευτικοί δικαστές, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία να αλλάζει κατεύθυνση.
Δε βρίσκεσαι μόνο ενώπιον ενός ανθρώπου που θα κρίνει επιστημονικά ένα νόμο, αλλά και ενόψει του τρόπου σκέψης του
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στους Αμερικάνους δυο πράγματα: πρώτον πόσο ό,τι να ‘ναι και τζόγος είναι ένα τέτοιο σύστημα που εξαρτάται από το ποιός Πρόεδρος είναι στην εξουσία όταν πεθαίνει κάποιος δικαστής, δεύτερον και πιο σημαντικό, με πόση παρρησία παραδέχονται το βασικότατο ρόλο που παίζει η ιδεολογία στο δικαστικό σύστημα και στο ποσο οι δικαστές ερμηνεύουν τους νόμους βάσει της γενικής ιδεολογικής τους κατεύθυνσης.
Κι όσο κι αν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είναι Συνταγματικό Δικαστήριο και κρίνει ζητήματα ευρύτερης σημασίας, αυτό δεν αναιρεί ότι τελικά κάθε φορά που θα βρεθείς ενώπιον ενός δικαστηρίου, δε βρίσκεσαι μόνο ενώπιον ενός ανθρώπου που θα κρίνει επιστημονικά ένα νόμο, αλλά και ενόψει του τρόπου σκέψης του, της πολιτικής του κατεύθυνσης, της ιδεολογίας του.
Ένα -μικρό αλλά όχι και εντελώς ασήμαντο- μειονέκτημα της ταινίας στα μάτια μου, είναι ότι η προσπάθεια αναπαράστασης προσώπων και πραγμάτων, όταν έχει να κάνει με τόσο πασίγνωστες φιγούρες όπως ο Τζον Γουέιν ή ο Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον, δεν μπορεί να αρκείται σε μια περιορισμένη ομοιότητα με τους ηθοποιούς που τους υποδύονται. Ειδικά τον Ρόμπινσον τον παίζει κι ένας αγαπημένος ρολίστας, ο Μάικλ Στούλμπαργκ, αλλά παρά ταύτα με χαλάει ότι βλέπω τον Στούλμπαργκ που ξέρω και όχι τον Στούλμπαργκ μακιγιαρισμένο έτσι ώστε να μοιάζει αρκετά με τον Ρόμπινσον.
Και αυτό το λάθος του σκηνοθέτη Τζέι Ρόουτς, είναι μάλλον εκούσιο, είναι κάποιου είδους άποψη ίσως, αφού στο “Recount” μια ταινία του για την τηλεόραση η οποία ασχολιόταν με το λίαν προβληματικό τρόπο που κρίθηκε το 2000 η προεδρική εκλογή ανάμεσα σε Μπους και Γκορ, τον Τζέιμς Μπέικερ τον έπαιζε ο Τομ Γουίλκινσον και τον Γουόρεν Κρίστοφερ ο Tζον Χερτ και έμοιαζαν και οι δυο εντελώς στους εαυτούς τους. Αυτό το μπάσταρδο πράγμα δεν καταλαβαίνω τι εξυπηρετεί, είναι σαν να βρισκόμαστε ενώπιον ερασιτεχνικού θιάσου που οι μεταμφιέσεις είναι τόσο μη πειστικές που ο θεατής τσινάει.
Ο Τζέι Ρόουτς ενώ κατά βάση κάνει κωμωδίες, όπως και ο Άνταμ Μακ Κέι του Mεγάλου Σορταρίσματος, τα καταφέρνει πολύ λιγότερο εντυπωσιακά από το συνάδελφό του, δεν αφήνει κάποιο ιδιαίτερο αποτύπωμα, σκηνοθετεί διεκπεραιωτικά, μάλλον όχι επειδή δεν το είδε ζεστά, αλλά ίσως λόγω δυνατοτήτων. Αν θελήσουμε δηλαδή να κάνουμε δίκη προθέσεων ο Ρόουτς καταθέτει αγάπη στην ταινία, δεν προσπαθεί να είναι απλά καλός επαγγελματίας.
Απλά το αποτέλεσμα βγαίνει επαγγελματικό και μόνο. Και βέβαια έχει το πολύ μεγάλο συν να στηρίζεται πάνω στοερμηνευτικό ηφαίστειο που λέγεται Μπράιαν Κράνστον. Το περίεργο -ή ίσως το όχι και τόσο περίεργο- είναι πως όταν έχεις ζήσει τον Κράνστον όλες αυτές τις ώρες και όλα αυτά τα χρόνια του Breaking Bad, δεν εντυπωσιάζεσαι και τόσο από την ερμηνεία του. Αλλά τι σημασία έχει. Είναι ο Μπράιαν Κράνστον.