”Σημείωσε σε ένα κίτρινο χαρτί…”
Στα δύο μέτρα μπροστά και δεξιά μου, σκοντάφτω πάνω στην αδιαλλαξία του. Κι όταν μπαίνω στο μετρό, γλιστράω πάνω στην απανθρωπιά του και παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου. Είναι τόσο απεχθής που καταντάει επικίνδυνος.
Κυριακή πρωί, δεν είχει καμιά δουλειά να βρεθεί στην πλατεία Βικτωρίας αλλά να που τον πετυχαίνεις εκεί τώρα, τάχα μου περαστικό και λίγο δυσκοίλιο τα απογεύματα. Βρίζει με το κεφάλι κρεμασμένο από το αμάξι του τους ανθρώπους της πλατείας.
Πριν λίγα χρόνια, βρέθηκε στην οδό Μεσολογγίου, μήνα Δεκέμβρη και πυροβόλησε ένα αγόρι που τον λέγανε Αλέξη. Μέτα πήρε τους δρόμους και έζησε με μίσος· έσταζε χολή και αδικία από τις πλαϊνές τσέπες του μιλιτέρ παντελονιού του.
Πήρε σιδηρογροθιές και χτύπησε τον Ισμαήλ στην Ομόνοια. Αγόρασε άρβυλα με σιδερένια μύτη και κλώτσησε έναν Νιγηριανό άνδρα που στεκόταν δίπλα από τον πάγκο με τα κρεμμύδια. Βρήκε πλέον φίλους, βρήκε μία αγέλη να ανήκει και πήρε τα πάνω του. Τώρα θαρρεί πως ξέρει ποιος είναι· είναι αυτός που σεργιανάει το βράδυ σα σκιά και τον αποφεύγουν οι περαστικοί.
Στις βόλτες του μέσα στις πόλεις, όχι μια και δυο, αλλά φορές πολλές, παρενόχλησε γυναίκες με μποέμ ντύσιμο και κυνήγησε ομοφυλόφιλους σε σκοτεινά σοκάκια για να «σκοτώσει» την ώρα του. Έφτυσε τον κόρφο του δύο φορές για το μάτι το κακό και ξεκίνησε να μιλάει στο υιό του για το μέλλον που θα του αρπάξουν από τα χέρια αν δε γίνει ‘αποφασιστικός’ σαν το πατέρα του.
Ρούφηξε δυνατά τη κοιλιά του και θαύμασε την αφεντιά του στον ολόσωμο καθρέφτη του. Κάθησε στον καναπέ και προσπάθησε να βρει στο ίντερνετ μια μικρή ιστορική περίληψη, κάτι να εξηγεί τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός που έλεγε ο ψηλός το πρωί στο καφενείο.
Έπληξε, βαρέθηκε και άνοιξε μια μπίρα. Τα έβαλε με την γυναίκα του που είναι έτσι όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε αυτός να είναι. Του σφύριξαν πρόσφατα, ότι ο παππούς που μένει στον πρώτο, πρέπει στις αρχές του ’50 να πέρναγε ζωή και κότα στο «αναρρωτήριο ψυχών» στο νησί. Μια σιχαμάρα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, μισεί τους αριστερούς και πιο πολύ μισεί τους γέρους. Από βδομάδα που θα έχει ρεπό, θα του ετοιμάσει ένα χουνέρι καλό του μπάρμπα να έχει να φοβάται κάτι.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια του και ονειρεύτηκε χωράφια, φυτείες και έναν αιώνα που τόσο ζήλευε. Ταξίδεψε με το μυαλό του σε βαμβακοφυτείες, ντύθηκε στα άσπρα και έβαλε τρία «Κ» στη σειρά. Ακούστηκε ένα γάυγισμα σκύλου και ξύπνησε ιδρωμένος να βρίσκεται πεσμένος μπρούμυτα μέσα σε έναν χωμάτινο λάκκο.
Προσπάθησε να σταθεί όρθιος και όλο γλιστρούσε. Έψαξε στα τυφλά κάτι να πιαστεί, κάτι να αρπάξει και να βγει έξω. Τίποτα. Άρχισε να χοροπηδάει πάνω σε σώματα νεκρά, μισά και κούφια. Ένας στρατιώτης των Ες-Ες έστεκε στην άκρη του λάκκου και του φώναζε σε γλώσσα που εκείνος δεν καταλάβαινε . Του πρότεινε ένα μακρύκανο όπλο για να πιαστεί και να σκαρφαλώσει έξω, μα τον παίρναν κάτω τα κιλά του, δεν το έφτανε και έσκαγε πάνω σε χιλιάδες κόκαλα ξανά.
Πήρε να βρέχει δυνατά και πλημμύρισε ο λάκκος μέσα σε πέντε λεπτά. Έκανε να σκαρφαλώσει μα δεν είχε πλέον έδαφος τριγύρω. Παρανόησε και μες τον εφιάλτη του άρχισε να σκούζει σα γουρούνι σε σφαγή. Ένας προβολέας του έλουσε το πρόσωπο με φως. Κάποιος τέντωσε ένα κουπί προς την πλευρά του. Δεν το έφτανε, ήπιε νερό αλμυρό και μάλλον κατάπιε κάτι, σαν φύκια. Απομακρύνθηκε το φως από κοντά του και εκείνος άφησε το σώμα του να βουλιάξει.
Το κινητό του τον έσωσε από τον πνιγμό. Χτύπησε δυνατά την ώρα που του τελειώναν οι ανάσες. Πετάχτηκε αλαφιασμένος από την πολυθρόνα του σαλονιού, λίγο χλωμός και λίγο τρομαγμένος. Ήταν στο διαμέρισμά του και ήταν ένα όνειρο κακό που τον ίδρωσε, Σεπτέμβρη μήνα.
Μπήκε στο αμάξι και οδήγησε μέχρι το Κερατσίνι. Σκότωσε έναν άνδρα, τον Παύλο, γύρισε πίσω να προλάβει να δει αθλητικά.
Σημείωσε σε ένα κίτρινο χαρτί «Να σκωτόσο όσους με τρωμάζουν στον ήπνω μου». Το κόλλησε στο ψυγείο και ευθύς άνοιξε μια μπίρα και την τηλεόραση.