«Και να τι θέλω τώρα να σας πω. Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας, φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο. Αλυσοδέσανε έναν άνθρωπο εκεί που βάδιζε. Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα. Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά και η γη μας τόσο δα μικρή. Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ΄ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε!!».
«Το χειρότερο είναι να κουβαλάει κανείς τη φυλακή μέσα του»
Με τα λόγια του αυτά ο Ναζίμ Χικμέτ, άνθρωπος εκ φύσεως ρομαντικός, ειρηνιστής, μαχητικός και ασυμβίβαστος θα αποτυπώσει στον Μικρόκοσμο την κραυγή αγωνίας του για την καθυπόταξη του ανθρώπου από την εκάστοτε εξουσία και τη βαθιά υπαρξιακή του δέσμευση και συμπαράσταση στον άνθρωπο που αγωνίζεται για την ελευθερία του απέναντι στο μεγαλεπήβολο κόσμο της εδραιωμένης τάξης των ουρανών.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου του 1902 ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, θα δηλώσει ανοιχτά την πίστη του στην κομμουνιστική ιδεολογία και θα περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη φυλακή και εξόριστος στη Μόσχα. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη και την αποφοίτηση του από την Οθωμανική Ναυτική Σχολή το 1918 ο Ναζίμ Χικμέτ θα καταταχθεί στο πολεμικό ναυτικό υπηρετώντας στο πλήρωμα του καταδρομικού Χαμηδιέ λαμβάνοντας μέρος στον «Πόλεμο Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ Ατατούρκ. στην Ανατολή.
Σύντομα όμως, θα διοριστεί ως δάσκαλος σε ένα από τα πιο επιφανή σχολεία της Τουρκίας, ενώ το 1921 θα καταφύγει στη Μόσχα, όπου και θα σπουδάσει οικονομικές και πολιτικές επιστήμες και θα γίνει ενεργό μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του θα έρθει σε επαφή με το κίνημα του φουτουρισμού και θα επηρεαστεί βαθιά από τη γνωριμία του με τον Μαγιακόφσκι. Το 1924 μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Ατατούρκ ο Ναζίμ Χικμέτ θα επιστρέψει στην πατρίδα του, την Τουρκία, όπου και θα εργαστεί ως δημοσιογράφος στα πολιτικά περιοδικά «Διαφώτιση» και «Σφυροδρέπανο» και θα αναπτύξει ενεργή κομμουνιστική δράση για την οποία και θα καταδικαστεί σε φυλάκιση, ενώ αργότερα θα καταφύγει ως εξόριστος στη Μόσχα όπου και θα πεθάνει στις 3 Ιουνίου του 1963. Τον Νοέμβρη του 1950 θα απονεμηθεί στον Χικμέτ το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βαρσοβία από κοινού με άλλες επιφανείς προσωπικότητες της εποχής όπως ο Πικάσο, ο Ρόμπσον και ο Νερούντα.
Στο επίκεντρο του ιδιαίτερα πλούσιου και πολυδιάστατου ποιητικού και λογοτεχνικού έργου του Χικμέτ θα βρεθεί η βαθιά του αφοσίωση στον καθημερινό άνθρωπο και στον αγώνα του για την απελευθέρωση του από τα δεσμά της πολιτικής εξουσίας και καταπίεσης. Ο Ναζίμ Χικμέτ θα έρθει μάλιστα σε επαφή με τον Γιάννη Ρίτσο και θα γράψει ένα ποίημα για τον Νίκο Μπελογιάννη το οποίο και θα ονομάσει «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο.
Η ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ θα φέρει στο επίκεντρο του την προσπάθεια του να αρθρώσει έναν ποιητικό λόγο που θα συνδυάζει τη λογοτεχνική παράδοση με τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα για ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη δίνοντας φωνή στις καταπιεσμένες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της τουρκικής κοινωνίας αλλά και της διεθνούς κοινότητας. Όπως χαρακτηριστικά θα γράψει σε ένα από τα ποιήματα του στην ποιητική του συλλογή Η πόλη που έχασε τη φωνή της
«Είναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι. Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω. Ελάτε γρήγορα, σας φωνάζω να λειώσουμε το μολύβι. Κάποιος μου λέει: Φωτιά θα πάρεις από την δικιά σου φωνή, θα γίνεις στάχτη σαν τον Κερέμ που κάηκε από τον έρωτα του. Τόσες δυστυχίες και τόσοι λίγοι φίλοι. Είναι λοιπόν κουφά της καρδιάς σας τ’ αφτιά. Είναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι . Κι εγώ του λέω: Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ. Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη; Είναι χοντρός ο αγέρας σαν τη γη, είναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι. Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω. Ελάτε γρήγορα, σας φωνάζω να λειώσουμε το μολύβι».