του Γιάννη Δημογιάννη
Ούτε που προλάβαμε να διπλώσουμε τις σημαίες μετά την 28η και το νέο σκάει σαν οβίδα. Μετά τις μπύρες, λέει, με τις εικόνες του Μουσολίνι και του Χίτλερ, διαβάζω στο διαδίκτυο πως “κάποιος φιλόδοξος Ολλανδός “καλλιτέχνης”, ονόματι Julian Hetzel, συνεργάζεται με πλαστικούς χειρουργούς στη χώρα του, για να συγκεντρώσει ανθρώπινο λίπος από επεμβάσεις λιποαναρρόφησης,φτιάχνοντας 300 κιλά σαπουνιού. Παρότι, βέβαια, ο ίδιος ισχυρίζεται πως η σύνθεσή του δεν βασίζεται αποκλειστικά στο λίπος, αλλά σε σύνθεση λιπών και ελαίων, με το ανθρώπινο λίπος να ανέρχεται σε περίπου 10% του τελικού προϊόντος, εξακολουθεί να υποστηρίζει αυτό το φιλόδοξο project, με το μεγαλεπήβολο όνομα ”life”. Για όσους ανησυχούν, μάλιστα, ο Hetzel διαβεβαιώνει ότι η ανθρώπινη πρώτη ύλη πέρασε από διαδικασία της απαραίτητης αποστείρωσης, ενώ προγραμματίζει να στήσει καλλιτεχνικό δρώμενο στο Φεστιβάλ Αδελαΐδας 2019, παρουσία πλαστικού που θα κάνει ζωντανά τη λιποαναρρόφηση“.
Δεν ξέρω, αν εσείς προλάβατε να φρικάρετε ή (οι πιο ευαίσθητοι) να επισκεφτείτε και την τουαλέτα, αλλά εγώ, τουλάχιστον, σκέφτηκα πως ίσως και να καθηλωθήκαμε στο πιο βαθύ πηγάδι της λήθης. Το θέμα, εντάξει το κατανοώ, είναι ιδιαίτερο. Η Τέχνη αποτελεί ένα από τα τελευταία ανθρώπινα καταφύγια, που πρέπει να προστατευθούν από τον κίνδυνο της οποιαδήποτε ρητορείας. Οι άνθρωποι της δεν συμψηφίζονται – κι ούτε πρέπει – με τους οριοθετημένους κώδικες της λογικής. Η καλλιτεχνική ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη. Η ιδιαιτερότητα του εκάστοτε δημιουργού, σεβαστή – ουδέποτε ετεροκαθοριζόμενη.
Mέχρι εδώ, όλα καλά, καμία ένσταση. Πλην όμως, ενίοτε, μέχρι και η Τέχνη οφείλει να οριοθετεί το στίγμα και τα εκφραστικά της μέσα. Κυρίως, δε, όταν η δεξαμενή της αρδεύεται από τη μνήμη, που συχνά μπορεί να είναι καθημαγμένη, όπως στην περίπτωση του Ολλανδού. Διότι, σαπούνια με ανθρώπινο λίπος – γνωστό και στα νήπια – μονάχα σ’ ένα Ολοκαύτωμα έγιναν. Και σίγουρα, η διαγραφή αυτής της μνήμης ούτε υπαγορεύεται, ούτε απλοποιείται στ’ όνομα του οποιαδήποτε καλλιτεχνικού πειραματισμού. Όσο και αν βαφτίζεται πρωτοποριακός, ανατρεπτικός, διαφορετικός κοκ.
Αφήνω στην άκρη τις επεξηγήσεις και καταφεύγω στη μαρτυρία ενός ντοκιμαντέρ, που γυρίστηκε στα 1945. Αφορούσε τη μοναδική ασπρόμαυρη ταινία του Al. Hitchcock (Memory of the Camps, 1985), σχετικά με την τραγωδία των Ναζιστικών στρατοπέδων. Διότι, όντως, το ντοκιμαντέρ “Night will fall”, μιλούσε για τους αθώους, αλλά και τους δόλιους πρωταγωνιστές αυτής της ανείπωτης τραγωδίας. Μία ιστορική δηλαδή μνεία, προκειμένου ο άνθρωπος να μην κατρακυλήσει ποτέ ξανά στον όλεθρο. Προκειμένου, να μην υπάρξουν ποτέ ξανά φούρνοι, που θα παράξουν την πρώτη ύλη για την παραγωγή ανθρώπινων σαπουνιών!
Περιορίζομαι μόνο σε μαρτυρίες από το “Night will fall”, που ιστορούν τη φρίκη των στρατοπέδων… Το πλάνο στο σινεμά ανοίγει και ο πρώτος πρωταγωνιστής μάς «μυεί» στο οδοιπορικό της οδύνης:
«Όταν φτάσαμε, είδαμε κάτι που μας σόκαρε. Ήτανε κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ πριν στον πόλεμο. Ήταν οδυνηρό να βλέπεις τι είχαν πάθει αυτοί οι άνθρωποι. Ήταν πολλές εκατοντάδες πτώματα, το ένα πάνω στο άλλο. Υπήρχε η μυρουδιά του θανάτου, παντού. Υπήρχαν χαντάκια γεμάτα πτώματα, μεγάλα σαν γήπεδα του τένις. Μέσα ήταν μωρά, κοπέλες, άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι. Δεν ξέραμε πόσο βαρύ ήταν… Αυτά τα μισοπεθαμένα άτομα σέρνονταν με άδειο το βλέμμα. Ήταν τελείως… νεκρά. Πλανιόταν μία απόγνωση κι απελπισία… και μία απελπιστική μυρωδιά. Όλη η ατμόσφαιρα ήταν καταθλιπτική. Σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Με τόσα πτώματα χάσαμε την επαφή με την πραγματικότητα. Ήταν σαν μούμιες, σαν κούκλες. Δεν ξέρω τι να πω… Επί δύο εβδομάδες κινηματογραφούσαμε τα πάντα… Ήθελα να ξεχάσω. Όμως ποτέ δεν ξεχνάς…»
Η περιγραφή, όμως, που ειλικρινά με καθήλωσε ήταν αυτή ενός κινηματογραφιστή, ο οποίος κατέγραφε για μέρες ολόκληρες, την Δαντική Κόλαση. Στο ασπρόμαυρο κάδρο της δικιάς του ανάμνησης, ο μοντέρ St. Macalister, αναβιώνει τις εικόνες που έκτοτε τον στιγμάτισαν ισόβια: «Ένα πρωινό καθόμασταν και περιμέναμε για έφοδο, όταν πήραμε ένα χαρτί με το όνομα ενός οπερατέρ, που έγραφε πόσα μέτρα φιλμ είχε τραβήξει. Το νούμερο ήταν εντυπωσιακό. Στο πάνω μέρος του χαρτιού υπήρχε ένα όνομα που ήταν τελείως άγνωστο σε όλους μας. Ν-τ-α-χ-ά-ο-υ. Δεν ξέραμε καθόλου τι ήταν. Μπορεί να ήταν κάποια αρχικά. Θα το μαθαίναμε γρήγορα, διότι αρχίζοντας να βλέπουμε το υλικό, ήταν σαν να βλέπαμε την πιο φρικιαστική κόλαση που υπάρχει και μάλιστα σε αρνητικό φιλμ. Το μαύρο φαινόταν λευκό και το λευκό μαύρο. Ήταν αποκρουστικό έτσι κι αλλιώς. Αλλά βλέποντας τις εικόνες σε αρνητικό, ήταν συγκλονιστικό. Η προβολή διήρκησε 4 ώρες, χωρίς διακοπή. Κανείς δεν ήθελε να κάνει διάλειμμα. Βλέπαμε σωρούς από πτώματα, δωμάτια κατάμεστα από πτώματα. Έμοιαζε κάπως σαν ένας τεράστιος φούρνος από αποκοιμισμένα άτομα, σε μία προσπάθεια να κάψουν τους σορούς, προφανώς προτού έρθουν οι Αμερικάνοι…»
Δεν ξέρω, λοιπόν, αν παρόμοιες μνήμες μπορούν πια να μπουν ανάχωμα στην εκάστοτε καλλιτεχνική συνθήκη. Ή ακόμη και να οριοθετήσουν, όπως στην περίπτωση του Ολλανδού, τον κήπο με τους απαγορευμένους καρπούς. Κάποτε, όμως, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στο θολωμένο μας μυαλό πως τα σαπούνια παράγονται μόνον από ελιές.
Το διαφημιστικό από το project του Julian Hetzel μπορείτε να δείτε στο ακόλουθο link:
https://julian-hetzel.com/projects/schuldfabrik/
Ακολουθεί η ασπρόμαυρη ταινία του Al. Hitchcock (Memory of the Camps, 1985),