Από τον Κώστα Λιανίδη
Σ’ αυτό το κείμενο θέλω να θίξω δύο, ή μάλλον τρία, ζητήματα. Πρώτον, σε φιλοσοφικό και πιο αφηρημένο επίπεδο το ζήτημα των ερωτημάτων τα οποία τίθενται προς συζήτηση στη δημόσια σφαίρα. Δεύτερον, σε επίπεδο πολιτικής οικονομίας το ζήτημα της συσσώρευσης δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών κρίσεων. Τρίτον, πάλι σε επίπεδο συγκριτικής πολιτικής οικονομίας το ζήτημα του καπιταλισμού ως πράγματος ή κατάστασης που έρχεται σε διάφορες γεύσεις και ταιριάζει καλύτερα με διάφορα πολιτεύματα (πχ Δημοκρατία).
Άκουσα πρόσφατα τη Μιράντα Ξαφά, γνωστή οικονομολόγο και πρώην υπάλληλο του ΔΝΤ αλλά και του οικονομικού γραφείου του Κ. Μητσοτάκη, επί πρωθυπουργίας του, να δηλώνει στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ πως οι συντάξεις πρέπει να υποστούν περικοπές διότι (το συμπυκνώνω σε μια φράση) απορροφούν 17% του ΑΕΠ και αυτό το 17% του ΑΕΠ κόβεται από τους εργαζομένους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με απάντηση σε ένα πολύ συγκεκριμένο τύπο ερωτήματος που συναντάμε στα ΜΜΕ, ειδικά όταν υπάρχουν καλεσμένοι που εκπροσωπούν ένα πολύ συγκεκριμένο οικονομικό δόγμα, το οποίο πάνω-κάτω διατυπώνεται ως εξής: «θα σταματήσεις ποτέ να κακοποιείς τα παιδιά σου?». Γιατί λέω ότι το ερώτημα που αφορά είτε τις περικοπές συντάξεων, είτε τις αυξήσεις εισφορών είναι του τύπου «θα σταματήσεις ποτέ να κακοποιείς τα παιδιά σου»? Απλούστατα διότι τη στιγμή που θα μπει κανείς στη διαδικασία να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα, το παιχνίδι είναι ήδη χαμένο. Θα έχει ήδη αποδεχτεί τις υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίζεται το ερώτημα αυτό προτού σχηματιστεί η ερώτηση. Δηλαδή ότι έχει παιδιά, ότι τα κακοποιεί και ούτω καθεξής. Ομοίως, όταν μπαίνει κανείς στη διαδικασία να απαντήσει στο ερώτημα «περικοπή συντάξεων ή αύξηση εισφορών (=μείωση μισθών)» έχει ήδη αποδεχτεί πως κάποια κοινωνική ομάδα (συνταξιούχοι ή εργαζόμενοι) ζει σε βάρος μιας άλλης και πως πρέπει να διαλέξουμε αν θα πρέπει να υποφέρει ο ένας ή ο άλλος. Επίσης, ένα τέτοιο ερώτημα συσκοτίζει το γεγονός ότι και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες μπορεί ενδεχομένως να έχουν δεχθεί επίθεση «μεταρρυθμίσεων» και, αντί να στοχεύει στον κοινό παρονομαστή αυτής της οικονομικής βίας, προσπαθεί να στρέψει τη μία ομάδα ενάντια στην άλλη στα πλαίσια ενός καλοστημένου race to the bottom.
Μία δεύτερη γενική παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω σχετικά με τα ερωτήματα που τίθενται αφορά τη δομή τους, η οποία σχεδόν πάντοτε βασίζεται σε αυτό που ονομάζουμε δυαδικά αντίθετα, δηλαδή «καλό/κακό», «ναι/όχι», «άσπρο/μαύρο» και ούτω καθεξής. Έτσι, στην περίπτωση αυτή έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στον καλό, παραγωγικό εργαζόμενο και τον κακό, παρασιτικό συνταξιούχο. Άλλα παραδείγματα που υπακούν σε αυτή τη λογική και που χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά από το νεοφιλελεύθερο Ιερατείο είναι «δημοκρατικοςκαπιταλισμος / σοσιαλιστικοςολοκληρωτισμος», «Ελεύθερη Αγορά / Σοβιετία», «Ευρώ / Τέφρα», «Ευρωπαϊκή Ένωση / Ζωή στη Μόρντορ» και άλλα. Με λίγα λόγια, τα ερωτήματα αυτά έχουν σχεδόν πάντοτε να κάνουν είτε με την επιλογή ανάμεσα σε δύο κακά (τα οποία μασκαρεύονται ως επιλογή ανάμεσα σε καλό και κακό) είτε με την επιλογή ανάμεσα σε μια εξιδανικευμένη κατάσταση ενός πράγματος και στο αντίθετό του, το οποίο παρουσιάζεται ως απόλυτα κακό και αυτό συνήθως συμβαίνει εντελώς αυθαίρετα και αξιωματικά. Επίσης, οι δομές άσπρο/μαύρο δεν είναι συνήθως οι δομές που συναντά κανείς στον πραγματικό κόσμο και στην κοινωνία. Για παράδειγμα, η αντιπαραβολή του συνταξιούχου με τον εργαζόμενο είναι εντελώς υπερφυσική καθώς στον πραγματικό κόσμο είναι πολύ συνηθισμένο για παράδειγμα οι συνταξιούχοι γονείς και παππούδες να βοηθάνε τα παιδιά που μπορεί να εργάζονται για πεντακόσια ευρώ το μήνα (και διαφορετικά δε θα μπορούσαν να ζήσουν) ή και το αντίστροφο ή γενικά μια οικογένεια που αποτελείται και από συνταξιούχους και από ανθρώπους που εργάζονται ή ανέργους να έχει ένα «κοινό» ή σχεδόν κοινό ταμείο για να τα βγάλει πέρα.
Αφού λοιπόν καταλάβουμε πως η κοινωνία δε συγκροτείται με βάση δυαδικά αντίθετα και πως όλα τα ερωτήματα τα οποία τίθενται προς συζήτηση, και ειδικά στην πολιτική, κάποιος τα θέτει και μάλιστα με συγκεκριμένη μορφή που εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς και ατζέντα, και αφού συνειδητοποιήσουμε πως δεν έχει νόημα να απαντάμε σε διλήμματα στημένα έτσι ώστε κάθε πιθανή απάντηση να εξυπηρετεί τους σκοπούς αυτούς και να υλοποιεί την ατζέντα, αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχει η ανάγκη για να θέσουμε νέα ερωτήματα. Και προτού θέσουμε τα νέα αυτά ερωτήματα, υπάρχει επίσης η ανάγκη να γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε. Και για να γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε είναι απαραίτητο να έχουμε κατανοήσει, όσο το δυνατόν καλύτερα, τις συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές, ιστορικές) μέσα από τις οποίες αναδύεται το κάθε ζήτημα αλλά και να είμαστε σε θέση να δούμε πίσω από τα διάφορα «δημοφιλή» discourses τα οποία καλούμαστε να εσωτερικεύσουμε ως αυταπόδεικτα. Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε ορισμένα από αυτά αλλά και στις συνθήκες που νεκρανέστησαν το νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό, τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε μια σειρά από δημοσιεύσεις, ο Pierson (2001, 2002) μας μιλάει για αυτό που αποκαλεί «καθεστώς δημοσιονομικής λιτότητας». Από τα 90ς κι υπήρξαν τρείς παράγοντες που γέννησαν αυτό το καθεστώς και οι οποίοι δεν υπήρχαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο: (1) χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, (2) Αυτό που αποκαλούμε «ωρίμανση» του κράτους πρόνοιας και (3) γήρανση του πληθυσμού. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ξεκίνησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 70 και συνέπεσαν με μια περίοδο όπου γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να αυξηθεί η φορολόγηση (λόγω ανταγωνιστικότητας αλλά και εξαιτίας του πολιτικού κόστους). Ταυτόχρονα, η δημογραφική αλλαγή αλλά και η ωρίμανση του κράτους πρόνοιας (περισσότεροι παίρνουν συντάξεις σήμερα σε σχέση με όταν δημιουργήθηκαν τα προγράμματα) διατήρησαν τις δημόσιες δαπάνες σε υψηλά επίπεδα. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η δημοσιονομική κρίση εμφανίστηκε ως κρίση από το 2008 κι έπειτα, στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι που βρισκόταν στα σκαριά δεκαετίες τώρα στις χώρες του ΟΟΣΑ οι οποίες έπρεπε να δανείζονται για να καλύπτουν το κενό ανάμεσα στις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα (Streeck, 2013). Από τη δεκαετία του 90 (και με την έλλειψη πλέον αντίπαλου δέους), με μπροστάρη τις ΗΠΑ, ξεκίνησε μια εκστρατεία για την προσαρμογή των δαπανών σε νέα δεδομένα με κεντρικούς άξονες τις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές. Τότε ήταν που έπρεπε να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους οι «ειδικοί» και οι υπερεθνικοί οργανισμοί, οι οποίοι σύμφωνα με τον Streeck δεν κατάφεραν και πολλά μέχρι την τελευταία καπιταλιστική κρίση η οποία μετετράπη σε δημοσιονομική κρίση. Παραθέτω σχετικό γράφημα, το οποίο για λόγους χώρου δε θα εξηγήσω αναλυτικά αλλά θεωρώ πως είναι σχετικά εύκολο στην κατανόηση του.
(Streeck, 2013:6).
Πάμε τώρα στα λίγο πιο ενδιαφέροντα. Εκ πρώτης όψεως μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι η «φιλελευθεροποίηση» των αγορών, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, όλα αυτά τα οποία μας προτείνουν ως λύσεις οι Μιράντες Ξαφά, όχι απλά δεν είναι τόσο ξεκάθαρες λύσεις αλλά αποτελούν μέρος του προβλήματος που οδήγησε στη συσσώρευση χρέους ενώ στον υπερπληθυσμό και στην κατηγορία «κοστίζω στο κράτος» προστίθενται όλο και περισσότεροι άνεργοι και αιτούντες βοηθήματα. Δεύτερον, οι κρίσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και η αντιμετώπισή τους με βάση συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, είναι επίσης σημαντικό μέρος του προβλήματος. Δηλαδή όχι απλά δεν έχουμε να κάνουμε με φυσικά φαινόμενα αλλά πρόκειται για προβλήματα που αναδύονται μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες και που η αντιμετώπισή τους ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτό που ονομάζουμε σήμερα δημοσιονομική κρίση. Τι άλλαξε λοιπόν? Παλιότερα, ένα κράτος, αντιστάθμιζε τις συνέπειες της φιλελευθεροποίησης των αγορών και της οικονομίας με εύκολο εξωτερικό δανεισμό. Όταν ο εύκολος δανεισμός έπαψε να αποτελεί το φάρμακο απέναντι στη φιλελευθεροποίηση και τη δημοκρατική ύφεση που τη συνόδευε, η ατζέντα της εσωτερικής, αλλά και της διεθνούς πολιτικής, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές δημοκρατίες άλλαξε. Το ζητούμενο, πλέον, ήταν η δημοσιονομική σταθεροποίηση μέσα από τη θεσμοθέτηση μακροπρόθεσμων πολιτικών λιτότητας. Έτσι λοιπόν ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και όλα τα αφηγήματα για τους τεμπέληδες, αντιπαραγωγικούς νέους, τους δαιμονικούς δημοσίους υπαλλήλους, τα παράσιτα της κοινωνίας συνταξιούχους, το υπερσπάταλο κράτος κλπ.
Μαζί μ’ αυτά τα αφηγήματα ξαναβγήκε στην επιφάνεια και άλλο ένα παραμύθι (που συναντά κανείς και στη βιβλιογραφία, με διάφορα ονόματα και κατηγοριοποιήσεις) και που κατά βάση αφορά τις τυπολογίες και τα είδη του καπιταλισμού. Σε γενικές γραμμές, και για να μη γίνομαι κουραστικός θα αναφέρω πως η γενική ιδέα εδώ είναι η εξής: O καπιταλισμός είναι το μόνο που μας έχει απομείνει κι από κει κι ύστερα ο καπιταλισμός και οι οικονομίες βγαίνουν σε διάφορες εκδοχές (χοντρικά τις δεκαετίες του convergence theory η ιδέα ήταν ότι όλοι πρέπει να γίνουμε σαν την Αμερική, τώρα μιλάμε για τυπολογίες και είδη καπιταλισμού που μπορεί να είναι εξίσου αποδοτικά ως μοντέλα με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε οικονομίας και κάθε κουλτούρας). Επίσης (αν και δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά) υπάρχει η ιδέα ότι ο καπιταλισμός ταιριάζει καλύτερα με τη Δημοκρατία (ο σοσιαλισμός ακόμα και σε ακαδημαϊκά συγγράμματα μπαίνει κάτω από το κουτάκι με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα). Στο δημόσιο διάλογο αυτά όλα εμφανίζονται περίπου έτσι: «Γιατί πάτε στις καπιταλιστικές χώρες και όχι στη Βενεζουέλα?», «οι Σκανδιναβικές χώρες και η Γερμανία καπιταλισμό δεν έχουν? Γιατί δεν είναι σαν εμάς? (που είμαστε και καλά η τελευταία Σοβιετία)», «άμα δε σας αρέσει να πάτε στη Βόρεια Κορέα», «Η Γερμανία ήταν η πρώτη που εφάρμοσε τη λιτότητα και έπιασε» κλπ. Το πρόβλημα εδώ είναι το εξής: Πρώτον δε μπορεί κανείς να μιλάει για ”είδη καπιταλισμού” λες και αναφέρεται πχ. στην αγορά ενός αυτοκινήτου όπου κάποιος μπορεί να αποφασίζει τι ζαντολάστιχα θα επιλέξει, ποιο ηχοσύστημα κλπ. Όλα αυτά τα «είδη» καπιταλισμού είναι αποτελέσματα κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Για παράδειγμα μπορούμε να μιλήσουμε για τη (έχουμε βαρεθεί να το ακούμε αυτό) Γερμανία και τα JSR (Job Security Regulations). Δεν είναι ότι μια μέρα ξύπνησαν οι εργοδότες και είπαν «α οκ από σήμερα θέλουμε εξειδικευμένο προσωπικό γιατί θα έχουμε αυτού του είδους την οικονομία και γιαυτο το λόγο θα παρέχουμε job securities». Αντίθετα, υπήρχε ένα πολύ ισχυρό εργατικό κίνημα τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, το οποίο κατάφερε να κερδίσει αυτά τα securities και έτσι (ως συνέπεια αυτού) να οδηγηθεί η Γερμανία στο να έχει σήμερα αυτού του είδους την οικονομία (ενδεικτικά βλ. Emmeneger & Marx, 2011).
Επίσης, o συσχετισμός του Καπιταλισμού με τη Δημοκρατία ήταν πάντα αυθαίρετος και όσον αφορά το λεγόμενο Δημοκρατικό Καπιταλισμό, μόνο αυτονόητος δεν είναι. Πρόκειται για ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο το οποίο άρχισε να παρουσιάζεται σε μεγάλη κλίμακα μετά το 1945 ξεκινώντας από τις ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη των σοσιαλδημοκρατικών παραδόσεων. Η βασική αρχή του «δημοκρατικού καπιταλισμού» (ή «καπιταλιστικής δημοκρατίας») είναι πως οι κυβερνήσεις οφείλουν να παρεμβαίνουν πολιτικά στις «αγορές» και τις επιδράσεις τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη αλλά κυρίως η σταθερότητα όπως εκείνη καθορίζεται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας (βλ. Streeck, 2010).
Πλέον όμως έχουμε περάσει σε μια περίοδο, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που η Δημοκρατία δε μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά με τον Καπιταλισμό. Τουλάχιστον όχι στις χώρες που έχουν συσσωρεύσει τεράστια χρέη, που βασίζονται αποκλειστικά στον εξωτερικό δανεισμό για να αποφύγουν κατάρρευση των οικονομιών τους και που η γνώμη των δανειστών και η εμπιστοσύνη των «αγορών» είναι πιο πιο σημαντικές από τη θέληση των πολιτών τους, όπου έχουμε αλληλοσυγκρουόμενα αιτήματα μεταξύ των δύο αυτών ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε την ύπαρξη δύο stakeholder groups τα οποία διεκδικούν δημόσιο πλούτο (ή αναδιανομή) με άξονα τα εμπορικά δικαιώματα (δανειστές) ή τα κοινωνικά/πολιτικά (πολίτες). Συνεπώς και αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, είναι τουλάχιστον προβληματική.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Πρώτον, για να καταδείξω ότι αυτοί που σήμερα εμφανίζονται ως γνώστες και ειδικοί είναι από τους βασικούς υπαίτιους του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε όσο κι αν προσπαθούν να το κρύψουν είτε διχάζοντας τον κόσμο, είτε απομονώνοντας πράγματα (πχ συνταξιοδοτικό), είτε παρουσιάζοντας μας μια εικόνα στην οποία εμφανιζόμαστε ως πρωτόγονοι και ανορθολογικοί ιδεαλιστές που δε δέχονται να ανέβουν στο τρένο της προόδου και της μεταρρύθμισης. Δεύτερον, για να εξηγήσω ότι δε μπορεί να αντιμετωπίζει κανείς αυτά τα φαινόμενα έξω από το ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο και να υιοθετεί οικονομίστικα γιουνιβέρσαλς εσωτερικεύοντας όσα επιβάλλουν τα νεοφιλελεύθερα κυρίαρχα δόγματα. Τρίτον, για να αντιληφθούμε ότι όσα τίθενται προς συζήτηση στη δημόσια σφαίρα (τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο αλλά και τη μορφή) είναι επιλογές κάποιων και θα πρέπει να βγούμε έξω από την παγίδα του να μπαίνουμε στη διαδικασία να απαντήσουμε στα συγκεκριμένα ερωτήματα. Αντίθετα, θα έπρεπε οι ίδιοι να θέτουμε άλλα, πιο ενδιαφέροντα (και ίσως πιο πρωταρχικά) ερωτήματα. Όπως για παράδειγμα σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε. Και αυτή την κοινωνία δε θα μας τη χαρίσει καμία Ξαφά, κανένα ΔΝΤ, κανένα καλό flavor του καπιταλισμού (το οποίο θα διαλέξουμε σα να αγοράζουμε παγωτό) και φυσικά καμία αδιαμαρτύρητη συμπόρευση με το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο. Κάθε κοινωνική κατάκτηση έρχεται μέσα από σύγκρουση και αγώνα.
Κώστας Λιανίδης, αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ
⦁ Emmeneger, P. & Marx, P. (2001) Business and the Development of Job Security Regulations: The Case of Germany’, Socio-Economic Review, 2011, 9 (4), 729-756
⦁ Pierson, P. (2001) From Expansion to Austerity. The New Politics of Taxing and Spending. In: Martin A. Levin/Marc K. Landy/Martin Shapiro (eds.), Seeking the Center: Politics and Policymaking in the New Century. Washington, DC: Georgetown University Press, 54–80.,
⦁ Pierson, P. (2002) Historical Institutionalism in Contemporary Political Science. In: Ira Katznelson et al. (eds.), Political Science: State of the Discipline. New York: Norton and Company, 693–721.),
⦁ Streeck, W. (2011). E Pluribus Unum? Varieties and Commonalities of Capitalism. In M. Granovetter, & R. Swedberg (Eds.), The Sociology of Economic Life (pp. 419-455). Boulder, Colo.: Westview Press.
⦁ Streeck, W., & In Schäfer, A. (2013). Politics in the age of austerity. Cambridge, UK: Polity.