Mε αφορμή τη «Διάσωση» του Ρίντλεϊ Σκοτ
Tα πρώτα λεπτά του “The Martian” είναι και τα πιο αμήχανα: επανδρωμένη αποστολή στον Άρη, κάποιο ατύχημα θα συμβεί, ο Ματ Ντέιμον θα χτυπηθεί, το υπόλοιπο πλήρωμα με κυβερνήτη την Τζέσικα Τσαστέιν θα θεωρήσει ότι σκοτώθηκε και προκειμένου να γλιτώσει και το ίδιο θα τον αφήσει πίσω.
Ένα λεπτό. Ο Ματ Ντέιμον και η Τζέσικα Τσαστέιν σε διαστημική ταινία;
Ένα δεύτερο λεπτό. Ο Ματ Ντέιμον ολομόναχος σε έναν πλανήτη; Μα μόλις πέρσι δεν είδαμε το “Interstellar”; Κάποιος τα έκανε πραγματικά μαντάρα στο κάστινγκ, εκτός και αν πια έχουμε περάσει στο επόμενο βήμα του όλες οι ταινίες πρέπει να θυμίζουν κάποιες άλλες και το έχουμε μεταφέρει και στους πρωταγωνιστές τους. Αλλά όχι. Κάποιος τα έκανε πραγματικά μαντάρα στο κάστινγκ.
Με το πού θα μείνει μόνος του ο Ντέιμον, η ταινία αρχίζει να βρίσκει τον βηματισμό της. Ο Ντέιμον θα προσπαθήσει να επιβιώσει μόνος του στον αφιλόξενο πλανήτη, μέχρι να βρουν τρόπο από τη γη να έρθουν να τον πάρουν πίσω εγκαίρως. Η ταινία στα ελληνικά αποδόθηκε «Η Διάσωση», αλλά αν τυχόν υπάρχει θεατής που θα πάει στο σινεμά με κίνητρο την αγωνία για το αν τελικά θα διασωθεί ο ήρωας, ας διαβάσει τον τίτλο με πιο ανοιχτό μυαλό, του στυλ η διάσωση ως επιχείρηση, η οποία φυσικά σε ένα μπλοκμπάστερ υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να μην ευοδωθεί, ο ήρωας να πεθάνει, όλα να πάνε στράφι.
Ο Ντέιμον είναι βοτανολόγος και θα βρει τρόπο να καλλιεργήσει πατάτες. Το πιο απεχθές υλικό του πολιτισμού μας, τα περιττώματά μας, θα γίνουν το λίπασμα για να καλλιεργήσει, τραφεί, επιβιώσει. Ενώ το πιο ιερό του σύμβολο, ο σταυρός, θα γίνει υλικό για προσάναμμα, προκειμένου η φωτιά να αξιοποιηθεί στην χημική παραγωγή νερού.
Τα αξιοποιημένα σκατά που θα του επιτρέψουν να μην πεθάνει από πείνα, ο καμμένος σταυρός που θα του επιτρέψει να μην πεθάνει από δίψα. Όταν είσαι αρκετά έξυπνος, αρκετά αστροναύτης και αρκετά πρωταγωνιστής στο Χόλιγουντ, μέχρι και νερό μπορεί να φτιάξεις.
Υποτίθεται αυτό ακριβώς είναι και το βασικό ατού του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία: πως όλες οι λύσεις που προτείνει είναι επιστημονικά δυνατές. Ενός βιβλίου που ας σημειωθεί ήταν αρχικά αυτοέκδοση, μετά αγοράστηκαν τα δικαιώματά του, μετά έγινε και ταινία που προβάλλεται στα σινεμά της οικουμένης, κι όλα αυτά μέσα σε ελάχιστα χρόνια: Αμερική, η γη της επαγγελίας.
Κάπως έτσι, όλο το έργο θα μετατραπεί σε μια σειρά πανέξυπνων λύσεων σε προβλήματα καταρχάς απροσπέλαστα. Ο Ντρου Γκόνταρντ δημιουργός του ιδιαίτερα αγαπημένου και εντελώς μεταμοντέρνου “The Cabin in the Woods” διασκευάζει σεναριακά το βιβλίο, μπολιάζοντας την ταινία με χιούμορ, ενίοτε επαναλαμβανόμενος όπως με τα αστεία για τη μουσική ντίσκο, βάζοντάς σε όμως ταυτόχρονα στον πειρασμό να σκεφτείς ότι κάπου μέσα στα διαρκή αστεία και τον αυτοσαρκασμό του ήρωα δεν κάνει μόνο πιο διασκεδαστικό τον τόνο της ταινίας, αλλά μας μισοκλείνει το μάτι προκειμένου να στρέψει όλο τον τόνο της προς το πιο meta.
Χωρίς δηλαδή ποτέ να το λέει ακριβώς φωναχτά, «Η Διάσωση» δεν είναι μια ιστορία που κινηματογραφείται, αλλά έχει τη στιγμή που γυρίζεται επίγνωση ότι είναι ταινία. Ο Τομ Χανκς στο «Ναυαγό» είχε στα αλήθεια ναυαγήσει, στα αλήθεια πάλευε για τη ζωή του. Εδώ όχι και τόσο. Ο αστροναύτης που έχει ναυαγήσει στον Άρη, το πλήρωμα που τον άφησε, οι επιστήμονες της ΝΑΣΑ, όλοι είναι σαν να υποδύονται ρόλους ήδη προδιατυπωμένους, ρόλους που γνωρίζουμε από πλήθος άλλων ταινιών ότι υπάρχουν και πρέπει κάποιος να τους παίξει.
Μολονότι η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών των απιθανοτήτων που συμβαίνουν στέκουν επιστημονικά, το όλο πράγμα είναι σαν ο Ματ Ντέιμον να μας λέει «Έστω ότι είμαι πρωταγωνιστής σε μια ταινία όπου έχω ξεμείνει στον Άρη. Ας δούμε με ποιον τρόπο θα μπορέσω να σωθώ με τη βοήθεια της επιστήμης».
Είναι λίγο σαν τηλεοπτικό πρόγραμμα Do It Yourself, όπου ο παρουσιαστής σου δείχνει πώς να φτιάξεις μια κατασκευή, απλά εδώ είναι πάρα πολλές και σε μεγάλη κλίμακα. Αν τη σκηνοθετούσε ο ίδιος ο Γκόνταρντ όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός, ίσως αυτό να ήταν πολύ εμφανέστερο, το κλείσιμο του ματιού να ήταν ολοκληρωτικό, η ταινία να ήταν πιο απολαυστική για το σινεφίλ κοινό, αλλά την ίδια ώρα πιθανότατα να είχε και πολύ μικρότερη εμπορική επιτυχία.
Όπως τελικά έμεινε η ταινία, στο επαμφοτερίζον στάδιό της, κάνει μεν την μεγάλη εμπορική επιτυχία της, παίρνει στην Αμερική αποθεωτικές κριτικές, ωστόσο σε αφήνει τελικά ανικανοποίητο. Γιατί αν την πάρεις ως μια ακόμη ιστορία όπου οι ήρωες είναι αληθινοί άνθρωποι, τότε όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι καρικατούρες, ενώ ακόμη και ο πρωταγωνιστής περιορίζεται σε τρεις βασικές ιδιότητες: στη διάθεση να μην το βάλει κάτω, στο χιούμορ, στην ευρηματικότητα.
Γιατί η ταινία δεν σε συγκινεί, δεν σε εμπνέει, δεν σε κάνει να αναρωτηθείς για κάτι ή να νιώσεις τίποτα, όντας απόλυτα μονοδιάστατα φτωχός και σκανδαλιστικά μη φιλόδοξος συγγενής του “Ιnterstellar”, μην έχοντας την οπτική ποίηση του “Gravity” και το όραμα που τη συνόδευε.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ έρχεται και κάνει τη δουλειά του με άψογο επαγγελματισμό, αποδεικνύει για μυριοστή φορά την αποτελεσματικότητά του, η ταινία ρέει ανεπίληπτα χάρη και στο καταπληκτικό μοντάζ του Πιέτρο Σκαλία, δεν καταθέτει όμως τίποτα από τον εαυτό του, οπότε ναι, θα προτιμήσω από τη Διάσωση ακόμη και τον «Προμηθέα» του.
Τις τελευταίες μέρες οι ανακοινώσεις της ΝΑΣΑ για την ύπαρξη νερού στον Άρη αναζωπύρωσαν πάλι για λίγο τη φαντασία μας. Πάντα σκεφτόμουν ότι αυτό που παθαίνει ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» είναι ένα είδος ενθουσιασμού που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, μαζί έρωτας και υπαρξιακή αναζήτηση, προσμονή για κάτι άλλο, για κάτι έξω από εμάς, για κάτι που ακόμη κι αν δεν έχει απαντήσεις για το τι είμαστε, προσφέρει παράθυρο σε έναν κόσμο που μέχρι να τον συναντήσουμε νομιμοποιείται να μας κάνει να προσδοκούμε τα πάντα από αυτόν και με το πιο φλογισμένο πάθος. Με άλλα λόγια, ταινίες για το διάστημα που δεν έχουν μέσα τους κάτι από αυτόν τον έρωτα, δεν θα έπρεπε να γυρίζονται ποτέ.